Με αφορμή το αφιερωματικό ενδιαφέρον του ΑΠΕ (20/6), το Corfu Stories ανασύρει κι επικαιροποιεί το αφιέρωμα της έντυπής του έκδοσης του (τ.7, 8/2018).
Γράφει ο Ηλίας Αλεξόπουλος
ΣΤΕΚΕΙ πάντα εκεί, σιωπηλός κι ερειπωμένος, στο δρόμο για Κανόνι. Τσακισμένος απ’ τους αιώνες που περάσαν’ από πάνω του, σκαμμένα χώματα, χορταριασμένες πέτρες. Χαλάσματα, κουρασμένα και πανάκριβα. Συλλέκτες ιστορίας, αέναοι φορείς «άγιων φαντασμάτων», απ’ την εποχή που ήκμαζε εκεί η αρχαία Κέρκυρα. Η αρχαία αγορά, μεταξύ των δύο λιμανιών (Αλκινόου και Υλλαϊκού), κέντρο διοικητικό απ’ τον 8ο π.Χ. αιώνα, εστία συναθροίσεων, εμπορικών συναλλαγών, πολιτικών ζυμώσεων, πνεύμα και ύλη. Ωδείο, βουλευτήριο… Αργότερα η ρωμαϊκή στοά…
ΚΙ ΑΥΤΗ… Η πολυθρύλητη παλαιοχριστιανική βασιλική της Παλαιόπολης. Δωρικός ναός, αρχικά. Αρχαίος, ειδωλολατρικός. Πεντάκλιτος ξυλόστεγος, μ’ εγκάρσιο κλίτος, διπλό νάρθηκα, αίθριο, προκτίσματα και πλούσιο διάκοσμο˙ μωσαϊκά, ψηφιδωτά κι αγάλματα, δέος και μαγεία…
ΩΣΠΟΥ ήρθε η καθιέρωση του χριστιανισμού. Και «επί των ερειπίων και δια του υλικού των αρχαίων ναών» (υλικό ακόμη κι απ’ την υστερογεωμετρική και πρωτοκορινθιακή εποχή), μετετράπη σ’ εκκλησιά. Η μεταγενέστερα ονομασθείσα «Παναγιά της Παλαιόπολης». Το παλαιότερο λείψανο των όλων των κερκυραϊκών ναών που κάποτε αφιερώθηκαν στην Υπεραγία Θεοτόκο.
ΑΠΟ ΠΟΤΕ; Σύμφωνα με τους Α. Ξυγγόπουλο – Ι. Παπαδημητρίου, υπεύθυνους των ανασκαφών του ’36, απ’ τις αρχές του 17ου αι.: «Κατά την εν έτει 1537 πολιορκίαν της Κερκύρας υπό των Τούρκων», γράφουν, «το μνημείον έπαθε και πάλιν καταστροφάς, διότι, ως πληροφορεί ο Μάρμορας, ο κατά τα έτη 1603 – 1605 Βενετός Προνοητής Αυγουστίνος Canale επεσκεύασε την εκκλησίαν της Παλαιοπόλεως και τα παρ’ αυτήν κελλία, κατεχόμενα υπό Ελλήνων μοναχών, τιμωμένην έκτοτε εις όνομα της Θεοτόκου». Έκτοτε… Δηλαδή, απ’ τις αρχές του 17ου αι.
«Της Παλαιότερης» ή «της Θεοτόκου» ή «της Αναφωνήτρας» ή του «Ιοβιανού» ή «της Αγ. Κερκύρας». Οι μύθοι και τα ονόματα ταξιδεύουν πάντα στα λείψανα του δρόμου προς Κανόνι…
ΟΙ ΔΥΟ αρχαιολόγοι είναι προφανές ότι συνδέουν την «προς τιμήν Θεοτόκου» αρχή του ναού, με την (κατά την ίδια περίοδο) «ένωση» με την μονή της Υ.Θ. Αναφωνήτριας («εν τη περιοχή Καστράδων, εν τη Εξωπόλει»), εξελλίσσοντάς την στο καθολικό ενός ευρέως μοναστηριακού συγκροτήματος. Αν κι, επί τη ακριβεία, η αφιέρωση, ξέραμε, στη Θεοτόκο δεν καθιερώθηκε το 1603 – ’05, αλλά το 1577, βάσει προβλεπομένου όρου της συμβολαιογραφικής πράξης «συγχώνευσης»: «Να ήναι εις το εξής η μονή μοναχών μόνον, ουχί και καλογραιών και να ονομάζηται εις το εξής “Ναός της Υ.Θ. Παλαιοπόλεως και Νέας Αναφωνήτριας”» (βλ. Παπαγεωργίου). Ή μήπως όχι…
ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ανακάλυψη αρχειακών τεκμηρίων, αναφέρουν το ναό ως «Sancte Marie Paleopolitisse» ήδη απ’ το 1359. Πηγαίνοντας εμφανώς πιο πίσω την αφιερωματική, χρονική πυξίδα…
ΟΠΩΣ και να ‘χει, το βέβαιο είναι πως μιλούσαμε πια για ένα οικοδομικό συγκρότημα σαφώς μικρότερο απ’ το αρχικό. Απόρροια (πλην των τουρκικών) των βαρβαρικών δηώσεων, στα σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα (Γότθοι και Βάνδαλοι τον 6ο αι., Σαρακηνοί και Νορμανδοί τον 11ο), με αποτέλεσμα ήδη, απ’ τον 12ο αι., ο ναός να έχει εξελιχθεί σε μια τρίκλητη βασιλική˙ με νάρθηκα. Και της οποίας το 1936 αποκαλύφθηκε το μεσαίο κλίτος, το οποίο εκτιμάται πως, αποτελούσε πια «την όλην εκκλησίαν».
Το εσωτερικό της βασιλικής χρησιμοποιούνταν και ως χώρος ταφής, καθώς, ως το 1840, η ταφή γινόταν εντός ή στον περίβολο των ναών.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ, τους ερευνητές απασχόλησαν (ακόμη) δύο κύρια ερωτήματα…
» Πότε χτίστηκε ο χριστιανικός ναός (ανεξάρτητα του πότε αφιερώθηκε στη Θεοτόκο);
Ο ΡΩΜΑΝΟΣ μοιάζει βέβαιος: «Επί των χρόνων του Θεοδοσίου» (379 – 395 μ.Χ.), κοινώς, «εις την Δ’ εκατονταετηρίδα». Βασιζόμενος στην, επί των ημερών του, αναγνώριση του Χριστιανισμού ως επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας (380)…
ΟΙ ΣΩΤΗΡΙΟΥ και Παπαδημητρίου, πάλι, πηγαίνουν τα «εγκαίνια» κάπως πιο μετά. Συγκεκριμένα, αν και ο δεύτερος δέχεται τη χρονολόγηση του Ρωμανού ως terminus post quem, σημειώνει ως πιθανότερο momentum αυτό μεταξύ των διαταγμάτων Αρκαδίου (402) και Θεοδοσίου Β’ (435) «ή την ακολουθείσαν δεκαπενταετίαν», με τα οποία «παγιώθηκε» το αντεθνικό μένος.
ΚΙ ΑΥΤΟ γιατί, παρά την επίσημη θέση που έδωσε ο Θεοδόσιος στον Χριστιανισμό, μέχρι το 390 – 392 (σφαγή Θεσσαλονίκης και διεκδίκηση του θρόνου απ’ τους αριστοκράτες εθνικούς), η πολιτική του, γράφουν, ήταν μεν αντεθνική, αλλά όχι σε ακραίους τόνους. Και παράλληλα, οι όποιες καταστροφές ειδωλολατρικών ναών, συνέβησαν κυρίως στην Ανατολή, ενώ «η Κέρκυρα υπήγετο εις την Praefectura Illyrici Italiae et Africae».
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ, συνεχίζει ο Παπαδημητρίου, «μέχρι της εποχής ταύτης (4ος αι.), η καταστροφή των ναών εθεωρείτο πράξις παράνομος» και «δυσκόλως δύναταί τις να πιστεύση ότι εις πόλεις, ένθα η παρακολούθησις της εφαρμογής των νόμων ήτο πολύ πλέον αυστηρά, ηδύνατο επίσκοπός τις, άσημος, καθώς φαίνεται (σ.σ. ο Ιοβιανός δεν αναφέρεται σε άλλες πηγές), να παραβαίνη επισήμους διαταγάς και να επαίρεται δια την καταστροφήν αρχαίων μνημείων…».
ΑΡΑ; Δεδομένα «μετά τον 4ο – 5ο αιώνα». Πλην, όμως, τούτου, ουδέν ασφαλές…
» Ποιος έχτισε τον χριστιανικό ναό; (ανεξάρτητα του πότε αφιερώθηκε στη Θεοτόκο);
ΚΑΤΑ τον Μάρμορα (μια πρώτη, παλαιά, εκτίμηση), «πατώντας» σε χειρόγραφο των Πράξεων των αποστόλων Ιάσωνος και Σωσιπάτρου, του 12ου αι., χτίστηκε «υπ’ αυτού του Σεβαστιανού, επιστρέψαντος εις την χριστιανικήν πίστιν, μη απιδών καθόλου εις το καινοπρεπές του οικοδομήματος».
ΟΠΟΥ «Σεβαστιανός», ο άλλοτε άρχων των Κορφών, Δατιανός, ο οποίος, κατά την παράδοση, σαν έφθασαν οι Ιάσωνας και Σωσίπατρος, για να διαδώσουν τα διδάγματα του Αποστόλου Παύλου, τους υπέβαλε σε φριχτά βασανιστήρια. Βλέποντας, ωστόσο, τη συγκλονιστική τους καρτερία, θαύμασε, μετανόησε, βαπτίστηκε Χριστιανός (Σεβαστιανός) κι έχτισε ναούς, με πρώτο αυτόν του Αγ. Ανδρέα. Μαζί, όμως, και «μεγάλην τινά εκκλησίαν», δίπλα, μάλιστα, στην οποία, δημιούργησε και μικρό κελί, όπου «εμόναζεν εν αυτώ»».
ΚΑΤΑ τον Ρωμανό, ο Μάρμορας την ταυτίζει μ’ αυτήν της Παλαιόπολης – ίσως, εκτιμά, επηρεασμένος από μια «επί των χρόνων αυτού παραδεδομένην φήμην». O Παπαγεωργίου, πάλι, διαφωνεί. Καθώς επαναλαμβάνει μεν πως «Ιάσων και Σωσίπατρος έκτισαν περικαλλείς ναούς και την Μεγάλην Εκκλησίαν», σημειώνει, ωστόσο, πως «η ειδήσις ταύτη, ήτις πλέον τι ή αμφίβολος και ύποπτος», χαρακτηρίζοντας την άποψη Μάρμορα «εκ των συνήθως αυτού μυθοπλασιών». Καθώς, συμπληρώνει, «όπως έχει τανύν (δεκαετία 1920) ο ναός είναι οικοδομής πολύ μεταγενεστέρας ρωμαϊκής εποχής».
ΩΣΠΟΥ ήρθαν οι ανασκαφές του 1846, στο δυτικό «σκέλος» του ναού. Και οι οποίες, πλην των υπολειμμάτων του αρχαίου ναού (π.χ. τμήμα του ψηφιδωτού δαπέδου και «δύο ραβδωτοί κορινθιακοί στύλοι μονόλιθοι μετά του επιστυλίου και της ζωοφόρου»), έφεραν στο φως «επί του επιστυλίου και της ζωοφόρου του τριβήλου του οδηγούντος άλλοτε εις τον κυρίως ναόν», εγχάρακτη, εξάμετρη, ψαλμική επιγραφή, την οποία είχε πρωτομνημονεύσει ο Μελέτιος στη «Γεωγραφία» του (Βενετία, 1807):
«Αύτη η πύλη του Κυρίου δίκ(αι)οι εισελεύσοντ(αι) εν αυτή.
Πίστιν έχων βασίλ(ει)αν εμών μενεών συνέριθον
σοί, μάκαρ υψίμεδον, τόνδ’ ιερόν έκτισα νηόν,
Ελλήνων τεμένη και βωμούς εξαπαλάξας
χειρός απ’ ουτιδανής Ιοβιανός έδνον άνακτι…»
ΙΟΒΙΑΝΟΣ, λοιπόν, ο κτίστης / θεμελιωτής του (χριστιανικού) ναού. Ο οποίος «κατεδάφισεν τον (παλαιότερο) εθνικόν ναόν και επί των ερειπίων αυτού ανήγειρε τον νυν χριστιανικόν». Σύμφωνοι. Αλλά… ποιος, ακριβώς, Ιοβιανός;
Κατά τη λαϊκή παράδοση, ο ναός οικοδομήθηκε πάνω απ’ τον (επί σπηλαίου) τάφο της Αγ. Κερκύρας. Εξ ου και γνωστός (και) ως «της Αγ. Κερκύρας». Ο μύθος προσθέτει πως στη σπηλιά υπάρχουν αμύθητοι θησαυροί, των οποίων η Αγία αποτελεί αιώνιο θεματοφύλακα.
Ο ΡΩΜΑΝΟΣ, κατά τον 19ο αι., ομολογεί ότι «τις ο μνημονευόμενος απορούμεν να βεβαιώσωμεν». Γρήγορα, όμως, αναπτύχθηκαν τρεις κυρίαρχες (ή λιγότερο) απόψεις…
• Η λιγότερο γνωστή, μιλούσε (κάποτε) για τον «φίλο του εν Καρχηδόνι ονομαστού επισκόπου Κυπριανού, του συγκαλέσαντος την αρχαιοτάτην πασών των Συνόδων εν Καρχηδόνι Σύνοδον τω 250 έτει» (Παπαγεωργίου).
• Ξένοι, κυρίως, μελετητές (Dittemberger, Seeck, Geffken), υποστήριξαν πως πρόκειται για τον αυτοκράτορα Φλάβιο Κλαύδιο Ιοβιανό (363 – 364), «ο βασιλεύσας μετά τον αποστάτην Ιουλιανόν», δεδομένης της φιλοχριστιανικής του στάσης (αναίρεσε όλα τα αντιχριστιανικά διατάγματα του προκατόχου του, Ιουλιανού κι επέτρεψε να επιστρέψουν όλοι οι εξορισθέντες επίσκοποι).
• Έλληνες, όπως οι Μουστοξύδης, Παπαγεωργίου, Σωτηρίου κ.λπ. διαφώνησαν. Πρώτον, γιατί (κατ’ επίκληση του Θεμίστιου) ο αυτοκράτωρ Ιοβιανός, αν και (φιλο)χριστιανός, «επέδειξε ανοχήν προς την αρχαίαν θρησκείαν». Δεύτερον, γιατί ο αυτοκράτωρ Ιοβιανός «μόνον έξ(ι) μήνας ηδυνήθη να βασιλεύση και απέθανε μόλις ήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν δια να στεφθή, αφού επί μακρόν επολέμησεν εν Περσία». «Δείχνοντας» ως πιθανότερο κάποιον άρχοντα των Κορφών, «όστις δια της εις αυτόν επιδαψιλευθείσης γενναιοδωρίας άνακτος τινός αυτοκράτορος ή ηγεμόνος, ανήγειρε τον ναόν» (Παπαγεωργίου).
ΩΣΠΟΥ ήρθε, εν μέσω Β’ Παγκοσμίου, η ιστορική δημοσίευση Παπαδημητρίου στην «Αρχαιολογική Επιθεώρηση, 1942-‘44». Και στην οποία ενημέρωνε πως, στη διάρκεια εργασιών αποκατάστασης μετά τους βομβαρδισμούς, ήρθε στο φως νέα επιγραφή επί ψηφιδωτού δαπέδου, που ανέφερε τα εξής:
ευχαί(ε) επί του εποίησεν Υπ(ερ ψυ)
αγίων επισκό- Ελπίδος χ(ής αυ)
που Ιο- το έργον το(ύ)
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Κερκύρας, λοιπόν, ο (θεμελιωτής) Ιοβιανός. Το «δυστύχημα»; Αν και το παλαιότερο γνωστό όνομα Επισκόπου ανάγεται τον 4ο αι. (Απολλόδωρος, 325), μεταξύ των σωζομένων υπολοίπων, «Ιοβιανός» δεν εντοπίζεται. Άλλως, θα είχαμε και μια σαφώς πιο ακριβή εικόνα χρονολόγησης της εκκλησιάς…
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ (17ος-20ος αιώνας)
• Κατά τον 17ο αι. μόνασε στη Μονή ο Διδάσκαλος του Γένους, Γεράσιμος Βλάχος «ο Κρης» (Κρητικός). Διακεκριμένος λόγιος, που έχαιρε της εκτίμησης των ενετικών αρχών. Ηγούμενος μεταξύ 1662 και 1680, διαρκούσης της θητείας του έγραψε πλήθος συγγραμμάτων («Προσκυνητάριον Ιερών Τόπων», «Τετράγλωσσος Θησαυρός» κ.ά.) που εκδόθηκαν στη Βενετία. Αποχώρησε το ’81, χειροτονηθείς επισκοπικός προϊστάμενος της ελληνικής κοινότητας Βενετίας («Μητροπολίτης Φιλαδελφείας»).
• Το 1680, ακολούθησαν νέα έργα αποκατάστασης, απ’ τον Κρητικό λόγιο – ιερομόναχο, Αρσένιο Καλούδη, ανιψιό του Βλάχου κι επίσης εγκατεστημένο στη Μονή. Το αποκαλύπτει εγχάρακτη, επί μαρμάρου, επιγραφή «επί θύρας καθηρημένου οικίσκου συνεχομένου μετά του κωδωνοστασίου»:
«Αρσένιος ιερεύς Καλούδης Κρης
αίσια ρέζων
Μητρί Θεού χάριν ήρατο
τον δε δόμον
α χ. π’»
• Επί Βλάχου – Καλούδη, τη Μονή της Παλαιόπολης επισκέφτηκαν οι περίφημοι περιηγητές, Spon και Wheler, απ’ τους οποίους πληροφορούμαστε την ύπαρξη πλούσιας βιβλιοθήκης.
• Το 1813, οι Γάλλοι πραγματοποίησαν, πρώτοι, ανασκαφικές εργασίες. Μάλιστα, ο αξιωματικός J.C. Friederich μιλά στα απομνημονεύματά του περί «βαθυτάτου σπηλαίου ευρισκομένου όπισθεν της Εκκλησίας», στο οποίον επεχείρησαν, ανεπιτυχώς, να κατέλθουν.
• Επί Αγγλοκρατίας, το οικόπεδο περιήλθε στην ιδιοκτησία της οικογένειας Πιέρη (Ιωάννης Χ. Πιέρης), ως αποζημίωση για την απόσπαση της κτητορικής τους εκκλησίας, του Αγ. Στεφάνου, στο νησί του Βίδου. Η οικογένεια πούλησε «την περί το μνημείον γην» αρχές του 20ού αι.
• Νέες ανασκαφές, το 1846, αποκάλυψαν, στο δυτικό του μέρος, μεγάλο ψηφιδωτό, πιθανότατα τμήμα του νάρθηκα της βασιλικής. Περιορισμένες ανασκαφές έκανε το 1912 και ο G. Dorpfeld.
• Oι εκτεταμένες ανασκαφές των Ξυγγόπουλου – Παπαδημητρίου (1936, Αρχαιολογική Εταιρεία), επιβεβαίωσαν τη χρήση αρχαίων υλικών για την ανέγερση του χριστιανικού ναού, φέρνοντας, μεταξύ άλλων, στο φως μεγάλο τρίβολο παράθυρο, με πλίνθινα τόξα χωρισμένα από κίονες και ιωνικό κιονόκρανο… Αρχαία υδρορροή με τη μορφή λεοντοκεφαλής… Τμήμα τοιχογραφίας του 17ου αι., παράσταση των Εισοδίων της Θεοτόκου… Τμήματα θωρακίων, με διάφορες χαράξεις («παγώνιον εν μέσω κλάδων, σταυρόν εντός δίσκου» κ.λπ.)
• Το 1939 ο Παπαδημητρίου πραγματοποίησε νέα ανασκαφική έρευνα και αναστηλωτικές – στερεωτικές εργασίες.
• Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ολοκλήρωσε τις καταστροφές του Α’ (βομβαρδισμοί).
• Μεταξύ 1955 και 1959 ο αρχαιολόγος Β.Γ. Καλλιπολίτης αποκάλυψε τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου (πιθανώς από το βαπτιστήριο), αρχαίο καμπυλόγραμμο οικοδόμημα κάτω απ’ τα θεμέλια (πιθανότατα βουλευτήριο) και τεκμήρια για την εκεί ύπαρξη της αρχαίας αγοράς (τμήμα πλακόστρωτου δρόμου, κεραμικά κ.λπ.).
• Τη δεκαετία του ’60, έγιναν εργασίες συντήρησης ψηφιδωτών και η περισυλλογή σωσμένων τεμαχίων των παλαιοχριστιανικών αρχιτεκτονικών μελών (θωράκια, κιονίσκοι, επίκρανα κ.ά.) στο Μουσείο Παλαιών Ανακτόρων (Συλλογή Χριστιανικής Τέχνης).
• Μεταξύ 1987 και 1996, συστηματικές ανασκαφές υπό τη δ/νση της Η’ Εφορείας Αρχαιοτήτων και σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια «Louvain La Neuve» (Βέλγιο) και «Brown» (ΗΠΑ), προσέθεσαν στα ευρήματα (και) τμήμα της αρχαίας αγοράς, βόρεια της παλαιοχριστιανικής βασιλικής.