Γίνονταν, κατά παράδοση, μια τέτοια μέρα, «Οχτώ του Τρυγητή», στο Γενέθλιο της Παναγιάς. Επ’ αφορμή, το Corfu Stories πιάνει το νήμα απ’ την αρχή: τα πανηγύρια των Κορφών…
Γράφει ο Ηλίας Αλεξόπουλος
Ολοκληρώνονταν, κατά παράδοση, μια τέτοια μέρα, στο Γενέθλιο της Παναγιάς. «Του τρύγου», που λέγαν’ οι παλιοί. «Οχτώ του Τρυγητή» (Σεπτέμβρη). Πανηγύρι με τα δικά του λιανοτράγουδα (και, φυσικά, άφθονο κρασί – μύριζ’ η Κέρκυρα σταφύλι), που τραγουδούσαν, άλλοτε, οι γυναίκες στα χωριά, καθώς εβγάναν’ «τσι δουλειές» στ’ αμπελοχώραφα και τις λιθιές.
Μάζεμα τσαμπί – τσαμπί, κουβάλα με τα τερτικά στο ζωντανό, πατητήρι στο σκαφόνι (μικροί, μεγάλοι, όλοι μέσα, με τα γυμνά ποδάρια τους και κάτι απ’ την αρχέγονη έξαψη του Διόνυσου…), ζύψιμο στο ζυφτήρι, μάζωμα του μούστου με την κολόκα, ρίξιμο στον μπότη, στο βοτσί – και μια στάλα, στην πάντα, απ’ τον «αζύμωτο», για να φτιάξουν, χώνοντας και μία δόση αλυσσίβα (στάχτη), μουσταλευριά και πετιμέζι. Κι έκαναν τον τρύγο τους, γιορτή. Σαν ’φχαριστώ στον Παντοκράτορα που εδέησε κι έδωσε καλή σοδιά…
Φέτος, τα πανηγύρια «του τρύγου» ακολουθούν την τύχη των υπόλοιπων: σιωπή, στενάχωρη – ο πανδαμάτωρ Covid. Ας πιάσουμε, τουλάχιστον, την αφορμή. Κι ας ξετυλίξουμε το νήμα. Τα παλαιά, παραδοσιακά πανηγύρια του νησιού. Πώς ήταν… Τι συνέβαινε… Πώς πέρναγαν… Και γιατί, στην τελική, πάντα –μα, πάντοτε-μας συγκινούσαν…
Πρώτη δημοσίευση, Corfu Stories (έντυπη έκδοση), τ. 19, Αύγουστος 2019.

ΝΑ ΕΙΝΑΙ η «αρχέγονη» ανάγκη για εναγκαλισμό με τη «γυμνή» αυθεντικότητα της φύσης; Η ορμέμφυτη άνεση προς ό,τι λιτό κι ανεπιτήδευτο – μια δρασκελιά απόδρασης από τους ανυπόφορους κανόνες της αστικής «κανονικότητας»; Εκείνη η μικρή, βαθυγάλαζη κλωστή, που υποσυνείδητα επιμένει -όση αχρωμία κι αν ζητεί η διεθνοποίηση- να ενώνει τον Έλληνα με την παράδοση, τη ρίζα;
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΤΗΤΑ τους – μια «τελετουργία της κοινότητας» χωρίς αποκλεισμούς˙ γέροι, νέοι και παιδιά, μωρά, άνδρες και γυναίκες, μεροκάματο και πλούτος, χώρος για όλους; O νόστος κάποιου déjà vu «με όσους μεγαλώσαμε, εκεί που μεγαλώσαμε»; Το συλλογικό feeling «της χαράς που μοιράζεται»; Το παρεϊστικο, η «αθωότητα», η ανεκτικότητα σε τσαλακώματα και αυθορμητισμούς; Η παροιμιώδης ευκολία τους– φθάνει μια πλατεία, δύο όργανα, ένα μακό, μία μπίρα και διάθεση καλή;
ΟΠΩΣ και να ‘χει, τα πανηγύρια της καλοκαιριάς –έστω, με τη σημερινή, «πειραγμένη» εκδοχή τους- επιμένουν να ανθίστανται. Να συγκινούν. Παντού, σε όλη την Ελλάδα. Κι εδώ…
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ, λέν’, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ως ανάγκη για ένα συλλογικό εθιμικό, που θα «βαστούσε» τα όσια και τα ιερά στα χρόνια των «βαρβάρων», για λίγο κέφι, λίγη ανάταση σε χρόνους αβδηρίτες, για λίγη «νόμιμη» κοινωνικοποίηση στα χρόνια των αυστηρών κωδίκων ηθικής.
ΑΦΟΡΜΗ, η γιορτή κάποιου Αγίου. Προστάτη. Τόπου ή συντεχνίας. Κάποιας εκκλησιάς, ξωκλήσι, στήνοντας το «χοροστάσι» δίπλα του, στο πλάτεμα, κάτω απ’ τον βαθύ ίσκιο του πλάτανου και την πέτρινη βρύση του χωριού. Στην Κέρκυρα, οι συνθήκες δεν ήταν ακριβώς οι ίδιες. Οθωμανοί δεν πάτησαν. Υπήρχε, όμως, κι εδώ η (ανελεύθερη) εθνικο-θρησκευτική συνείδηση και, ειδικά στην ύπαιθρο, ανάλογα ήθη, περιορισμοί, διαχωρισμοί, κοινωνικές ανάγκες…

ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ των Κορφών άρχιζαν άνοιξη, της Ζωοδόχου. Απ’ «της Λαμπρής», πενθήμερο. Πιο φωτεινές πλέον οι μέρες, ενώ μετά τη νηστεία της Σαρακοστής, ο κόσμος ζητούσε να ξεσκάσει. Κι έφθαναν ως τον Σεπτέμβρη, 8, γενέθλια της Θεοτόκου. «Του τρύγου»….
ΚΑΘΕ γιορτάδα κι εκκλησιά (και πριν, συχνά, λιτάνευση «τση εικόνας», με τα φλάμπουρα). Κάθε εκκλησιά και γλέντι. Του Σταυρού, τ’ Αγίου Πνεύματος, της Αγιαμαρίνας, τ’ Αηλιά «του Γκρινιάρη» – επειδή, λέει, παλαιότερα, γίνονταν φασαρίες…
Γλύκισμα – θεσμός των θερινών πανηγυριών, πέρα απ’ τα άλλα εδέσματα που μαρτυρούνται (κουλούρια, σύκα, παυλόσυκα, παστέλια, καρπούζια, μπισκότα…), είναι και οι «κουτσούλοι πιπεράτοι» (ζύμες, κατά τα βενετσιάνικα «pecarini», από ζάχαρη, νερό, καλαμποκάλευτο, μέλι και πιπέρι). Όχι εκ του… προφανούς! Εκ του ιταλικού «cucelli» (μτφρ. ραβδάκια, μακρόστενα κομμάτια ξύλου / παραφθ. «κουτσούλι»). Οι, διαχρονικά, πιο θρυλικοί; «Του Λάσκαρι»…
Η «ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ» είχε τρόπο: επτά μέρες νωρίτερα, κρεμούσαν στο καμπαναριό ή ψηλά, σε δέντρο, ένα κόκκινο πανί, για να το δουν από τα κοντινά χωριά. Αλλιώς, το μολογούσαν σε κάποιον πραματσούλη που γύρναγε την περιοχή. Για να το πει. Μετά, έπιαναν την εκκλησιά. Καθάριζαν, άσπριζαν μ’ ασβέστη (και οι νοικοκυράδες τις αυλές), γιόμιζαν τις εικόνες με δάφνες και μυρτιές. Ακολουθούσε η αγρυπνία και ανήμερα, έφθαναν, ορδές, με τα ποδάρια και τα καλά κεφαλομάντηλα από τα γύρω τα χωριά (βαστώντας «μπόγο» με ψωμί και με κρασί), προσκυνούσαν, έκαναν το τάμα, έπαιρναν το «αρτόπουλο» κι έφευγαν. Για το μετά, νωρίς τ’ απόγιομα, μετά απ’ το «μπουζουλότο»…
ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ, τα κορφιάτικα πανηγύρια ανέπτυξαν σταδιακά τα δικά τους χαρακτηριστικά. Όχι μόνο σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Αλλά κι ανάλογα με τις τοπικές συντεταγμένες (Βορράς, Νότος, Μέση). Η παράδοση τα θέλει διήμερα. Ανάβοντας φωτιές, το βράδυ, από γιομάρια και κλαδιά, για να φέγγουν.
ΣΤΗΝΟΝΤΑΝ, πρώτα, στο κέντρο του χωριού, στις αυλές των εκκλησιών (όπου, όχι σπάνια, μαγαζάτορες πρόσφεραν ούζο, μαστίχα ή κονιάκ και ψαράδες και πραματευτές ζητούσαν τ’ όβολο για τη δική τους την πραμάτεια, «τσ’ αγιούς και τ’ αγιόπουλα»), είτε –η πιο original μορφή- στα χωράφια, κάτω απ’ «τσι ελιές», με τον ευλογημένο τους καρπό. Τις έβλεπαν, τις τραγουδούσαν. Να πάει το μάζεμα καλά…

ΤΟ ΡΥΘΜΟ τον έδινε ο ορχήστρα. Πλανόδιοι μουσικοί, από τα γύρω χωριά, με το μικρό τους φέσι, τη βράκα, το ζωνάρι και τα αφούντωτα τσαρούχια. Κορφιάτικα δημοτικά, με κιθάρα και βιολί, αλλά και τα περίφημα «ταμπουρλονιάκαρα» (ταμπούρλο και νιάκαρα / πίπιζα). Και χορός. Πολύς χορός, κορφιάτικος, ανάλογα την περιοχή. Φουρλάνα, Άη Γιώργης, Γαστουριώτικος (ή «του Κάιζερ»), στο τέμπο από τη «Ρούγα».
ΤΑ ΣΦΑΧΤΑ (αρνιά, χορδές), ψημένα και ριγμένα πάνω σε μπάγκους ξύλινους, καθιερώθηκαν από νωρίς. Κι όφειλες να πάρεις, μισή έστω μπουκιά. «Για το καλό…» Όπως σημειώνει ο φιλόλογος, Σπ. Παχύς, τότε «ο κόσμος έτρωγε πολύ λίγο κρέας, οπότε το αρνί σηματοδοτούσε τη μεγάλη γιορτή και το πανηγύρι του λαού που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα». Μαζί με το κρασί (τα… σουβλάκια και η μπίρα συγκαταλέγονται στις σύγχρονες προσαρμογές).
Αύγουστο, στο Σκριπερό. Το πανηγύρι «των καρλάκων». Βατράχια, πα’ να πει. Τ’ ακούς; Κοάσματα, δεκάδες. Οι ντόπιοι τους κάναν’ έμβλημά τους. Τους τραγούδησαν. Και… τους μαγείρεψαν! Ιταλικό, λένε, κατάλοιπο. Της Κατοχής. Τότε που μαζεύαν’ οι «φρατέλοι» τα βατράχια απ’ τις λίμνες Φέλεκα, Γαϊδαράνα και Κουνούπενα, για να μαγειρέψουν τα πόδια τους (μπιάνκο, στην κατσαρόλα ή τηγανητά). Οι Ιταλοί έφυγαν. Η παράδοση έμεινε. Και τα βατραχοπόδαρα καθιερώθηκαν ως εκλεκτός μεζές της περιοχής.
ΕΙΧΑΝ και τούτο το χαρακτήρα τα παλιά τα πανηγύρια: του «νυφοπάζαρου». Καταλάβαινες τις λεύτερες-συνοδεία πάντα των γονιών τους- απ’ το λευκό κεφαλομάντηλο. Τις έβλεπαν οι νιοί και ήξεραν. Και στο επόμενο, φρεσκοπαντρεμένες πια, έδιναν «παρών» φορώντας όλη τους την προίκα. Χρυσάφια και ασήμια, το καλό τους πεσελί, τα φιόρια στο κεφάλι. Για να τις δει ο κόσμος. Για καμάρωμα…
ΣΥΜΦΩΝΑ με ανώνυμη πηγή, επί Ενετοκρατίας, το μεγαλύτερο πανηγύρι στην πόλη ήταν του Άη Θανάση (η εκκλησιά, δε σώζεται, βρισκόταν πάνω απ’ το Γυμναστήριο). Και στη Γαρίτσα, της Αγίας Τριάδας. Από εκείνη την περίοδο (τέλη 18ου αι.) σώζεται και μια απ’ τις πιο παλιές καταγραφές. Του Γάλλου περιηγητή, Andre Gasset Saint – Saevur, που, κατά τον Τσουμάνη, εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα το 1781 (-1797) «ως γραμματικός του πατέρα του, πρόξενου της Γαλλίας στα Επτάνησα».
ΜΕΣΑ στ’ άλλα ενδιαφέρονται, περιγράφει και πτυχές των κερκυραϊκών πανηγυριών. Τα συχνά επεισόδια «των αρματωμένων Ελλήνων», την ύπαρξη στρατιωτικών τμημάτων για τήρηση της τάξης, την ανέγερση πρόχειρων, κλειστών παραγκών (παβιόνια) με σανίδες και πανί, «στολισμένων εξωτερικά με πράσινο και μέσα με κιλίμια και ζωγραφιές κάθε λογής». Μιλάει για «νταούλια και για πίπιζες», καθώς και για παιχνίδια που παίζονταν στο περιθώριο. Όπως το «πέντε με μία» (με βόλους και τραπουλόχαρτα) ή «το δέντρο της αφθονίας» (τρόφιμα στην κορυφή κυπαρισσιού αλειμμένου με λίπος).
ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ συνεχίστηκαν επί Αγγλοκρατίας. «Οι εθνικοί χοροί, ενωμένοι με το τραγούδι και τη μουσική, η κάλυψη όλου του λόγου απ’ ένα πλήθος ενθουσιασμένο απ’ την πιο ανόθευτη χαρά και τα αγροτικά φαγοπότια, προσέφεραν στο μάτι ένα πλάνο θέαμα», περιέγραφε η «Eφημερίς των Ηνωμένων Ιονίων Νήσων» (1836), για το πανηγύρι της Ανάληψης. Σημειώνοντας κι αυτό: την παρουσία του Αρμοστή, F. Adam, μετά της λαίδης του, προσφέροντας, μάλιστα, πλουσιότατο γεύμα για όλο τον καλό τον κόσμο. Πολλές κυρίες, μάλιστα, φορώντας «ποικίλες ενδυμασίες του τόπου». Όπως η λαίδη Ponsonby και η λαίδη Fitzc – Larence, «με χαριτωμένες στολές χωρικών του Ποταμού».
ΕΚΤΟΤΕ, καθιερώθηκε. Και οι «αρχοντάδες», όχι απλά τιμούσαν με την παρουσία τους τα πανηγύρια (βλ. αρχές 20ού αι., τον Κάιζερ, Γουλιέλμο, στο πανηγύρι της Οδηγήτριας, στο Γαστούρι), αλλά υιοθετούσαν, κυρίως οι γυναίκες, όπως σε κάθε τοπική γιορτή, την παραδοσιακή ενδυμασία. Απ’ τα πιο νωπά, στη μνήμη, στιγμιότυπα, της Φρειδερίκης. Της Σοφίας, της Άννας Μαρίας…
ΩΣΠΟΥ ‘φθανε Δεκαπενταύγουστος. Κορύφωση, παραμονή κι ανήμερα. Αρχίζοντας δειλά απ’ «της Μεταμορφώσεως» (6). Παντού. Χωριά και γειτονιές. Ως τα Διαπόντια, Οθωνοί. Αγ. Τριάδα, Άμμος. Όχι 15. Στις 16, ακόμη και στις 17 τ’ Αυγούστου. Έμεινε από παλιά. Επειδή τότε ήταν πια διαθέσιμες, οι ορχήστρες απ’ την Κέρκυρα. Και το βαστούσαν το γιορτάσι. Όσο πάει. Να το χαρούν οι «Αμερικανοί», οι ξενιτεμένοι Οθωνιώτες. Που, της Παναγιάς, επέστρεφαν. Στην πατρογονική τους γη. Τότε… Τις μέρες του πιο μεγάλου καύσωνα. Της θέρμης. Και της μεγαλύτερης γιορτής…