Ο Σπυρίδων-Φιλίσκος Σαμάρας (29 Νοεμβρίου 1861-7 Απριλίου 1917) ήταν ένας από τους διαπρεπέστερους Έλληνες συνθέτες και ο κορυφαίος συνθέτης της Επτανησιακής Σχολής. Μελοποίησε τον «Ολυμπιακό Ύμνο» (1895) σε ποίηση Κωστή Παλαμά. Διακρίθηκε στο χώρο της όπερας.
Η περίοδος 1861-1882
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 29 Νοεμβρίου 1861, ο κορυφαίος μελοδραματικός συνθέτης της Β’ Επτανησιακής Σχολής και πρώτος Έλληνας που έτυχε διεθνούς αναγνώρισης. Γιος του γεννημένου στη Βιέννη, αλλά με καταγωγή από τη Σιάτιστα, “γραμματέα υποπρόξενου” του Ελληνικού Βασιλικού Προξενείου, Σκαρλάτου Σαμάρα και της γεννημένης στην Κωνσταντινούπολη Φαννής Ελάου. Πρώτος του δάσκαλος στη μουσική υπήρξε ο επίσης Κερκυραίος μουσουργός Σπυρίδων Ξύνδας, ο οποίος του συνέστησε να συνεχίσει στο Ωδείο Αθηνών, όπου και τελικά ενεγράφη το 1874, παρακολουθώντας συστηματικά μαθήματα από το επόμενο έτος. Δάσκαλοί του ήταν ο Φρειδερίκος Βολωνίνης (βιολί), ο Άγγελος Μασκερόνι και ο Ερρίκος Στανκαμπιάνο (θεωρητικά, ενορχήστρωση και πιάνο).
Η περίοδος 1882-1911
Το Δεκέμβριο του 1881 έφυγε για ανώτερες σπουδές στο Παρίσι. Σημαντικότερος καθηγητής του στο Κονσερβατόριο του Παρισιού υπήρξε ο Λεό Ντελίμπ. Στο παρισινό Ωδείο εκτελέστηκαν μερικές συνθέσεις του, όπως η “Κιταράτα”, η οποία απέσπασε τα συγχαρητήρια του Σαρλ Γκουνώ.
Στη συνέχεια (γύρω στο 1885) μετακόμισε στην Ιταλία, όπου και ξεκίνησε συστηματικά τη συνθετική του καριέρα. Ωστόσο, διατηρούσε για πολλά χρόνια μόνιμη κατοικία στο Παρίσι. Στις 16 Μαϊου του 1886 ανέβηκε με επιτυχία στο θέατρο Καρκάνο του Μιλάνου η τρίπρακτη όπερα Φλόρα Μιράμπιλις, θριάμβευσε όμως με το ανέβασμά της στη Σκάλα του Μιλάνου το 1887, με πρωταγωνίστρια την Έμμα Καλβέ. Με επιτυχία στέφθηκε και η εκτέλεση της τετράπρακτης όπερας “Μετζέ” το Δεκέμβριο του 1888 στο θέατρο Kostanzi της Ρώμης παρουσία υψηλών προσώπων.
Ο Σαμάρας ποτέ δεν αποξενώθηκε από την Ελλάδα, η φιλόμουση κοινότητα της οποίας παρακολουθούσε με θαυμασμό την ανοδική πορεία του μουσουργού. Έτσι το 1889 ανέβηκε στην Κέρκυρα και κατόπιν στην Αθήνα η “Φλόρα Μιράμπιλις” ως “Θαυμαστή Ανθώ”.
Την αποτυχία της όπερας “Λιονέλλα” στη Σκάλα του Μιλάνου το 1891, ήρθε να αποκαταστήσει ο θρίαμβος της όπερας “La Martire” (Η Μάρτυς) που παρουσιάστηκε στη Νάπολη το Μάιο του 1894. Τότε ακριβώς ο συνθέτης κατατάχθηκε από τους κριτικούς στη σχολή του βερισμού, της οποίας θεωρείται από τους πρωτεργάτες, πλάι στους Ρουτζέρο Λεονκαβάλο, Πιέτρο Μασκάνι και Τζάκομο Πουτσίνι.
Ακολούθησαν και άλλες επιτυχημένες όπερες, όπως “Η Δαμασμένη Μαινάδα” (La Furia Damata) το 1895, βασισμένη στο έργο του Σαίξπηρ “Το ημέρωμα της στρίγγλας”, “Storia d’Amore” 1903 (αργότερα ανεβάστηκε και στη Γερμανία με τον τίτλο La Biontinetta (Η Ξανθούλα) και “Mademoiselle de Belle-Isle”, το 1905.
Το 1895 ανατέθηκε από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή στο Σαμάρα η σύνθεση ενός Ολυμπιακού Ύμνου με την ευκαιρία της πραγματοποίησης στην Αθήνα των Πρώτων Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Απρίλιος 1896). Μετά την ανάθεση στον Σαμάρα η επιτροπή επέλεξε να μελοποιηθεί το ομότιτλο ποίημα του Κωστή Παλαμά. Ο ύμνος αυτός καθιερώθηκε ως επίσημος Ολυμπιακός Ύμνος μόλις το 1958 στο Τόκυο, δηλαδή 62 χρόνια μετά την παγκόσμια «πρώτη» του και 41 χρόνια μετά το θάνατο του συνθέτη του.
Αποκορύφωμα της συνθετικής του καριέρας ήταν το ανέβασμα της τρίπρακτης όπερας “Rhea” (Ρέα) τον Απρίλιο του 1908 στο θέατρο “Verdi” της Φλωρεντίας. Το Σαμάρα συγχαίρουν για τη μουσική του σημαντικοί Ιταλοί συνθέτες όπως ο Πουτσίνι και ο Μασκάνι, αναδεικνύοντάς τον ως ομότιμό τους. Κατόπιν το έργο ανέβηκε στο Βερολίνο, ενώ στην Αθήνα πρωτοπαίχτηκε το 1911.
Η περίοδος 1911-1917
Το 1911 ο Σαμάρας εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα. Σύμφωνα με το Γιώργο Λεωτσάκο (Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό), ο επαναπατρισμός του ίσως συνδέεται με σκέψεις του βασιλιά Γεωργίου του Α΄ να τον κάνει διευθυντή του Ωδείου Αθηνών, κάτι που τελικά δεν τελεσφόρησε. Ένας ακόμη λόγος που τον ανάγκασε να παραμείνει στην Ελλάδα, παρόλο που οι συνθήκες καλλιτεχνικά ήταν αντίξοες, θεωρείται και γάμος του με την πιανίστα Άννα Αντωνοπούλου (1914). Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος φαίνεται ότι εγκλώβισε οριστικά το Σαμάρα στην Ελλάδα. Ο συνθέτης για να επιβιώσει αναγκάστηκε να στραφεί σε ελαφρότερο μελοδραματικό είδος, την οπερέτα, αλλά και να εμπλουτίσει το έντεχνο ελληνόφωνο τραγούδι.
Απεβίωσε στην Αθήνα (Ευαγγελισμός) στις 7 Απριλίου 1917, σε ηλικία 56 ετών από τη νόσο του Bright (χρονία νεφρίτις).