13.9 C
Corfu
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

Ναυμαχία Lepanto / Απ’ την Αγ. Ιουστίνη στο Καπνεργοστάσιο, μέσω… Brondel!

Το ταξίδι στο χρόνο του «Κόκκινου Σπιτιού» της Γαρίτσας. Η Μονή της Αγ. Ιουστίνης επ’ αφορμή του 1571, το Ναυτικό Νοσοκομείο, η βιβλιοθήκη, ο βοτανικός κήπος, η Οικία Brondel και το Δημόσιο Καπνεργοστάσιο του Τρικούπη.

Γράφει ο Ηλίας Αλεξόπουλος

ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΣ το δρόμο απ’ τη Σπιανάδα κατά την παραλιακή, στο τέρμα Μαρασλή (ή, κατά Βροκίνη, «προς το μέσον της τερπνoτάτης παραλίας οδού Γαρίτζης και ακριβώς μεταξύ των εν τη αρκτώα εισόδω του προαστείου τούτου κειμένων αρκτικών οικιών»), δίπλα στις ανάκατες μυρουδιές απ’ το ιώδιο και το πράσινο των ευκαλύπτων, θα δεις ένα μεγάλο, κόκκινο αρχοντικό. Μη βιαστείς να προσπεράσεις…

ΩΣ ΤΟΝ Πόλεμο, πολλοί το ξέραν’ ως «το σπίτι του Brondel». Απ’ τ’ όνομα κάποιου Βρετανού ευγενή, που τον καιρό της «Προστασίας» έχτισε το νεοκλασικό σε γεωργιανό, αποικιακό ρυθμό. Καταμεσίς ενός, τότε, μισο-εξωτικού κηπάριου, με σπάνια δέντρα και φυτά. Όπως «τ’ αυστραλέζικα» (Οsage Orange ή, επιστημονική ονομασία, Μaclura pomifera), κατά τον Felicity Baxter απ’ τα ελάχιστα σε όλη την Ευρώπη, ξεπερασιά σε μπόι τα δέκα μέτρα, με κάτι μεγάλους, σφαιρικούς, κιτρινο-πράσινους καρπούς, που «δεν ήταν να τα φας» – κι όταν ‘κεί, κοντά, «στο μπόργο των Καστράδων», υπήρχε το Γυμνάσιο, έπαιζαν μ’ αυτά τα σχολιαρόπαιδα.

ΚΑΠΟΙΑ, λίγα από δαύτα σώζονται, σπαράγματα, ακόμη στο (μετά την αστική διαμόρφωση του χώρου), απέναντι πάρκο, της Γαρίτσας. Όπως σώζονται και οι μνήμες. Της μετά-Brondel χρήσης της οικίας. To παλιό, Δημόσιο Καπνεργοστάσιο. Εκεί που για πάνω από μισό αιώνα, μ’ αρχή το 1887, χτυπούσε η καρδιά της τοπικής καπνοβιομηχανικής παραγωγής.

© Photo Credits: John’s Corfu World (Γ. Τρύφωνας)

ΠΑΥΣΗ. Και γύρισμα στο χρονο-δείκτη κάπου τρεις αιώνες πίσω… Β’ μισό 16ου αι. Εκεί, λένε οι αναφορές, έστεκε τότε μία Μονή. Το καθολικό Μοναστήρι της Αγ. Ιουστίνης (Santa Giustina), προσαρτημένο στο τάγμα των διατηρητών (Osserxanti) μοναχών. Ισχύει. Εμφανίζεται, εξάλλου, χαρτογραφημένο εκείνη, πάνω – κάτω, την περίοδο. Απ’ τον Balthasar Jenichen. Μόνο που η παράδοση επιμένει και για κάτι επιπλέον: χτίστηκε σ’ ανάμνηση. Της Ναυμαχίας του Lepando (1571). Κι αφιερώθηκε στην Αγ. Ιουστίνη, ακριβώς επειδή, ξημερώνοντας η μέρα που θ’ άλλαζε την ευρωπαϊκή τη μοίρα, ξημέρωνε και η δικής της η γιορτή: 7 Οκτωβρίου. Για τους Δυτικούς, της Αγίας Ιουστίνης. Πρώτης Μάρτυρος Παδούης (Πάντοβα)…

ΟΠΩΣ επιβεβαιώνεται, πολύ γρήγορα, η Μονή λειτούργησε (και) ως πρόχειρο Ναυτικό νοσοκομείο – με εφημέριο, έναν Φραγκισκανό μοναχό. Ο Πετσάλης παραθέτει σχετικά κείμενο του Bacchion, σύμφωνα με το οποίο «το νοσοκομείο για τους ναυτικούς, το λεγόμενο της Αγίας Ιουστίνας (Santa Giustina), ανηγέρθη με αίσιους οιωνούς στα χρόνια της Ναυπάκτου και για μερικά χρόνια εθεωρείτο ένα από τα καλύτερα της Ιταλίας. Η περίθαλψη, η καθαριότητα και η παροχή υπηρεσιών το είχαν καθιερώσει ως πρότυπο…».

ΠΑΡΑ τις κατά καιρούς δυσκολίες, τον 17ο αι., το Νοσοκομείο, με τη δημιουργία παραστήματος κι επανδρωμένο από Φραγκισκανούς μοναχούς, συνεχίζει να προσφέρει υπηρεσίες σε ναυτικούς γαλερών, που έπασχαν από εμπύρετα νοσήματα, σε δε, χάρτη του Orladi γίνεται αναφορά σε «ιατρούς παθολόγους και χειρουργούς και έτερον προσωπικόν, διά να τους θεραπεύει και να τους περιθάλπει, με κάθε είδους επιχορηγήσεις και αγαθοεργίες».

Η ΩΣ ΠΟΤΕ λειτουργία του Ναυτικού Νοσοκομείου, δε διασαφηνίζεται επακριβώς. Προκύπτει, ωστόσο, ως διόλου τυχαίο το γεγονός πως, μεταξύ των μαθημάτων που, διαχρονικά, προσφέρονταν εντός των κόλπων της Μονής (π.χ. Λατινικά, γραμματική), ιδιαιτέρως φημισμένη ήταν η ιατρική σχολή της. Με «σύμμαχο» και την πλούσια βιβλιοθήκη που σταδιακά απέκτησε – πηγή για τη σημερινή Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη, την αρχαιότερη δημόσια της χώρας.

ΑΠΟ ΕΚΕΙ διαβάζουμε αναλυτικά, πως «οι μοναχοί σπούδαζαν ιατρική, ως εκ τούτου υπήρχαν παλιά συγγράμματα που αφορούσαν αυτή την επιστήμη» και πως «η ιατρική σχολή λειτουργούσε μέσα στο μοναστήρι όπου σύχναζαν οι γιοί των ευγενών από το 1650, ενώ τραβούσε το ζωηρό ενδιαφέρον της κερκυραϊκής κοινωνίας».

ΤΟ ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΟ; Εκεί έλαβε την κατ’ αρχήν εκπαίδευσή του και ο Ιωάννης Καποδίστριας, προτού συνεχίσει τις σπουδές του στην Πάδοβα (1794 ή 1795). Το σημειώνει και ο Αρλιώτης, μιλώντας για τις μοναστηριακές σπουδές του «Κυβερνήτη» απ’ την ηλικία των 6 ετών κι έπειτα: «Εισήχθην εις τινά μοναστήριον ένθα εδιδάχθην κακώς μεν να αναγιγνώσκω, έτι δε χείρον να γράφω, διότι ταύτα μόνον χάριτι θεία ημάς απομένουσι…».

ΣΥΜΦΩΝΑ με τον Ζούμπο (περιοδικό ΕΧΙΤ), η Μονή διαλύθηκε στα χρόνια των Αυτοκρατορικών Γάλλων (αρχές 19ου αι.) κι αφού, πρώτα, οι Δημοκρατικοί (1789) «δήμευσαν την περιουσία του μοναστηριού και άλλων εκκλησιαστικών ιδρυμάτων για να καλύψουν τις ανάγκες της εκπαίδευσης». Με τον ερχομό, δε, των Άγγλων, ο (παραμελημένος) κήπος της Μονής μισθώθηκε σε ιδιώτη, τον κόμη Α. Μαμωνά, ο οποίος, από σωζόμενη αλληλογραφία εποχής, προκύπτει πως «με μεγάλη θυσία και έναντι σεβαστών εξόδων (εργάστηκε) για την απόκτηση διαφόρων φυτών και την επισκευή των σπιτιών» και «έφτιαξε τα χωράφια».

Ο ΟΛΟΣ πλούτος; Κάπου 300 οπωροφόρα δέντρα καθώς και γαριφαλιές, τριανταφυλλιές, αλοϊζαις και τζαντζαμινιές Ισπανίας, συνολικής αξίας 328.50 κολονάτων, καλλωπιστικά φυτά και οπωροφόρα αξίας 572.50 δουκάτων, 772 πιτέρια με εξωτικά φυτά, 964 πιτέρια με νεαρά φυτά, 1.422 πιτέρια με ετήσια φυτά και 837 πιτέρια με μικρές αχλαδιές.

© Photo Credits: John’s Corfu World (Γ. Τρύφωνας)

ΕΚΤΟΤΕ, συνεχίζοντας ο Ζούμπος, σημειώνει εμφατικά μια χρονολογία: 1824. Όταν, δηλαδή, ετέθη ζήτημα χρησιμοποίησης – παραχώρησής του για την κάλυψη της ανάγκης δημιουργίας Βοτανικού Κήπου της νεόδμητης Ιονίου Ακαδημίας. Προκύπτει «αγώνας» μεταξύ Μαμωνά και «Δημοσίου» για το θέμα της αποζημίωσης, αλλά κι αίσια έκβαση, μαζί με την πληροφορία πως «όταν άρχισε να χρησιμοποιείται τελικά σαν βοτανικός κήπος, τον ανέλαβε ο ιταλός πρακτικός βοτανολόγος, Μασσιάρης που γύρισε όλη την Κέρκυρα και συγκέντρωσε κάπου 4.000 ντόπια φυτά».

ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, ο Βοτανικός Κήπος της Αγ. Ιουστίνης δεν μακροημέρευσε. Ήδη, τη δεκαετία του 1840 εμφανίζεται να έχει μεταφερθεί στο κτήμα του Mon Repos, υπό τη διεύθυνση του Παύλου Προσαλένδη – ο κήπος, ακριβώς, που όλοι ξέρουμε.

ΚΑΙ ΜΕΤΑ, ήρθε ο Brondel. Και τέλη του αιώνα, τα καπνά. Το χρονικό…

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΡΙΚΟΥΠΗ. Τα οικονομικά, σφιχτά. Μια λύση, σκέφτεται η κυβέρνηση, θα ήταν ο έλεγχος της ακμαίας λαθρεμπορίας. Και η αύξηση των κρατικών ταμείων, μέσω της φορολόγησης προϊοντων ευρείας κατανάλωσης. Όπως αυτά: καπνός, τσιγαρόχαρτα, οινοπνευματώδη.

ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ «περί φορολογίας του καπνού» (με… extra την απαγόρευση του «καπνίζειν» εντός του Κοινοβουλίου), ήρθε στη Βουλή το 1887. Προκειμένου, δε, να διαφυλάξει την είσπραξη, ο κυβέρνηση επέβαλε την επεξεργασία – παραγωγή των καπνικών προϊόντων σε ειδικά, δημόσια βιομηχανικά κέντρα: τα Καπνεργοστάσια (ή, κατά την επίσημη ορολογία, «εργοστάσια εσωτερικής καταναλώσεως και κοπής»).

Υπό ξενική κατοχή…

ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ, στο ΦΕΚ της 14/4, πλην του ιστορικού Νόμου ΑΥΚ’ («Περί επιβολής δικαιώματος επί του εν τω Κράτει καταναλισκομένου καπνού»), δημοσιεύεται μια πρώτη λίστα των Καπνεργοστασίων που προβλέπονταν εντός της ελληνικής επικράτειας, το όλον 79, χωρισμένων σε τέσσερις τάξεις. Της Κέρκυρας (μαζί με Αθήνας, Βόλου, Καλαμών, Λάρισας, Πατρών, Πειραιά και Σύρου), ανήκε σ’ αυτά της Α’ Τάξεως. Ενδεικτικό σημαντικότητας. Ενώ ενδιαφέρον εμφανίζει κι αυτό: η ίδρυση, παράλληλα, ως Δ’ Τάξεως, καπνεργοστασίου στους Παξούς, αλλά και στο Σκριπερό, «της επαρχίας Όρους».

Η ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ έναρξης της λειτουργίας τους; «Την δεκάτην του επιόντος μηνός Αυγούστου». Παραμονές της μεγάλης λιτανείας «τ’ Αγιού»…

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ, «αφεντικό» του Καπνεργοστασίου ήταν ο (εκάστοτε) διευθυντής – ο οποίος έκτοτε μπήκε στη λίστα των «επισήμων» του τόπου. Υπήρχαν, επίσης, θέσεις ελεγκτών συν, βεβαίως, το προσωπικό (καπνοκόπτες και βοηθοί), ενώ τον έλεγχο της εισαγόμενης και παραγόμενης ποσότητας, είχε η τοπική Εφορία Καπνού.

Στεγάζοντας το Γαλλικό Προξενείο, κατά τον Α’ Π.Π.

ΟΠΩΣ σημειώνει ο Ζούμπος, «φρουρός αστυνομικός βρισκόταν επί μονίμου βάσεως στην είσοδο του εργοστασίου, μήπως έβγαιναν προς τα έξω λαθραία τσιγάρα». Πάντως, τα… απρόοπτα, δεν έλειπαν. Έτσι, το 1900, η αθηναϊκή εφημερίδα «Σκριπτ» (φ. 13/5), σημείωνε το Καπνεργοστάσιο της Κέρκυρας ως ένα εξ αυτών, που οι εισπράξεις διμήνου «εμειώθησαν (συνολικά) κατά δράχ. 117,593, η σπουδαία δε αυτή μείωσις προήλθε κυρίως ένεκα του λαθρεμπορίου του καπνού και του σιγαροχάρτου, όπερ ενεργείται εν ταις περιφέρειαις των καπνεργοστασίων τούτων…»

ΜΕ ΤΗΝ ίδρυση των πρώτων τοπικών βιοτεχνιών τσιγάρου (προς τα τέλη του 19ου αι.), το Καπνεργοστάσιο φιλοξένησε τη στέγασή τους. Και απ’ τη δεκαετία του ’20 (σχεδόν) όλων, στο ισόγειο, με «κλου» τις μεγαλύτερες, των Νικηφόρου και Μηνιάτη.

ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ το Καπνεργοστάσιο επιτάχτηκε. Με τους Γερμανοϊταλούς να το «χρησιμοποιούν» για την παραγωγή τσιγάρων προς τέρψιν των δυνάμεων κατοχής. Όπως, όμως, γράφουν οι Κυπριώτης – Μωραϊτης, τα βράδια, οι Κερκυραίοι εργάτες «έβγαζαν κούτες με τσιγάρα από το καπνεργοστάσιο και τις μοίραζαν δωρεάν στους κατοίκους της Γαρίτσας. Αυτές οι κούτες βοήθησαν πολλές γαριτσιώτικες οικογένειες να επιβιώσουν. Οι Γαριτσιώτες “αντάλλαζαν” τα τσιγάρα με άλλα πολύτιμα είδη πρώτης ανάγκης, όπως γάλα, λάδι, αλεύρι, ρύζι…»

ΜΕ ΤΗΝ απελευθέρωση, η κατάσταση επανήλθε, κατά το δυνατόν, στον πρότερο βηματισμό της. Ταυτόχρονα, ωστόσο, άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση. Πριν την «κατακλείδα» του 1952. Τέλος. Εποχής…

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ