Το Corfu Stories εξασφάλισε την αποκλειστική αφήγηση της συγκλονιστικής περιπέτειας του Κερκυραίου, Φρειδερίκου Μαραμπού, που το 1984 διέσχισε με τη μοτοσικλέτα του την έρημο Σαχάρα.
Επιμέλεια: Ηλίας Αλεξόπουλος
Μέρος 7ο / Δείτε το 1ο μέρος ΕΔΩ, το 2ο ΕΔΩ, το 3ο ΕΔΩ, το 4ο ΕΔΩ, το 5ο ΕΔΩ, το 6ο ΕΔΩ.
ΗΤΑΝ μια περίοδος, που το Μαρόκο ήθελε να κατακτήσει το έδαφος της ισπανικής Σαχάρας. Το ίδιο, όμως, είχαν στο μυαλό τους και οι Μαυριτανοί – όποιος προλάβει, το κομμάτι άρπαξε! Τι συνέβη, λοιπόν;
ΜΕΤΑ το στρατόπεδο, πριν αναχωρήσω για τη Οujda για να βγάλω την άδεια, υπήρχε ένα αστυνομικό τμήμα. Εκεί θα μου έδιναν κάποια χαρτιά να συμπληρώσω, για να μπορέσει να κινηθώ ελεύθερος. Eγώ είχα μαζί μου έναν χάρτη της Michelin, που έδειχνε πως στο Μαρόκο ανήκε κι ένα μεγάλο τμήμα της… επίμαχης ισπανικής Σαχάρας.
ΕΠΕΙΔΗ έπεσα σε εθνικιστή Μαροκινό αξιωματικό, τρελάθηκε απ’ τη χαρά του. «Υπάρχει», μου λέει, «στην Ελλάδα χάρτης, που μας αναγνωρίζει τα εδάφη;» Κι εκεί που περνούσε ένα δόλιος, ξυπόλυτος, μ’ ένα μεγάλο πανέρι με χουρμάδες, τον φωνάζει, του παίρνει όλους τους χουρμάδες και μου λέει «τρώε!»
ΤΟΝ λυπήθηκα τον καημένο τον πλανόδιο, γιατί του πήρε τους χουρμάδες έτσι, τζάμπα. Κι έκανα μια κίνηση να του δώσω κάτι. «Όχι», μου λέει ο αξιωματικός, «κερνάω εγώ»˙ μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα, κατάλαβες! Tελικά, έφαγε αυτός το… μισό ταψί – εγώ, έφαγα τρεις, τέσσερις, γιατί το στομάχι μου είχε κλείσει. Τραβάει και δύο… ρεψιμιούς, πίνει και νερό, ο άλλος ο φουκαράς –τι να έκανε;- τον προσκύναγε, «αφέντη μου» και «αφέντη μου», τελειώσαμε.

ΕΦΘΑΣΕ η ώρα να πάω στο ΚΤΕΛ για τη Οujda. Εκεί να δεις! Κάθισα στη θέση μου, αλλά η απόσταση ήταν 500 χλμ. και στα λεωφορεία αυτά τα σανιδο-καθίσματα ήταν πολύ σκληρά. Κουνούσε κιόλας…
ΤΗ ΜΙΑ, λοιπόν, ο ένας κουνιόταν γιατί μούδιαζε ή σήκωνε το πόδι του ψηλά. Ο άλλος κούναγε τα χέρια του, κοιμόταν και σήκωνε τα γόνατα στ’ αφτιά σου… Είχα υποστεί όλη τη βρώμα. Ξυπολησιά, απλυσιά, αέρια σαν… μπαρουταποθήκη!
ΤΕΛΙΚΑ, έφθασα στη Οujda στις 8 το απόγευμα. Και τα γραφεία είχαν κλείσει. Οπότε, έπρεπε να περιμένω ως το επόμενο πρωί. Πήγα σ’ ένα ξενοδοχείο να κοιμηθώ. «Δεν έχουμε δωμάτιο». Παραμύθι – είχαν, αλλά ήθελαν να τους δώσω περισσότερα. Εκβιασμούς, όμως, δε σήκωσα ποτέ στη ζωή μου. «Αφού θες περισσότερα, πλήρωσέ τα εσύ! Εγώ πάω να κοιμηθώ στο δρόμο!»
ΕΚΕΙ, στο δρόμο, είδα ό,τι κακοποιό στοιχείο ετοιμαζόταν να έρθει στη δυτική Ευρώπη! Κάθε δεύτερο μέτρο, σε ζυγώνανε να σου πουλήσουν ό,τι ναρκωτικό ήθελες, ό,τι όπλο ήθελες, ό,τι ζητούσες. Γυναίκες; Γυναίκες! Δεν κοιμήθηκα. Πάνω που πήγαινα ν’ αράξω στο παγκάκι, έρχονταν, τρεις – τρεις. Είχα μεν την κούραση, αλλά έπρεπε να είμαι σε συναγερμό, να περπατάω – όσο περπατούσες, δεν έρχονταν.
ΑΡΧΙΣΕ κάποια στιγμή να ξημερώνει. Μπαίνω σ’ ένα γαλατάδικο, να πιω λίγο ζεστό γάλα, να συνέλθω. Πλησιάζει μία, που… δεν έφτυνες επάνω της, μαζί με δύο τύπους, να στήσουνε πλεκτάνη, ότι δήθεν εγώ την κοίταξα! Τους παίρνει, όμως, χαμπάρι ο ζαχαροπλάστης –φαίνεται, το είχαν ξανακάνει- και βγαίνει με μια σκούπα από καλάμια, κάνει σαματά κι εξαφανίστηκαν.

ΦΕΥΓΩ… Τακτοποιώ το θέμα με τα χαρτιά και ξανά το ΚΤΕΛ, για πίσω, στο Foguig. Έφθασα το βράδυ. Κοιμήθηκα δίπλα στη μηχανή, που με περίμενε, στο χώμα. Και το επόμενο πρωί, χαιρέτισα τον αξιωματικό και φεύγω για Μαρόκο.
Η ΣΑΧΑΡΑ δεν είχε τελειώσει – είχε, εκεί, το χρώμα του βερύκοκου, όχι το κλασικό μπεζ της ερήμου. Καθώς το Μαρόκο ξετυλίγεται στα πόδια μου, σκέφτομαι τι έπρεπε να κάνω. Κατέληξα στο να κατέβω από τους Πολυσάριους, απ’ τη μεριά, δηλαδή, του Ατλαντικού και παραλία. Ενώ εγώ ήμουν πίσω απ’ τον Άτλαντα, το βουνό που χωρίζει το Μαρόκο στα δύο: σ’ αυτό προς Ατλαντικό κι αυτό προς Σαχάρα.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, τώρα, ήταν ο άνεμος: σιμούν, τον έλεγαν. Πολύ έντονος, ό,τι χειρότερο, γιατί μαζί του είχε και νερό (βρεγμένη άμμος). Και όπου πέσει…
ΕΥΤΥΧΩΣ, τη μηχανή την είχα «καλύψει» ήδη απ’ την Αθήνα. Στη βάση του καθρέπτη είχα βάλει μια δεξαμενή νερού, από αυτοκίνητο – το δοχείο με νερό για να πλένεις τα τζάμια του αμαξιού. Το ‘χα δέσει, λοιπόν, στον καθρέπτη, μ’ έναν τρόπο που μ’ ευνοούσε μηχανικά. Είχε ένα ραγκόρ, βενζίνας, σωληνάκι κι έσταζε όταν το άνοιγα πάνω στην αλυσίδα, στον άξονα. Στα δόντια του γραναζιού. Αν το άφηνες κάπου μία ώρα κι έκανες διπλογκαζιά, η αλυσίδα τιναζόταν και μαζί με το λάδι, έφευγαν και οι κόκκοι της άμμου (το λάδι το ανανέωνα από μούργα).

ΞΕΚΙΝΑΩ… Από μια μεγάλη κοιλάδα, να ανέβω τον Άτλαντα, το βουνό. Από τη μεριά της Σαχάρας, το Μαρόκο είναι σχεδόν ίδιο με την Αλγερία. Ίδια και η νοοτροπία των ανθρώπων. Η ρόδα σου έπρεπε να «δείχνει» σταθερά προς τον προορισμό σου. Αν άλλαζες τη φορά (σε μια στάση, π.χ., για να κοιμηθείς), η άμμος είχε μετακινηθεί. Το τοπίο ήταν άλλο – κι εσύ, χαμένος (ειδικά, αν δεν έχεις χάρτη και πυξίδα)…
ΑΡΧΙΖΩ να ανεβαίνω στον Άτλαντα, με προορισμό το Marrakesh – η «Κόκκινη Πόλη», στο ΝΔ Μαρόκο. Το Μαρόκο έχει πολύ περισσότερα πράγματα να δεις απ’ την Αλγερία, η οποία σου δίνει μόνο την έρημο. Έχει βλάστηση, οάσεις, χρώματα, τα ορυκτά του Άτλαντα (όπως ηφαιστειογενείς πέτρες, που οι πιτσιρικάδες τις πουλάνε στους δρόμους)…
ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ στο βουνό των 4.000 μ. υψόμετρο, διαπίστωσα ότι, σε κάθε στροφή, φορτώνεις κι ένα μπουφάν. Κρύο. Πολύ. Παγώνεις. Κι εσύ και η μηχανή, που αρχίζει να ρετάρει. Δεν μου το ‘χε πει κανείς αυτό και βρέθηκα εξ απροόπτου. Κάποια στιγμή, φαντάσου, βλέπω ένα «Santana» (ένας τύπος «Land Rover», ισπανικός), καθώς έπαιρνε γρήγορα μια στροφή, να πέφτει χιόνι απ’ την οροφή – κατεβαίνοντας από πιο ψηλά, είχαν φτιάξει κάποιον χιονάνθρωπο. Τότε κατάλαβα σε πόσο ψηλά κορυφή ανέβαινα.
ΣΕ ΛΙΓΟΤΕΡΟ από 1,5 ώρα, ενώ είχε 60 βαθμούς θερμοκρασία στον ήλιο, βρέθηκα σχεδόν στο μηδέν. Απότομα! Έφθασα στην κορυφή. Δεν μπορώ καν να μεταφέρω τι έβλεπαν τα μάτια μου. Άλλος κόσμος, θέα, κτήρια, δομή… Απ’ τη μία, ένα κομμάτι θάλασσας, που ‘ταν ο Ατλαντικός και απ’ την άλλη, ένα κομμάτι γης, που ‘ήταν η Σαχάρα. «Αφού πέρασα όσα πέρασα», σκέφτηκα, «και είμαι γερός, θα κάνω και το τάμα!» Ποιο ήταν το τάμα;
ΠΡΙΝ εγκαταλείψω οριστικά τη Σαχάρα και βλέποντας ότι δεν είχα πια την επικινδυνότητα να πέσω (η άμμος, απ’ τις διακυμάνσεις της υγρασίας, ήταν πια σφιχτή), να βγάλω τα ρούχα μου (έμεινα μόνο με τις αρβύλες) και να βάλω στο walkman τη μουσική των «Pink Floyd» (ήθελα να το κάνω στο Tenerre, αλλά εκεί, κινδύνευε η ζωή μου). Γκάζι και… αριστούργημα! Σ’ αυτό το απίθανο πορτοκαλί τοπίο, κατεβαίνοντας πια προς το Marrakesh – και «άγιε μου, Σπυρίδωνα, σ’ ευχαριστώ, που είμαι καλά…»
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ