14.9 C
Corfu
Πέμπτη, 1 Μαΐου, 2025

Στα σύνορα της Αλγερίας…

Το Corfu Stories εξασφάλισε την αποκλειστική αφήγηση της συγκλονιστικής περιπέτειας του Κερκυραίου, Φρειδερίκου Μαραμπού, που το 1984 διέσχισε με τη μοτοσικλέτα του την έρημο Σαχάρα.

Επιμέλεια: Ηλίας Αλεξόπουλος

Μέρος 3ο: Δείτε το πρώτο μέρος ΕΔΩ και το δεύτερο ΕΔΩ.

ΦΘΑΝΟΝΤΑΣ Τύνιδα, στο κέντρο, πλάι απ’ τη μεγάλη πλατεία με τα ανθοπωλεία και τα γέρικα δέντρα, συναντώ ένα απίθανο μποτιλιάρισμα – γίνονταν έργα. Βρίσκω μια «τρύπα», άλλαξα διαδρομή και κατευθύνομαι προς τον κόλπο του Γκαμπές («Μικρός Σύρτης»).

ΑΠ’ ΤΗΝ παραλιακή πόλη, Σους, φθάνω στο Μοναστίρ – στο μεταξύ, έχω αλλάξει ήδη μια ρεβέρζα που άρχιζε να διαμαρτύρεται, στάση που μ’ έκανα να χάσω τον προπορευόμενο Βασίλη και τη γυναίκα του. Βλέπω τα πρώτα σπίτια μέσ’ τη σκόνη – έμοιαζαν με αυθαίρετα. Κάποια μικρά μαγαζιά, είναι συνεργεία και βουλκανιζατέρ.

ΕΚΕΙ γνωρίζω κι ένα ζευγάρι Γάλλων, απ’ το Παρίσι, που έκαναν το γύρο της Τυνησίας με μια μοτοσυκλέτα BMW. Γρήγορα γίναμε φίλοι.

ΑΡΓΟΤΕΡΑ, στην παραλία, δυο τύποι πονηρής ηλικίας, 18 – 20, μας πλησιάζουν ρωτώντας αν θέλουμε φθηνό σπίτι για ύπνο. «Όχι» απαντάμε. Τα παιδιά επιμένουν και… λέμε να το δούμε. Φθάνοντας, το χαμόγελο μου σβήνει αντικρίζοντας την καργαρισμένη τουαλέτα με γαρνιτούρα κάτι… ψιλά! Γρήγορα μαζεύτηκε εκεί όλη η νεολαία της περιοχής. Άλλοι μας έκαναν ερωτήσεις, άλλοι μας κοίταζαν, άλλοι κοιμόντουσαν!

ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ, 13 Σεπτεμβρίου, ξεκινάω με νέα παρέα, τους Γάλλους, για το Σφαξ. Στην πορεία ξαναβρίσκω τους Αθηναίους φίλους μου και η χαρά μας είναι μεγάλη. Χωριζόμαστε με τους Γάλλους, ευχόμενοι ο ένας στον άλλο «καλή τύχη» και κινάμε για το Καϊρουάν. Την ιερή πόλη της Τυνησίας, με τους περισσότερους ξένους επισκέπτες και το τζαμί «JamaSidi Ogba», με τον μιναρέ των 35 μ.

ΑΦΗΝΟΥΜΕ πίσω το Καϊρουάν, με προορισμό την Γκάφσα. Στη διαδρομή, παντού ελαιώνες. Κάνουμε μια στάση σ’ ένα μικρό χωριό, την Σβέιτλα. Τα παιδιά που τρέχουν κοντά μας, κρεμιούνται πάνω μας σε χρόνο μηδέν! Μέσ’ την κούρασή μας, μας διασκέδασε,

ΦΘΑΝΟΝΤΑΣ κοντά στην Γκάφσα, είχε πέσει το βραδάκι. Στήνω το αντίσκηνό μου σ’ έναν ελαιώνα (πάντα, σ’ όλο το ταξίδι δεν πήγα ποτέ σε ξενοδοχείο), ενώ καμιά 15αριά παιδιά, τρέχουν πρόθυμα να μας φέρουν ξύλα και να καθαρίσουν το χώρο, μένοντας μαζί μας για κάποιες ώρες. Αλλά το βράδυ δεν κύλισε χωρίς απρόοπτα, καθώς, πέρα απ’ το ουρλιαχτό των τσακαλιών που, κάπου κοντά, έψαχναν λεία στα κοτέτσια, αργά δέχτηκα μια… φιλική επίσκεψη, απ’ τον στρατό!

ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ καμιόνι ξεφόρτωσε στρατιώτες, που με παρατεταμένα τα όπλα στάθηκαν έξω απ’ το αντίσκηνο, πιστεύοντας ότι είχα κάποια… κατασκοπευτική ιδιότητα, πως ήμουν φιλο-κανταφικός. Βλέπετε, τρία χρόνια πριν, 300 κομάντος του Καντάφι είχαν μπει στην Γκάφσα, κρατώντας την «δέσμια» για περίπου 20 μέρες. Φοβούνταν, λοιπόν, ότι μπορεί να προερχόμουν από εκεί.

ΕΥΤΥΧΩΣ, αφού είδαν το διαβατήριό μου και όλα τα τεκμήρια (από πού ξεκίνησα, πού προχώρησα, πότε βγήκα από το τελωνείο), γρήγορα κατάλαβαν ότι είμαι απλά ένας ταξιδευτής. Μου χτύπησαν την πλάτη, ζήτησαν συγγνώμη και αποχώρησαν. Αλλά… άντε, μετά, να συνεχίσεις τον ύπνο σου! Σκεφτόμουν, «λες, τώρα, να μου έρθουν και οι Κανταφικοί και να βρεθώ στη μέση;» Στα δύσκολα, απ’ την αρχή…

ΠΡΩΙ της 14ης Σεπτέμβρη, φορτώσαμε τις ΧΤ, πήραμε τα αμύγδαλα που μας έφεραν οι νεαροί φίλοι μας και φύγαμε με προορισμό δυο μικρά χωριά – οάσεις, το Τοζούρ και τη Νέφτα, στα σύνορα με Αλγερία. Βγαίνοντας από την Γκάφσα, πήραμε μαζί κι όλες τις εικόνες της πόλης. Εικόνες μιας σκληρής και μίζερης ζωής. Η βρωμιά των σκουπιδιών, τα εκατομμύρια μύγες, άνθρωποι και ζώα, μαζί, παιδάκια ούτε 10 ετών, να σου ζητούν τσιγάρα, ενήλικες ξαπλωμένοι στις βρωμερές πλάκες του δρόμου…

Η ΤΟΖΕΡ απείχε περίπου 100 χλμ. Η όασή της ήταν από τις πιο ξακουστές και γενικά, αποτελούσε πιο τουριστική περιοχή απ’ τη γειτονική, Νέφτα – με τη δική της όαση, την Κορμπέλ. Σ’ αυτές τις οάσεις, υπήρχαν περίπου 100 πηγές που δίνουν ζωή σε 300.000 φοίνικες και άλλα τροπικά φυτά, όπως τα Μαραμπού. Ενώ σε μικρή απόσταση βρίσκονταν άλλες τρεις μικρότερες οάσεις, η Τσεμπίκα, η Ταμερζά και η Μίμπς. Δροσιά, χουρμάδες, νερό, αλλά και όλα τα κακοποιά στοιχεία της ερήμου – όλοι οι κυνηγημένοι στις οάσεις πηγαίνουν και κρύβονται πίσω απ’ τους φοίνικες. «Χίλιες φορές», μας έλεγαν, «να κοιμηθείς σε χώρο ανοιχτό, παρά κάτω από φοίνικα!»

ΣΤΗΝ ΟΥΔΕΤΕΡΗ, «πράσινη ζώνη», Τυνησίας – Αλγερίας, η έρημος εξαλείφει τα ανθρώπινα ίχνη. Δίπλα στην άσφαλτο, πού και πού περνά καμιά καμήλα και διακρίνονται παντού τα πτώματα εκατοντάδων αυτοκινήτων. Φθάνουμε στα σύνορα, στο τελωνείο του χωριού Χαζούα. Είκοσι σπίτια κι ένα καφενεδάκι.

ΕΚΕΙ ΒΙΩΣΑ και το εξής: συνοριοφύλακες να καταστρέφουν ό,τι ψάθινο ερχόταν απ’ την Αλγερία! Καπέλα, καλαθάκια… Το έκαιγαν, επί τόπου, μπροστά στον κάτοχό του. Γιατί; Όπως μου είπαν, στην Αλγερία –δεν ξέρουμε από πού- οι φοίνικες είχαν προσβληθεί από έναν μύκητα, τον «Μπαγιούτ», που κατέστρεφε, με τη μεταφορά του, τους φοίνικες της Τυνησίας. Φρόντισαν, λοιπόν, να πάρουν μέτρα…

ΠΕΡΝΑΜΕ Αλγερία. Αντιμετωπίζω θέμα, επειδή η αμφίεσή μου θύμιζε… στρατιώτη – πουκάμισο και παντελόνι με τσέπες. «Για να μη σε σκοτώσει κάποιος», μου λένε, «πρέπει να αλλάξεις!» Συμπληρώνουμε μια καρτέλα (ποιοι είμαστε, πού μένουμε, γιατί πήγαμε…) και άλλα, πολλά χαρτιά, που μας κράτησαν πέντε ώρες μέσ’ τη ζέστη, τη δίψα, την ορθοστασία και τις ανυπόφορες μύγες. Κι εκεί που πιστέψαμε ότι τελειώσαμε, άλλο πρόβλημα: δεν είχα βίζα! Και… πίσω στην Γκάφσα!

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ μας σταματούν ξανά για έλεγχο. Ξεμπλέκουμε, αλλά η ώρα έχει περάσει. Στήνουμε, λοιπόν, τα αντίσκηνα κοντά σ’ ένα μικρό ρυάκι, κάτω απ’ τους φοίνικες για να περάσουμε το βράδυ. Αργά, ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο μας επισκέπτεται, αλλά αυτή τη φορά χωρίς προβλήματα.

ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ, 15 Σεπτεμβρίου. Είναι, όμως, Σάββατο. Και την επόμενη, 16, Κυριακή και το προξενείο της Αλγερίας είναι κλειστό. Ευκαιρία για βόλτα, ξεκούραση, φαγητό. Επισκεπτόμαστε το Γκαμπές, όπου διανυκτερεύουμε σε μια αυλή. Την Κυριακή, βολτάρουμε στην πόλη. Την όμορφη παραλία με την ψιλή άμμο και το μεγάλο φοινικόδασος των 6 χλμ. που φθάνει ως την ακροθαλασσιά. Βλέποντας να συννεφιάζει, επιστρέφουμε στην Γκάφσα. Φθάνουμε απογευματάκι και στήνουμε τα αντίσκηνα, πριν μας προλάβει η βροχή.

ΤΟ ΒΡΑΔΥ, ρίχνει πολύ νερό. Παντού κοκκινόχωμα και λάσπη. Περνώντας κάτω από τη γέφυρα, φθάνουμε στο προξενείο για τη βίζα. Θέλουν 4 φωτογραφίες. Σε μία ώρα τελειώνουμε και κινάμε πάλι για τα σύνορα. Τώρα, τελειώνουμε γρήγορα (βίζα, καταβολή 250 δολ. το άτομο, αλλαγμένων στο δικό τους δηνάριο / πάντως, με… παζάρια, καταβάλαμε λιγότερα, ασφάλεια οχημάτων).

ΜΠΡΟΣΤΑ η Αλγερία, μας «υποδέχεται» σε άλλη διάσταση. Οι αποστάσεις είναι πια πολύ μεγάλες – ενώ στην Τυνησία έβρισκες πόλη στα 25 χλμ., εδώ έβρισκες μετά από 140. Μπαίνοντας στη χώρα, πρώτη πόλη που συναντάμε είναι το Ελ Γκουτ. Σταματάμε για βενζίνη και, πριν το σούρουπο, φθάνουμε στην όαση του χωριού Ταϊμπέτ. Κοιμηθήκαμε κάτω απ’ τις φορτωμένες χουρμαδιές…

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ