Λίγες σταγόνες μνήμης σ’ ένα απ’ τα παλαιά, υπαίθρια επαγγέλματα (και) του νησιού, που χάθηκαν στο χρόνο…
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑ ΡΙΖΑ των πιο πολλών βαστούσαν απ’ την Ήπειρο. Γιαννιώτες, Θεσπρωτοί, Αρτινοί. Ή πρόσφυγες. Πλανόδιοι, οι περισσότεροι. Φορτώνονταν, παίρναν’ τη στράτα για τα γύρω μέρη, τα χωριά, τους έφερε ο δρόμος (και το μεροκάματο) κι εδώ. Συνήθως, φθινόπωρο, Σεπτέμβρη. Και κάποιοι, λίγοι, έμειναν…
ΕΤΣΙ, έμεινε και δαύτος στους Κορφούς. Ο κυρ – Αποστόλης, ο Βρακάς. Απ’ τους Φιλιάτες, τον Άη Νικόλα. Παντρεύτηκε. Έκαμε φαμίλια. Παιδιά, εγγόνια. Ρίζωσε. Κι άσκησε την τέχνη του – μια τέχνη, που, κατά παράδοση, συνδέθηκε, αρχή, με τους τσιγγάνους και, ίσως, λέει, να βαστά απ’ την εποχή του Βυζαντίου…
ΠΑΝΩ από 20 χρόνια τ’ ακολούθησε. Καβάλημα στο μαύρο του ποδήλατο, «καλημέρα» από ζεστή καρδιά και δρόμος, πέρα. Απ’ τα χωριά, ίσαμε Γαρίτσα, Κανόνι, μετέπειτα τη Λαϊκή. Η τέχνη του «γανωματή». Έτσι τους λέγαν’ στα υπόλοιπα. «Γανωτές», «γανωματές» ή «γανωτζήδες». Αυτοδίδακτοι, εμπειρικοί, χωρίς σκολειό, μάθαιναν τα μυστικά από τους πατεράδες, τους παππούδες τους και τη μεταλαμπάδευαν στα δικά τους ‘σερνικά.
Η ΕΔΩ, λαϊκή ντοπιολαλιά, τους βάφτισε αλλιώς: «Σταγκοπινιάτες». Γιατί σταγκώναν’, λέει, τις πινιάτες (τα μεγάλα χάλκινα «ντεπόζιτα» που χρησιμοποιούσαν τότες οι νοικοκυράδες, για τη μεταφορά νερού ή για να βράσουν γάλα).
Info
Φόρτωνε τα σύνεργα στο μαύρο του ποδήλατο, έλεγε τη ζεστή του «καλημέρα» κι έπαιρνε δρόμο στα χωριά, για να στιλβώσει τα μπακίρια των παλιών νοικοκυριών.
ΤΙ ΗΤΑΝΕ το στάγκωμα; Ο γαλβανισμός, το στίλβωμα των μπακιρένιων, χάλκινων σκευών που κάθε νοικοκυρά χρησιμοποιούσε για τις καθημερινές ανάγκες της, με πρώτο το μαγείρεμα (τσουκάλια, καζάνια, μπρίκια, ταψιά, κουταλοπίρουνα, μαχαίρια, κιούπια, τάσια, μαστραπαδάκια και λυχνάρια). Το κάναν’ μ’ ένα κράμα από κασσίτερο, μολύβι: το «καλάι» (εξ ου και, αλλιώς, «κασσιτεράδες» ή «καλατζήδες»). Καθαρισμό απ’ τη σκουριά, το «γάνωμα», απολύμανση. «Μη μείνει, ωρέ παιδί, το δηλητήριο στο φαϊ», που έλεγε και η νόνα…
ΤΟ ΓΑΝΩΜΑ γινόταν, είτε στην αυλή του σπιτικού, είτε, αν ο γανωτής είχε το «εργαστήρι» του σιμά, εκεί (φόρτωνε τα τεντζερέδια και έτοιμα, τα επέστρεφε). Αν και υπήρχε και η άλλη εκδοχή: αν κάποιος «μάστορας» ερχόταν «απ’ απέναντι», άραζε σε κάποια παλιά φάμπρικα ή χάνι, δούλευε (έτρωε, κοιμότανε) εκεί, δίπλα στη φωτιά και στον καπνό και, όταν έσωνε, τα μάζευε κι έφευγε. Για τον επόμενο σταθμό. Κι αν, τα πιο παλιά τα χρόνια, οι νοικοκυραίοι δεν είχαν όβολο να δώσουν, ό,τι είχαν. Δυο πατάτες, λίγο στάρι, λίγο λάδι, τρεις χούφτες καλαμπόκι, τρία αβγά…

Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, συγκεκριμένη: ο Σταγκοπινιάτης, έστηνε την γκαζιέρα (ή, σε πιο aggressive φάσεις, άναβε φωτιά με ξύλα) κι έλιωνε το μίγμα του. Άλειφε την επιφάνεια, που ήταν να γανώσει, με το «σπίρτο» (υδροχλωρικό οξύ), για να πρωτοσπάσουν γανάδες και σκουριές, μετά την επασάλειβε με «κουρασάνι» (τριμμένο κεραμίδι ή άμμος ή, άλλοτε, στάχτη και κάρβουνο) και καθάριζε γερά μ’ ένα πανί ή συρματόβουρτσα. Κι αν ήταν κάποιο μεγαλύτερο καζάνι; Έμπαινε μέσα κι έτριβε με τα ποδάρια του!
ΜΕΤΑ, έπιανε το χάλκινο με την τσιμπίδα, τη «μασιά», το έβαζε στη φωτιά, το ζέσταινε κι άπλωνε μέσα του το «νισαντήρι» (χλωριούχο αμμώνιο). Κατόπιν, άλειφε την επιφάνεια με «σπίρτο» αραιωμένο με νερό και σβησμένο, καλά, με τσίγκο. Το σκούπιζε, άπλωνε καλά το λιωμένο «καλάι» (που τον περίμενε σ’ έναν μεγάλο ταβλά) στην επιφάνεια και, όταν το τεντζερικό εκρύωνε, ακούμπαγε τη βάση του σε μια λεκάνη με κρύο νερό. Προτού την τρίψει, όλη, μ’ ένα χοντρό πανί από μπαμπάκι. Σαν την… υπογραφή του καλλιτέχνη: «Για ν’ αστράφτει, κυρα – Μάντε μου, στον ήλιο…».

ΟΤΑΝ τα σκεύη γινήκαν’ εμαγιέ κι ανοξείδωτα, το επάγγελμα, άρχισε να φθίνει. Να χάνεται, σαν ίσκιος, και η τραχιά, η δυνατή φωνή του πλανόδιου γανωτή, στα χωμάτινα δρομάκια της κάθε (κερκυραϊκής ή όχι) γειτονιάς: «Ο Γανωματήήήήής… Πινιάτες, μπακίρια για στάγκωμααααα… Ο Γανωματήηηηης…» Μ’ ένα τσουβάλι, στον ώμο, με τα σύνεργα, καρβουνιασμένο, μαύρο, απ’ την πολλή τη χρήση. Και χέρια, τίγκα στη μουντζούρα…
ΩΣΠΟΥ χάθηκε. Τελείως. Και ο κυρ-Αποστόλης, στράφηκε στην καλλιέργεια της γης. Λαχανικά, κηπευτικά… Βαστώντας, όμως, πάντα μέσα το μεράκι του. Την τέχνη του. Ως τα 89 του, που «’φυγε» – και σιώπησε, για λίγο, η Γαρίτσα και τα πέριξ. Τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου. Αυτός… «Μια», έγραψε ο Στ. Πουλημένος, «απ’ τις πιο γνώριμες κι αγαπητές φυσιογνωμίας της μεταπολεμικής Κέρκυρας». Ο τελευταίος Σταγκοπινιάτης. Βγαλμένος απ’ την Κέρκυρα μιας άλλης εποχής…