Ο «Σίδερο», στην Ακρόπολη του Παλ. Φρουρίου είναι σαφώς ο πλέον εμβληματικός κτιστός Φάρος της ευρύτερης κερκυραϊκής επικράτειας. Δεν είναι, όμως, και ο μόνος…
Επιμέλεια: Ηλίας Αλεξόπουλος
Δείτε το αφιέρωμα στον Φάρο «Σίδερο», ΕΔΩ.
▪ ΦΑΡΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΕΣ: Ή «Τινιόσο» ή «Τιγνόσο» ή «Καπαρέλι». Επί της ομώνυμης βραχονησίδας (Περιστερές) από λευκοκίτρινο σχιστόλιθο (αρχαία «Πυθαία»), κοντά στο ακρωτήρι Βάρβαρο, Β.Α. της Κέρκυρας, στο τελευταίο θαλάσσιο όριο μεταξύ Ελλάδας κι Αλβανίας. Χτίστηκε το 1823 (ή 1826) και λειτούργησε απ’ το 1828, με ελαιόλαδο (μετά, πετρέλαιο). Έχει ύψος 17 μ. ή 23,5 απ’ την επιφάνεια της θάλασσας (η επικοινωνία θάλασσας – κτιρίου γινόταν με σιδερένια σκάλα 15 μ. – δε σώζεται) κι εστιακό βάθος 32 μ., ενώ απ’ το 1887 εξέπεμπε λευκό, σταθερό φως (μία ερυθρή αναλαμπή / λεπτό), σε μεγαλύτερη απόσταση. «Σιώπησε» επί Β’ Παγκοσμίου, λειτούργησε εκ νέου το 1945 ως αυτόματος πυρσός ασετιλίνης κι απ’ το 1982 ως αυτόματος, με μια ερυθρή αναλαμπή ανά 5” και φωτοβολία 5 ναυτικών μιλίων. Είναι ο μόνος φάρος του ελληνικού δικτύου με μόνιμους πίθους για αποθήκευση νερού, ενώ διακρίνονται ακόμη τα λείψανα των δωματίων φιλοξενίας των παλαιών φαροφυλάκων.
▪ ΦΑΡΟΣ ΛΕΥΚΙΜΜΗΣ: Στο νότιο ακρωτήρι του νησιού, στην άκρη της επίπεδης, μακράς (2000 στρέμ.) χερσονήσου των Αλυκών, βόρεια της Λευκίμμης, στον καταπληκτικό υγρότοπο – υδροβιότοπο. Κατά παράδοση, πριν απ’ την κατασκευή του, το… ρόλο του έπαιζε αγκυροβολημένο καράβι, που το 1825 «έδεσε αρόδου», ανοικτά των Αλυκών, έχοντας εγκαταστήσει στο κατάστρωμα φανάρι ισχυρού φωτός, προς προστασία ναυτικούς και διερχομένων πλοίων απ’ τα (επικίνδυνα) αβαθή νερά που εκτείνονται για πάνω από 1000 μ. απ’ τις ακτές. Η ιστορία του… πλωτού φάρου μαρτυρείται έως το 1890, όταν κι ολοκληρώθηκε η κατασκευή του σταθερού, κτιστού, επί τετράγωνης βάσης. Αργότερα, λίγο πιο βόρεια, τοποθετήθηκε μεταλλικός φάρος, που άντεξε μέχρι (περίπου) το 2000. Κατόπιν, χρησιμοποιήθηκε εκ νέου ο κτιστός, παρουσιάζοντας, ωστόσο, έντονα σημάδια καταστροφής. Πλην άλλων, αν και χτισμένος στην ξηρά, μοιάζει να βρίσκεται μέσα στο νερό, λόγω της σταδιακής διάβρωσης του εδάφους.
▪ ΦΑΡΟΣ ΚΑΣΤΡΙΟΥ: Ή «των Οθωνών», στο Β.Α. άκρο του εκ των Διαποντίων. Ο πρώτος φάρος που συναντά κανείς, μπαίνοντας σε Ιόνιο – Ελλάδα από Β.Δ. Χάρη, δε, σ’ αυτόν, παλαιά συνήθιζαν ν’ αποκαλούν τους Οθωνούς «Φανός» ή «Φανώ». Βρίσκεται επί λίθινου, κυλινδρικού πύργου ύψους 10 μ., με εστιακό βάθος 13,5 μ. και λειτούργησε το 1872, με πετρέλαιο (λευκό, σταθερό φως, μία ερυθρά αναλαμπή / λεπτό και φωτοβολία 12 ναυτικών μιλίων). Το 1938 ο φωτιστικός μηχανισμός ανανεώθηκε, ενώ έμεινε σβηστός στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου, όταν και υπέστη σοβαρότατες ζημιές σε πύργο και μηχανισμό (βομβαρδισμοί, λεηλασίες). Το 1945 έγινε αυτόματος (σύστημα dallen). Το 1954 κτίριο και πύργος επισκευάσθηκαν. Τοποθετήθηκαν νέα φωτιστικά μηχανήματα (πετρελαίου), πριν, το 1984, ηλεκτροδοτηθεί (τοποθέτηση αυτόματου, ηλεκτρικού – μία λευκή αναλαμπή / 10” και φωτοβολία 21 ν.μ.). Συνεχίζει, ανά διαστήματα, να επιτηρείται από φαροφύλακα (απ’ τις ελάχιστες περιπτώσεις στη χώρα).
▪ ΦΑΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ: Ή «της Μαντόνας», στο ομώνυμο νησάκι με την ιστορική Μονή της Παναγίας των Βελλιανιτών (Παξοί). Για την ακρίβεια, Φάρος + κατοικία φαροφυλάκων, βρίσκονται εντός του περιβόλου της. Η κατασκευή του σημειώνεται το 1825, επί τετράγωνου, πέτρινου πύργου, με ύψος 8 μ. κι εστιακό βάθος 26 μ. Κοινώς, πρόκειται για τον τρίτο παλαιότερο του φαρικού δικτύου των Βρετανών, τρία χρόνια μετά τον παλαιότερο όλων («Σίδερο», Παλαιό Φρούριο Κέρκυρας). Κλασικά, λειτούργησε κατ’ αρχήν με λάδι, ενώ ο μηχανισμός του αντικαταστάθηκε το 1890 μ’ εκείνον (πετρελαίου) του Φάρου της Λάκκας (βλ. κάτω), εκπέμποντας σταθερό λευκό φως, μ’ έναν τομέα πράσινο και φωτοβολία 6 και 9 ναυτικά μίλια αντίστοιχα. Και η δική του «δράση» διεκόπη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ το 1946 λειτούργησε και πάλι με πετρέλαιο ως επιτηρούμενος. Το 1982 η λειτουργία του αυτοματοποιήθηκε και μετετράπη σε ηλιακό, με χαρακτηριστικό μία αναλαμπή / 5” και φωτοβολία 10 ναυτικά μίλια.
▪ ΦΑΡΟΣ ΛΑΚKΑΣ: Ο δεύτερος Φάρος των Παξών… Πρωτοχτίστηκε το 1825, στη βόρεια ακτή του νησιού, με αρχική φωτοβολία 17 ν.μ. κι εστιακό ύψος 112 μ. (κατοπτρικός μηχανισμός σταθερών παραβολικών κατόπτρων, περιβαλλομένων από πελώριο θαλοστάσιο). Το 1887 το μηχάνημα αντικαταστάθηκε με κατοπτρικό ΣΤ’ τάξεως λευκού σταθερού φωτός (το παλαιό, δόθηκε στο Φάρο της Παναγιάς). Το 1913 (11/3), αίφνης, το έδαφος υποχώρησε κι ανοίχτηκε χαράδρα 20 μ. βάθος και 200 μ. πλάτος. Σώθηκε μόνο μια εικόνα του Αγ. Νικολάου! Έτσι, καθορίστηκε νέα, ασφαλής θέση (Κουέρο), όπου Φάρος (λιθόκτιστος, εξωτερικά τετράγωνος, 10,7 μ. ύψος), κτίριο (διάδρομος, τρεις αίθουσες, WC) και βοηθητικά, ανεγέρθησαν εκ νέου (1916) – λόγω του Α’ Παγκοσμίου, η τοποθέτηση του μηχανισμού – επαναλειτουργία, ολοκληρώθηκε μόλις το 1919 (όλο το συγκρότημα είναι περιφραγμένο με τοιχίο 2 μ.) «Σιώπησε» στον Β’ Παγκόσμιο, «επέστρεψε» (επιτηρούμενος) το 1951 και ηλεκτροδοτήθηκε το 1979.