Το παλαιό έθιμο, απ’ του Αγ. Δημητρίου έως «τα πρώτα Χριστούγεννα», του Αγ. Σπυρίδωνος • Το «βεγγιόλι» και ο γάλος, που «έσπαε» τη νηστεία του «Σαραντάμερου».
Γράφει ο Ηλίας Αλεξόπουλος
ΚΑΙ ΓΙΟΜΙΖΕ η πιάτσα, απ’ την Πίνια ίσαμε κάτου, τα «βόρτα τ’ Αγιαντώνη», πιο πρώτα ως τον Μαρκά κι από την άλλη, ως «την Πόρτα» (Porta Reale) κίνηση και μυρουδιές, δειλά – δειλά από τ’ Αγίου Γερασίμου, τον Οχτώβη και -στα πιο θάρητα- πιο έπειτα, από τ’ Αγιουδημήτρη…
ΤΟΤΕΣ, θυμούνται οι παλιοί, πως κόρωναν με τ’ αναφτήρι, οι πρώτες υπαίθριες οι στιές. Κι ανάβαν’ τις φουγέρες. Την γκαζιέρα, τη φουφού. Κι άχνιζαν επάνου τα τσίγκινα καζάνια με το λάδι το ζεματιστό, που σαρταπήδαγε. Κι ανακατεύανε τη ζύμη με το ξύλο. Βγάνοντας, σαν έφτανε η ώρα, τις πρώτες τηγανίτες (λουκουμάδες). Οι «μαντατοφόροι», καταπώς τους έλεγαν στη χώρα, μιας κι «έφερναν μαντάτο» πως πλησίαζαν γιορτάδες. Μ’ αρχή, τα «πρώτα Χριστούγεννα» των Κερκυραίων, «του Αγιού»˙ ετότες, που «Χριστού κατεβαίνει».
ΚΙ ΟΣΟ πλησιάζαμε στη μέρα (12 Δεκέμβρη, καλή ώρα), οι καζανέλες πλήθαιναν. Πιο πολλές τσ’ Αγιαβαρβάρας, τ’ Άη Σάββα, τ’ Άη Νικόλα – «Βαρβαρίτσι, Νικολίτσι κι Άη Σάββας μέσ’ τη μέση», τραγούδαγε η μαρίδα. Και στο τριήμερο του Αγίου (11-13), που παλαιά ήταν ακόμη παραπάνω, εβδομάδα, η πιάτσα πλέον μοσκομύριζε, καμμένο λάδι, μέλι και κανέλα.
«ΕΜΕΙΣ πηγαίναμε στου Στράτη, του κυρ-Κώστα», έγραφε μεταπολεμικά η Κωνστάντη – Ανδριώτη (σελ. 26). «…σ’ ένα κουτί χαρτονένιο που έγραφε απ’ έξω ΣΜΑΕΛ». Και μαζί, φτιασίδι τους στο κάθε σπιτικό, με τους φεσκοβαμμένους «πύργους» και τα «τσόκολα», τους γιαλισμένους μπρούτζους και το γιορταστικό, λευκό τραπεζομάντηλο – «για να μυρίσει το σπίτι και να χαρεί ο Άγιος στη γιορτάδα του», που λέγαν’ οι νοικοκυράδες.

ΑΠΟΒΡΑΔΙΣ τους έφτιαχναν τους λουκουμάδες στις οικίες, παραμονή. Κι «όταν, κοντά στα μεσάνυχτα “βγαίνανε” oι πρώτοι, η μάνα μου τους έβαζε σ’ ένα πιάτο, τους πασπάλιζε με ζάχαρη άχνη ή με μέλι και μας ξυπνούσε, για να μας δώσει να φάμε έστω έναν, να μας γλυκάνει “μέρα που ‘ρχεται”» (Δεσύλλας, σελ. 53). Και τρώγαν’ οι πιστοί, κι άντεχαν έτσι το «βεγγιόλι» (αγρυπνία), ολονυχτίς στην εκκλησιά του, εν μέσω της νηστείας π’ άρχιζε, κατά παράδοση, μετά τον πρωϊνό εκκλησιασμό τ’ Αη Φιλίππου (14 Νοέμβρη)˙ η «Καθαροδευτέρα του χειμώνα», η έναρξη του Σαραντάμερου, 40 μέρες πριν απ’ «του Χριστού». Που «έσπαγε» μονάχα αυτή τη μέρα, «του Αγιού», που ως «πρώτα Χριστούγεννα», επιτρεπόταν και το λάδι (τηγανίτες) και «ο γάλος» με τη σούπα αυγολέμονο και τη μουστάρδα «ντόρτσε» (dolce, γλυκιά). Συνήθειο, λέει η αρχόντισσα Νινέττα -ένας γάλος «του Αγιού» κι ένας «του Χριστού»– από τα χρόνια που «οι σέμπροι παληά, και οι παχτοναρέοι κατόπι, ήταν υποχρεωμένοι να δίνουνε τ’ αρχόντου ή του παρτσινέβελου χάρισμα τα γαλλικά και τον κόκκορα στις γιορτάδες» (σελ. 148-149).
ΑΜΑ ρωτήσεις τους παλιούς «μαστόρους» θα στο πουν, οι τηγανίτες «του Αγιού» δεν είναι μοναχά «νερό κι αλεύρι». Έχουν δικά τους μυστικά και νοστιμάδα, καθώς «ευλογημένοι απ’ τον Άγιο».
ΜΙΑ παραδοσιακή τους εκδοχή μας προσφέρει απλόχερα η Λάσκαρι (σελ. 169):
▪ ΥΛΙΚΑ: 1 ογγιά (27 γρ.) μαγιά, 1 καρτούτσο (2 ποτήρια) νερό, 4 κουταλιές ράζες (κοφτές) ζάχαρη και άλλες τόσες βούτυρο.
«Διαλύουμε τη μαγιά στο νερό και προσθέτουμε τη ζάχαρη, το βούτυρο και αλεύρι όσο πάρει, να γίνει η ζύμη μαλακή. Σκεπάζουμε και σε μέρος ζεστό, ν’ ανέβει. Έχουμε ζεστή φριττούρα και ένα κουτάλι βρεγμένο. Παίρνουμε λίγη πάστα στο αριστερό χέρι, πιέζουμε, κλείνουμε δείκτη και αντίχειρα και με το βρεγμένο κουτάλι παίρνουμε το κομμάτι της ζύμης που θα πεταχτεί και τηγανίζουμε. Με καλτσέττα (αυτοσχέδιο λεπτό φίλτρο) πασπαλίζουμε ζάχαρη και κανέλλα ή περιχύνουμε μέλι».
ΔΙΧΩΣ, φυσικά, να λείπουν και οι παραλλαγές… Παράδειγμα, η Ελ. Αρμένη, αφού στα υλικά της δικής της συνταγής (1) δεν βάζει καθόλου ζάχαρη και βούτυρο, (2) εναλλακτικά, αντί μαγιάς, δίδει προζύμι και (3) προσθέτει αλάτι, μας πληροφορεί πως «πολλές φορές μέσα στη ζύμη προσθέτουν και σταφίδα». Ενώ οι Σαραντόπουλοι (σελ. 104) θέλουν το νερό (συγκεκριμένα) χλιαρό και τηγάνισμα με (συγκεκριμένα) καλαμποκέλαιο.

ΟΙ ΡΙΖΕΣ του εδέσματος, φθάνουνε παλιά. Πολύ παλιά. Ζύμη, τηγανιτή σε λωρίδες ή μπάλες (σκριβλίτης άρτος) έφτιαχναν επιβεβαιωμένα οι αρχαίοι Έλληνες. Ως «λουκουμάς», ωστόσο, μοιάζει ν’ αναζητεί τις απαρχές της συστηματοποίησής του στον αραβοτουρκικό «lokma», που πα’ να πει «μπουκιά».
ΜΕ ΔΕΔΟΜΕΝΟ πως η Κέρκυρα δεν «έπεσε» ποτέ σε οθωμανική πολιορκία, εάν δε «μίλησαν» κι εδώ οι πάλαι ποτέ δρόμοι του εμπορίου (αντίστοιχα γλυκίσματα απαντώνται, παρεμπιπτόντως, σ’ όλη την υφήλιο, από Κίνα ως Αμερική και Πυρηναία), τότε η εγχώρια παγίωση του γλυκίσματος θα πρέπει ν’ αναζητηθεί, είτε στους «σβιγκούς» των Ρωμανιωτών Εβραίων που έφθασαν στον τόπο, είτε, κλασικά, στην καταιγιστική γαστρονομική επιρροή της ενετικής κουζίνας. Με πιθανό πρότυπο το «scriblita». Παλαιό έδεσμα που χάιδευε ήδη, π.Χ., τους ουρανίσκους των Ρωμαίων: μπάλες βρεγμένου ζυμαριού, τηγανισμένες σε καυτό λίπος. Ή το «zeppole». Δημοφιλές ως σήμερα στην Ιταλία και, σε πιο σύνθετη εκδοχή, προσφερόμενο στη γιορτή του San Giuseppe (Μάρτιος), με κρέμα πορτοκάλι ή βύσσινο. Ένταξη, κοινώς, στο εορταστικό εθιμοτυπικό Αγίου. Ελκυστικό για εικασίες…
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
• Corfustories Mag. (έντυπη έκδοση), τ. 11, Δεκ. 2018.
• Νινέττα Χ. Λάσκαρι, «Κέρκυρα – Μια ματιά μέσα στο χρόνο», εκδ. Ποταμός, Αθήνα, 2016.
• Αντώνης Δεσύλλας, «Βόλτα στη Σπιανάδα», εκδ. «Έψιλον», Αθήνα, 1997.
• Μαρί Κωνστάντη – Ανδριώτη, «Ένας Νοσταλγικός Περίπατος», Κέρκυρα, 1995.
• Ελένη Αρμένη, «Εμισκοβόλουνε», εκδ. Λοράνδου, Κέρκυρα, 2009.
• Ν. Σαραντοπούλου – Γ. Σαραντόπουλος, «Εδεσματολόγιον Κέρκυρας», εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, 2012.