Το Corfu Stories εξασφάλισε την αποκλειστική αφήγηση της συγκλονιστικής περιπέτειας του Κερκυραίου, Φρειδερίκου Μαραμπού, που το 1984 διέσχισε με τη μοτοσικλέτα του την έρημο Σαχάρα.
Επιμέλεια: Ηλίας Αλεξόπουλος
Μέρος 10ο / Δείτε το 1ο μέρος ΕΔΩ, το 2ο ΕΔΩ, το 3ο ΕΔΩ, το 4ο ΕΔΩ, το 5ο ΕΔΩ, το 6ο ΕΔΩ, το 7ο ΕΔΩ, το 8ο ΕΔΩ, το 9ο ΕΔΩ.
ΠΕΡΝΑΩ Iσπανία… Ήθελα και τη Riviera μου, έκανα έναν κύκλο – Malaga, Valencia, Alicante, Barcelona, Barceloneta- είπα να δω και τον τάφο του Dali, στο Figueres, στη Girona. Από την Ισπανία, έστειλα κι ένα γράμμα στον αείμνηστο δημοσιογράφο, Γιώργο Γεωργιάδη, που είχε δείξει ενδιαφέρον για το εγχείρημά μου: «Γυρίζω στην Αθήνα», του έγραφα. «Η ληστεία ήταν το αποκορύφωμα της αποστολής μου, μιας κι έφτασα πολλές φορές κοντά στο θάνατο. Ας ελπίσω ότι στην Ευρώπη θα είναι πιο ήσυχα τα πράγματα…»
ΑΡΓΟΤΕΡΑ, όταν πια είχα επιστρέψει στην Αθήνα, το έκανε μια σελίδα θέμα στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» (σ.σ. φ. 28/10/1984). Ο τίτλος ήταν «Tα μαχαίρια φρενάρησαν τη “μοτό”, περιπέτεια Έλληνας “ξέγνοιαστου καβαλάρη” στο Μαρόκο». Και άρχιζε με μια περιγραφή μου για όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ στο Larache…
«Τα ρόπαλα ανεβοκατέβαιναν χτυπώντας αλύπητα το κορμί μου, ενώ δυο στιλέτα ήταν κολλημένα στο λαρύγγι μου. Το βαθύ σκοτάδι, αλλά και το αίμα μ’ εμπόδιζαν να δω αυτούς που με χτυπούσαν. Ανάμεσα στα γρυλίσματα που έφθαναν στ’ αυτιά μου, μπόρεσα να καταλάβω ότι οι άνθρωποι που με είχαν βγάλει από τη σκηνή μου και με χτύπαγαν, ήθελαν λεφτά και χασίς. Λίγη ώρα αργότερα, αφού μου πήραν όλα τα προσωπικά είδη, μ’ εγκατέλειψαν…»

ΑΠΟ ΤΗΝ Ισπανία, ανέβηκα βορειότερα. Monaco, Perpignan, Πυρηναία Όρη. Φαντάσου, απ’ τις θερμοκρασίας της Sahara, λίγες εβδομάδες πριν, στο κρύο των (σχεδόν) χειμερινών Πυρηναίων – μέχρι και η μηχανή, ίσα που στεκόταν όρθια! Κι εγώ, ρακένδυτος.
ΣTO ΜΟΝΑCO, μάλιστα, έτσι όπως ήμουν –μια λέρα, λαδωμένος από πάνω ως κάτω, σαν σαρδέλα- είχα και το… θράσος να αφήσω τη μηχανή μου σ’ ένα ύψωμα, κοντά στο casino και να θελήσω να πάω μία βόλτα! Πού; Στο Monaco! Στην απόλυτη χλιδή – άλλη αντίθεση αυτή: σε μια χούφτα μέρες, απ’ τους πιο φτωχούς, στους πιο πλούσιους. Kι εγώ, έτσι! Ακόμη και οι αρβύλες που φόραγα, επειδή είχαν λιώσει οι σόλες, ακούγονταν μόνο τα τακούνια σαν να βαράνε… παλαμάκια! Mε έβλεπαν και… σταμάταγε ο κόσμος και κουβέντες κι όλα! Ήθελα, όμως, την κοινωνικότητά μου.
ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ, έφθασα σ’ ένα σημείο, σε μια στροφή (τη λεγόμενη «στροφή της ταβέρνας», που γίνεται η περίφημη formula), όπου υπήρχε ένα περίπτερο. Μια κοπέλα, προσπαθούσε να πιάσει το σκυλάκι της, που της είχε φύγει απ’ το λουρί. Δεν είχε όμως την ταχύτητα ή την «αγριάδα» να το πιάσει. Και το σκυλάκι έτρεχε –έτρεχε κι ήταν έτοιμο να βγει στο δρόμο.

ΤΡΕΧΩ, του πατάω το λουράκι, της το δίνω. «Από πού είσαι;» μου λέει, ενώ με κοίταζε μισογελώντας – σου λέει «από πού ήρθε αυτός, από… αεροπορική επιδρομή;» Μιλήσαμε. Μου είπε ότι μένει μόνη της και μου πρότεινε να πάω σπίτι της, να κάνω ένα μπάνιο. Φυσικά, δεν αρνήθηκα. Με εξαίρεση ένα ντους που είχα κάνει στην πρεσβεία, ήταν το πρώτο μου μετά από τόσο καιρό (ως τότε, πλενόμουν ίσα – ίσα, με την καραβάνα, όπου έβρισκα πηγάδι – νερό με χώμα).
ΟΤΑΝ τελείωσα, μου έδωσε ένα αδιάβροχο, ένα φούτερ και ένα ζευγάρι κίτρινα γάντια, υφασμάτινα. Δεν έμεινα, όμως, για βράδυ. Δεν περνούσε καν απ’ το μυαλό μου να την εκμεταλλευτώ ή ό,τι άλλο. Ούτε καν ν’ αλλάξουμε διευθύνσεις. Ήταν σαν να είχα δει για λίγο έναν άγιο, που με βοήθησε. Θ’ άλλαζες διεύθυνση μ’ έναν άγιο;
ΜΕΤΑ που το σκεφτόμουν, ξέρεις που κατέληξα; Όλο αυτό το διάστημα, οδηγώντας, τον κίνδυνο έπρεπε –και είχα μάθει- να τον αντιμετωπίσω τουλάχιστον στα 100 μ. απόσταση. Πριν ζυγώσει. Το μάτι μου, λοιπόν, είχε συνηθίσει να «βλέπει» μακριά. Αντίθετα, ό,τι ήταν δίπλα, στα ένα – δύο μέτρα, σχεδόν δεν το έβλεπα. Ούτε την κοπέλα. Κανέναν. Ήταν απλά σαν… οπτασία! Μόνο αφού επέστρεψα στην Αθήνα άρχισα σιγά – σιγά να «επανέρχομαι»…
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ