14.9 C
Corfu
Πέμπτη, 1 Μαΐου, 2025

Sahara / Γεύμα με τις ύαινες…

Το Corfu Stories εξασφάλισε την αποκλειστική αφήγηση της συγκλονιστικής περιπέτειας του Κερκυραίου, Φρειδερίκου Μαραμπού, που το 1984 διέσχισε με τη μοτοσικλέτα του την έρημο Σαχάρα.

Επιμέλεια: Ηλίας Αλεξόπουλος

Μέρος 5ο / Δείτε το 1ο μέρος ΕΔΩ, το 2ο ΕΔΩ, το 3ο ΕΔΩ, το 4ο ΕΔΩ.

ΤΡΙΑΝΤΑ χλμ. έξω απ’ το Reggane, σταματώ σε μια ταβέρνα. «Τι έχεις, μπάρμπα;» Μου δίνει έναν κατάλογο, στ’ αραβικά. Όλα μου φαίνονταν ίδια. Οπότε είπα να διαλέξω στην τύχη, την… πιο μακριά φράση! Του δείχνω μία με πέντε λέξεις. «Όχι», μου γνέφει. Του δείχνω την αμέσως μικρότερη, τρεις λέξεις. «Όχι», πάλι. Μου γνέφει να τον ακολουθήσω…

ΜΠΑΙΝΟΥΜΕ σ’ ένα μικρό δωμάτιο, σαν τρύπα. Σκυφτοί. Ήταν το μαγειρείο. Πιθαμές πριν μπούμε, δεξιά, διέκρινα μια κουρτίνα. Όχι τελείως κλειστή. Ένας, τα… άφηνε σε τούρκικο WC!

ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ, μπήκαμε στο μαγειρείο: φασόλια γιαχνί. «Βάλε», του λέω. «Πόσα;» • «Όλη την κατσαρόλα!» Πράγματι, έρχεται μια πιατέλα, απ’ αυτές που χρησιμοποιούσαν για το παραδοσιακό τους φαγητό, το «κους – κους». Μου είχε πει πως μαζί, θα είχε και κρέας. Αντ’ αυτού, υπήρχε μέσα ένα κόκκαλο. Φαγωμένο και δαγκωμένο από… καμιά δεκαριά προηγούμενους! Κρέας πάνω, σπιθαμή!

ΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΙ, υπήρχαν τρεις σανίδες με τρύπες – από κάτω έβλεπες τα… μπούτια σου. Κι έπρεπε να στηρίξεις καλά την πιατέλα, στο κέντρο, και το ψωμί, για να μην μπατάρουν οι σανίδες δεξιά ή αριστερά! Α, είχα και… θεατές. Γύρω – γύρω Άραβες, να κοιτούν με προσοχή κάθε μου μπουκιά. Εκεί που έτρωγα, με ρωτάει ένας από πού ήρθα. «Ελλάδα.. Younanistan…» Πήραν το χάρτη κι άρχισαν να ψάχνουν προς το… Αφγανιστάν, για να βρουν πού είναι!

ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ, όταν η φασολάδα τελείωνε, βρήκα μέσα μια μεγάλη μύγα. Πολύ παχιά – ποιος ξέρει, ίσως είχε φουσκώσει απ’ το βράσιμο! Στην κατάσταση, ωστόσο, που βρισκόμουν, έκανα και χιούμορ: «Θα είναι μάλλον το… κρέας που έψαχνα!»

Η ΜΥΓΑ υπήρξε η αφορμή να ψάξω στο υπόλοιπο του πιάτου, μήπως υπήρχε και τίποτε άλλο. Στο τέλος, έβγαλα άλλες τέσσερις! Πιθανόν, δίχως να το καταλάβω, είχα φάει άλλες τόσες! Οι άλλοι που με έβλεπαν να τις βγάζω, απόρησαν. Στη λογική του «σιγά, τρώγονται κι αυτές!» – είναι εκατομμύρια οι μύγες στην περιοχή˙ στην Τυνησία, μάλιστα, είχα αγοράσει ένα τούλι που το πάταγα με το στρατιωτικό καπέλο μου, για να καταφέρνω να τρώω ανώδυνα! Δεν γινόταν αλλιώς…

ΕΤΟΙΜΟΣ, πια, ν’ αποχωρήσω, κοίταξα σ’ έναν καθρέφτη. Τι να δω; Έναν… άλλο άνθρωπο, το πρόσωπο, το σώμα μου είχε παραμορφωθεί. Σκασμένο όλο. Τα χείλη μου είχαν σκιστεί. Αντιλήφθηκα πως έφταιγε η αφυδάτωση – δεν έπινα νερό.

ΠΗΡΑ να πιω ένα ποτήρι. Γρήγορα το άφησα και πήρα μια κανάτα. Ένα λίτρο, δύο, τρία, πέντε… Αποφάσισα να μείνω εκεί το βράδυ, έξω απ’ την ταβέρνα. Δίπλα σ’ ένα μεγάλο βαρέλι που είχαν, κάπου 80 λίτρα νερό. Το πρωί, μέσα σε πέντε ώρες, είχε τελειώσει! Είχα πιει όσο νερό δεν ήπια σε όλη τη ζωή μου…

ΕΚΕΙΝΟ το βράδυ το θυμάμαι για κάτι ακόμα. Τρεις μετά τα μεσάνυχτα, το ουρλιαχτό μιας ύαινας. Κι άλλα. Με γρηγοράδα ντύθηκα και πετάχτηκα έξω απ’ το αντίσκηνο. Στα 50 μέτρα, πέντε – έξι ύαινες. Η πείνα τις είχε φέρει κοντά. Αλλά η έρημος με είχε κάνει αγρίμι. Μ’ ένα μαχαίρι στο ένα χέρι κι έναν φακό στο άλλο, αρχίζω να τις κυνηγώ ουρλιάζοντας – κι ας ήταν πιο ήρεμες από εμένα. Τελικά, σκορπίστηκαν τρομαγμένες. Κι επέστρεψα για ύπνο…

ΤΟ ΠΡΩΙ, 20 Σεπτεμβρίου, χαιρέτισα όσους ήταν στην ταβέρνα κι ετοιμάστηκα να φύγω. Ξαφνικά, έρχεται ένα μηχανάκι, αυτόματο, από το πουθενά. Το οδηγούσε ένας πιτσιρικάς. Με νοήματα προσπαθούσε να μου δείξει ότι είχε πρόβλημα.

ΡΙΧΝΩ μια ματιά. Δεν ήταν κάτι σπουδαίο, απλά, επειδή δεν είχαν ν’ αγοράσουν νέο μπουζί, δούλευε συνέχεια με το ίδιο και ρετάρισε ο κινητήρας. Το άνοιξα με τα κλειδιά που είχα, το έκαψα, το καθάρισα, έτοιμο το μηχανάκι, εργοστασίου! Ο μικρός, τρελάθηκε. Και, σώνει και καλά, να με κεράσει πορτοκαλάδα.  Η πορτοκαλάδα τότε έκανε, φερ’ ειπείν, 5 δρχ. O πιτσιρικάς είχε 4. «Βάλε τα υπόλοιπα», μου λέει! Είχε βάλει, όμως, όλο το χαρτζιλίκι του για να με κεράσει, επειδή του έφτιαξα τη μηχανή. Κι αυτό, μου αρκούσε…

ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ, του εξήγησα τι έπρεπε να κάνει αν αντιμετώπιζε ξανά το ίδιο πρόβλημα. Έφυγε πανευτυχής, κάνοντας ζιγκ – ζαγκ. Ώσπου τον έχασα, πίσω από κάτι βραχάκια, όπου ήταν, προφανώς, το σπίτι, η γειτονιά, οι φίλοι του…

Η ΚΟΥΡΑΣΗ με είχε εξαντλήσει, ξεκινώντας για το Moktar – κάπου 600 χλμ. Δύσκολη διαδρομή, σε κατεστραμμένο δρόμο. Για να… γλιτώσω, βγήκα αρκετές φορές έξω απ’ αυτόν.

Η ΣΑΧΑΡΑ άρχιζε, σιγά- σιγά, να ξυπνά. Η τέλεια έρημος, η μεγαλύτερη, η πιο άγρια… Νερό εδώ υπήρχε μόνο σε πηγάδια, το πρώτο 200 και το δεύτερο 350 χλμ. από το Reggane. Εκεί ξεδιψάνε και οι καμήλες, που, όπως έμαθα, μπορούν να πιουν 80 λίτρα καθεμιά!

ΛΙΓΟ πριν το Moktar, είδα το μοναδικό δέντρο της περιοχής, στο Tamez-Touft. Στην τοπική διάλεκτο σημαίνει «τόπος που δεν υπάρχει τίποτα!» To διαπίστωσα…

ΦΘΑΝΩ… Με ένα νέο πρόβλημα, στον έλεγχο για την έξοδό μου απ’ την Αλγερία…

ΣYNEXIZETAI

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ