Ο Γεράσιμος Μαρκοράς (1826 – 28 Αυγούστου 1911) ήταν Κερκυραίος ποιητής, μαθητής του εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού. Ανήκει στους «Σολωμικούς ποιητές» της λεγόμενης «Επτανησιακής σχολής».
Γιος του Κερκυραίου δικαστικού και λόγιου Γεωργίου Μαρκορά κι εγγονός της Μαρίνας Βλασοπούλου κόρης του Στυλιανού (1748 – 1822).
Ο πατέρας του ήταν στενός φίλος του Διονυσίου Σολωμού και διακρίθηκε και ως πολιτικός. Μετά την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα το 1864 εξελέγη βουλευτής και διατέλεσε αντιπρόεδρος της Βουλής το 1865.
Ο Γεράσιμος Μαρκοράς γεννήθηκε στην Κεφαλονιά κι έλαβε τη Γυμνασιακή του εκπαίδευση στην Κέρκυρα, με δάσκαλο τον Ανδρέα Κάλβο. Σε ηλικία 23 ετών έφυγε για την Παβία της Ιταλίας και σπούδασε νομικά μαζί με τον αδελφό του Σπύρο.
Ο θάνατος του μεγαλύτερου αδελφού του Στυλιανού τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Κέρκυρα το 1852 και να πάρει το διδακτορικό του δίπλωμα από την Ιόνιο Ακαδημία απ’ όπου και αποφοίτησε.
Το 1854 νυμφεύθηκε την αρχοντοπούλα Αικατερίνη Δούσμανη, κόρη του κόντε Αντωνίου Δούσμανη, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Ευστάθιο Μαρκορά, ο οποίος ασχολήθηκε ως αγρότης με την οικογενειακή περιουσία. Μετά τον πρόωρο χαμό της συζύγου του από φυματίωση (1870) έζησε απομονωμένος στο χωριό Στρογγυλή μαζί με τη χήρα αδελφή του, αφοσιωμένος στην τέχνη της ποίησης έως το θάνατό του. Το Μάιο του 1896 επισκέφθηκε για πρώτη και τελευταία φορά την Αθήνα, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από το λογοτεχνικό κόσμο της πρωτεύουσας.
Παρά τις σπουδές του στα νομικά, αφιερώθηκε στην ποίηση. Το 1857 έγραψε «Το πρώτο Ψυχοσάββατο», μία νεκρολογία για το θάνατο του Διονύσιου Σολωμού. Το 1864 συνέγραψε τον «Ελληνικό Βασιλικό ύμνο» τον οποίο μελοποίησε ο Νικόλαος Μάντζαρος. Το 1875 δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα με τον τίτλο «Όρκος», για το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου. Το 1890 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο «Ποιητικά Έργα», με την οποία καθιερώνεται ως ποιητής στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο και στην οποία περιλαμβανόταν και ο «Όρκος». Το 1898 ακολουθεί η συλλογή του «Μικρά Ταξείδια».
Επηρεασμένος από το διδάσκαλο του, στα ποιήματά του υπήρξε μελωδικός, αφηγηματικός και επιδέξιος χειριστής της δημοτικής. Ήταν φυσιολάτρης και πατριδολάτρης, κάτι που επηρέασε έντονα την ποίησή του. Μαζί με τους Ψυχάρη, Παλαμά, Καρκαβίτσα και Πολυλά συνέβαλε στην επιβολή της δημοτικής και στην αναγέννηση των νεοελληνικών γραμμάτων. Τα ποιήματά του «Μάνα» κι «Εργασία» διαβάστηκαν από γενιές μαθητών μέσα από τα σχολικά Αναγνωστικά.
Πέθανε στην Κέρκυρα στις 28 Αυγούστου του 1911.
Ο Μαρκοράς αυτοβιογραφούμενος
«Όταν σας ειπώ ότι εγεννήθηκα το 1826 στην Κεφαλωνιά, όπου ο πατέρας μου έμενε σαν εισαγγελέας εφτάμιση χρόνια, ότι εμπήκα στο Κερκυραϊκό Γυμνάσιο σαν ήταν διευθυντής πρώτα ο Οριόλης και μετά ο Κάλβος, ότι τα 1849 επήγα με τον αδελφό μου Σπύρο στην Ιταλία για να σπουδάξω Νομικά, ότι κατόπι από δυο χρόνια ξαναγύρισα στην πατρίδα μας εξ αιτίας όπου απέθανε ο πρωτότοκος αδελφός μου Στυλιανός κι ο πατέρας μου απέμεινε μόνος του, ότι έλαβα εδώ το δίπλωμα, ότι δεν άνοιξα από τότε κανένα νομικό βιβλίο, ότι έγραψα κάπου-κάπου στίχο, είναι όσα ημπορώ να σας γράψω για το άτομό μου. Δεν επιθυμώ να δημοσιέψετε ότι ελάβατε από με τέτοιες ασήμαντες πληροφορίες».
(Από επιστολή προς τον ιστοριοδίφη Σπυρίδωνα Δε Βιάζη, που του είχε ζητήσει βιογραφικά στοιχεία)
Για περισσότερα άρθρα της στήλης “ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΑΝ ΚΑΙ ΑΥΤΗ”, πατήστε ΕΔΩ