14.9 C
Corfu
Πέμπτη, 1 Μαΐου, 2025

Oι ληστές του Larache

Το Corfu Stories εξασφάλισε την αποκλειστική αφήγηση της συγκλονιστικής περιπέτειας του Κερκυραίου, Φρειδερίκου Μαραμπού, που το 1984 διέσχισε με τη μοτοσικλέτα του την έρημο Σαχάρα.

Επιμέλεια: Ηλίας Αλεξόπουλος

Μέρος 9ο / Δείτε το 1ο μέρος ΕΔΩ, το 2ο ΕΔΩ, το 3ο ΕΔΩ, το 4ο ΕΔΩ, το 5ο ΕΔΩ, το 6ο ΕΔΩ, το 7ο ΕΔΩ, το 8ο ΕΔΩ.

ΦΘΑΝΟΝΤΑΣ στο Agadir, στα παράλια του Ατλαντικού, διαπίστωσα πως είχε κάτι ελληνικό. Όπως έμαθα, η πόλη είχε πάθει στο παρελθόν μεγάλη ζημιά από σεισμούς. Ισοπεδώθηκε. Και το σχεδιασμό της νέας ανέλαβε ο αρχιτέκτονας, Δοξιάδης – μια ρυμοτόμηση τελείως διαφορετική απ’ το υπόλοιπο Μαρόκο, το έβλεπες καθαρά.

ΩΡΑΙΑ ήταν. Μια πόλη γεμάτη μεγάλες παραλίες (200, 300, 800 μ.), λείες, γιατί τις «έγλυφε» ο Ατλαντικός. Υπήρχε κι ένα υψηλό σημείο, που φύτευαν οπωροκηπευτικά, το οποίο κατέβαινε κάθετα – όπως, μου θύμιζε, το Σιδάρι- κι από εκεί έβλεπες όλη αυτή την υπέροχη, αμμώδη θέα. 

ΚΑΘΙΣΑ τρεις – τέσσερις μέρες στο Agadir, τέλη Σεπτέμβρη του ‘84. Aπό εκεί, μέσω της Essaouira και την El Jadida – ένα επίσης παραλιακό ψαροχώρι, απ’ όπου είχε περάσει και ο Marco Polo- συνέχισα προς το Rabat. Ενδιάμεσα, υπήρχε η Casablanca, πέρασα, όμως, μόνο απ’ έξω, γιατί είχα ακούσει ότι υπήρχαν μεγάλοι κίνδυνοι. Άσε που μετά από αυτή την ησυχία, τη γαλήνη της ερήμου, δεν μου άρεσε να εμπλακώ σ’ ένα αστικό, πολύκοσμο τοπίο.

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ όλης αυτής της διαδρομής, κατεβαίνοντας από το όρος Atlas, έζησα και μια πολύ δύσκολη κατάσταση, όταν η μηχανή μου έπιασε φωτιά. Για να βάλω μπροστά, απ’ τη μεριά της μανιβέλας (δεν είχα μίζα), βάραγα 5-6 κλωτσιές σ’ έναν σάκο που είχα, ώστε η μανιβέλα να κατέβει εύκολα. Κλωτσιά στην κλωτσιά, όμως, αυτός έφθασε στην εξάτμιση. Ακούμπαγε. Όπως έτρεχα, ο αέρας το «έτρεφε», και άρχισε να καίγεται προοδευτικά. Ο σάκος, το φτερό, τα φλας. Λίγη τροφή που είχα μαζί μου, μέχρι κι ένα τσεκούρι που είχα – έμεινε μόνο το σίδερο!

ΚΑΘΩΣ οδηγούσα, δεν το καταλάβαινα. Ώσπου ένιωσα ένα δυνατό κάψιμο στο δεξί πόδι, κάτω από το μπούτι. Γύρισα και, μόλις σταμάτησα, η φωτιά φούντωσε – και είδα το χάος! Τότε σκέφτηκα και το λόγο που, περνώντας από ένα χωριό, είδα ανθρώπους να με κοιτάνε και να… τραβάνε τα μαλλιά τους και να κουνάνε αλλόφρονες τα χέρια τους! Αλλά πού να καταλάβω τότε…

ΤΕΛΙΚΑ, ρίχνοντας άμμο, κατάφερα να τη σβήσω και να σώσω κάποια πράγματα. Γυρίζοντας πίσω και μαζεύοντας ό,τι μαζευόταν και, λόγω της φωτιάς, είχαν πέσει στην πορεία. Ευτυχώς, σ’ αυτά ήταν το διαβατήριό μου και κάποια χαρτιά…

ΦΘΑΝΩ Rabat. Για να πάω στην πρεσβεία μας και να δηλώσω την παρουσία μου – σχεδόν, μετά από τόσο καιρό, είχαν χαθεί τα ίχνη μου. Μεγαλούπολη, όμως. Μποτιλιάρισμα. Μπερδεύτηκα και κάπου χάθηκα. Βρήκα άλλες πρεσβείες. Τη δική μας, όχι. «Πάω να φύγω», σκέφτηκα, «και θα πούμε απ’ την Ισπανία». Όμως, δεν πρόλαβα να βγω απ’ το Μαρόκο αυτή τη νύχτα. Κι αναγκάστηκα να μείνω σ’ ένα χωριό, πριν την Ταγκέρη (Tanger), το Larache.

ΚΑΤΑ τις 9, αποφασίζω να στήσω ένα αντίσκηνο κάτω απ’ το δέντρα, να περάσω το βράδυ. Και το πρωί, να κινήσω προς τη Ceuta, απέναντι απ’ το Γιβραλτάρ, για να περάσω, πια, Ευρώπη. Ήταν γύρω στις 2 το βράδυ, όταν, ξαφνικά, μου «την έπεσαν» τύποι, με βαριά ξύλινα ρόπαλα, από πεύκο, με κόμπους. Έριξαν το αντίσκηνο πάνω μου, σχεδόν με τύλιξαν μ’ αυτό. Ένας έπεσε πάνω μου, οι άλλοι άρχισαν να με χτυπούν. Πολύ. Ειδικά στο χέρι, τόσο, που δεν μπορούσα να πιάσω ούτε το πιρούνι μου!

ΕΙΧΑ, βέβαια, το μαχαίρι μου μαζί. Και μέσα απ’ το αντίσκηνο, θα μπορούσα να χτυπήσω τον έναν. Πόσοι ήταν, όμως; Δεν ήξερα. Θα τους εξαγρίωνα. Και μετά… Μετά, μέσα σ’ όλη αυτή την κατάσταση, σκέφτηκα μήπως ήταν αστυνομικοί. Δεν ήταν…

ΚΡΑΤΗΣΕ κάπου ένα τέταρτο όλο αυτό. Και στο τέλος, μου πήραν πολλά πράγματα. Τη φωτογραφική μου μηχανή (είχα τόσο υλικό, οκτώ φιλμ… ευτυχώς, κάποια, όπως άνοιξαν την τσάντα, τους έπεσαν και σώθηκαν), το μαγνητόφωνο, το κράνος, γυαλιά, εργαλεία, ακόμη και τα ξυριστικά μου. Ευτυχώς, αν και με έδερναν ζητώντας μου λεφτά, δεν βρήκαν – τους φώναζα ότι τελείωσα το ταξίδι μου και είμαι άφραγκος. Στην πραγματικότητα, ό,τι υπόλοιπο, το είχα κρυμμένο σ’ έναν σωλήνα της μοτοσικλέτας, που έκλεινε με τάπα. Πού να τους πάει το μυαλό…

ΟΤΑΝ ξημέρωσε, έτσι όπως ήμουν, αποφάσισα να επιστρέψω στο Rabat και να πάω, τελικά, στην πρεσβεία (σκεπτόμενος πως, αν την είχα βρει την προηγούμενη ημέρα, δεν θα είχε συμβεί τίποτε απ’ όλα αυτά). Να δω και το χέρι μου, να μου επικυρώσουν και τα ψιλοκαμμένα, απ’ τη φωτιά, έγγραφα.

Η ΠΡΕΣΒΕΙΑ βρίσκεται σε μια περιοχή, σαν το… Κολωνάκι – κι απέναντι, η πορτογαλική. Οι άνθρωποι με βοήθησαν με τον καλύτερο τρόπο. Με πήγαν αμέσως σε γιατρό, μου έφτιαξαν όλα τα χαρτιά, μου έδωσαν και 500 δολ. για να αγοράσω κάποια πράγματα, που ήταν απαραίτητα για την επιστροφή μου.

ΕΠΕΣΤΡΕΨΑ στη Ceuta, αγόρασα ό,τι χρειαζόμουν (και μια νέα φωτογραφική) και πέρασα απέναντι, στην Ισπανία, μέσω Γιβραλτάρ. Έχοντας μαζί μου και μια σύσταση απ’ την πρεσβεία, που, επί της ουσίας, έγραφε «αυτόν τον μοτοσικλετιστή μην τον δυσκολέψετε στους ελέγχους, έχει περάσει αυτό κι αυτό, για ό,τι χρειαστείτε… Αmbassade de Grece Ημερομηνία, 2 Οκτωβρίου 1984.

Η ΣΥΣΤΑΣΗ ήταν γραμμένη στα γαλλικά – εγώ δεν ήξερα γαλλικά. Αλλά όπου θα έδειχνα στη συνέχεια –στην Ισπανία, στην Ιταλία, παντού- μόνο που… δεν με έβαζαν στο σπίτι τους!

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ