13.9 C
Corfu
Κυριακή, 3 Νοεμβρίου, 2024

Η κερκυραϊκή παράμετρος του (εορτάζοντος) Αγίου Παϊσίου

Με αφορμή την κυριακάτικη εορτή του (12/7) • Η προσφυγιά του 1924-’25, ο Αγ. Αρσένιος ο Καππαδόκης και ο, επί Πολύκαρπου, κερκυραϊκός μοναχισμός.

Γράφει ο Ηλίας Αλεξόπουλος

ΜΕΡΕΣ από ατσάλι και φωτιά. Πιο ‘δώ, μπαρούτι. Πιο ‘κεί, η ανατριχιαστική ριπή απ’ το λεπίδι, που έκοβε λαιμούς. Και σάρκες. Παντού ουρλιαχτά. Και σπαραγμός. Ξεκληρισμένες φαμελιές, μ’ ένα δεμάτι πράματα στην πλάτη. Μια μάνα ψάχνει. Λίγη θάλασσα. Ένα παιδί γυρεύει. Ένα χέρι. Κι όλοι ξερνάνε μοιρολόγια. Κι αίμα. Σ’ αυτή τη γη, που κάποτε μοσχοβολούσε το χώμα κι ο βασιλικός, τώρα φύτρωνε μονάχα η απόγνωση. Κι ο πόνος…

ΜΕΡΕΣ του ’22. Προσφυγιά. Ξεριζωμός. Κορμιά, όσα το μπόρεσαν, σκαρφαλωμένα σε ξύλινα, βρώμικα σκαριά και σε τσαλακωμένες λαμαρίνες, κάνουν προσευχή το «η Σμύρνη μάνα μ’, καίγεται» και ψάχνουν γλιτωμό σε νέους τόπους. Σε όλη την Ελλάδα, μέχρι εδώ. Παντού. Κι από παντού…

ΟΙ ΠΙΟ ΠΟΛΛΟΙ, από τον Πόντο. Το Τιβάν, την Πράσαρη, την Κιλικία. Καππαδόκες. Κερασούντιοι. Θρακιώτες και Αρμένιοι. Απ’ τα παράλια. Σμυρνιοί, Μπουρνοβαλήδες… Κάποια στιγμή και ύστερα, το βάφτισαν «Ανταλλαγή». Και το κύμα συνεχίστηκε. Το ’23. Το ’24. Έστω, πιο μεμονωμένα…

ΕΝΑ ΤΕΤΟΙΟ κύμα κόπιασε, απ’ τον Πειραιά, Οκτώβρη του ’24. Μέρα, 16. Πόντιοι, απ’ τα Φάρασα (Καππαδοκία). Στο Φρούριο τους έβαλαν – κι εκκλησιάζονταν στην εκκλησιά του Αγ. Γεωργίου. Κι αφού ξαπόστασαν κομμάτι, έκαμαν καταγραφή. «Πρόδρομος Εζνεπίδης…. Μήτηρ αυτού, Χατζηάννα… Σύζυγος, Ευλογία… Τέκνα, τέσσερα…»

ΤΟΝ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟ, τον έλεγαν Αρσένιο. Ήταν – δεν ήταν τεσσάρων μηνών. Σήμερα (12/7), η Εκκλησιά μας τον τιμά. «Γέροντος κι Αγίου Παϊσίου. του Αγιορείτου…».

O Παΐσιος, μωρό, στην αγκαλά της μητέρας του (πηγή: iefimerida.gr)

ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ, η οικογένεια του Παΐσιου δεν έμεινε πολύ. Κάπου χρόνο – έπειτα, μεταφέρθηκαν στην Κόνιτσα, όπου τους δόθηκε γη κι εγκαταστάθηκαν. Αρκούσε, ωστόσο, για να στοιχειοθετήσει έναν αξιόλογο «δεσμό» με το νησί. Κι ένα βίωμα. Τότε, ακατάληπτο για ένα βρέφος σαν του λόγου του. Αλλά τότε…

ΗΤΑΝ 10 Νοεμβρίου (του ’24). Φρούριο. Ένας γηραιός ιερέας (απ’ τους Καππαδόκες του Οκτώβρη), ασθενεί. Τον βάζουν στο Νοσοκομείο. Εντός του Κάστρου. Πάλεψαν, δεν το κατάφεραν. Λύγισε. Οι Φαρασαίοι τον θρηνούν. Ήταν ο πνευματικός τους. Ο «Χατζηεφέντης» τους. Το στήριγμά τους στο δρόμο για το γλιτωμό. Κάποιοι θυμήθηκαν πως το ‘νιωθε: «Σαράντα μέρες στην Ελλάδα και μετά θα πεθάνω σε ένα νησί»

ΕΙΠΑΝ πως «έφυγε» ευτυχής, έχοντας προλάβει να προσκυνήσει τον Άγιο Σπυρίδωνα, τους Αγ. Ιάσωνα και Σωσίπατρο και να δει, σ’ όνειρο, την Παναγιά, να τον πάει σ’ όλα τα μοναστήρια «τ’ Αγιονόρους», όπως πάντα ήθελε, αλλά «οι καιροί δεν ήρθαν βολικοί». Και κάναν’ το σταυρό τους…

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Εζνεπίδη ήταν ακόμη πιο κοντά του. Δεν ήταν μόνο πως στο Φρούριο, γράφει ο Κωνσταντίνος Θύμης, ο ιερέας «διέμενε μαζί» με την φαμίλια. Ο Πρόδρομος, πατέρας του Παΐσιου, ήταν ο πρόεδρος του χωριού, «το παλικάρι των Ρωμιών». Μαζί είχαν προλάβει, πριν εγκαταλείψουν τις εστίες τους (480 οικογένειες), να κρύψουν εικόνες και σταυρούς, μην πάει και πέσουν στα χέρια των Νεότουρκων. Και πάνω στο φευγιό, στο καράβι για Ελλάδα…

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ του π. Γεώργιου Μάνου, στο «Λιόγερμα της Ανατολής…» (παραπομπή Βιτάλη):

«Κάποια στιγμή, ο πρόεδρος Εζνεπίδης πασχίζει να φτάσει στο μέρος του πατρός. Του πήγε στα πόδια του μισοπεθαμένο σχεδόν το μικρότερο παιδί τους (σ.σ. τον Παΐσιο). Είχε μελανιάσει! Κάποιος είχε πατήσει το μωρό στο στήθος, άθελά του, σε ‘κείνη την κοσμοσυρροή και αυτό ανάσαινε βαριά˙ θα το χάνανε. Η μεγάλη και παρήγορη αγάπη του γέροντα, που γνώριζε μύριους τρόπους να συντρέχει το ποίμνιό του, ήταν αυτή που έσωσε το παιδί. Προσευχήθηκε, σταύρωσε το παιδί, το κράτησε στα χέρια του, το χάιδεψε, το ξανασταύρωσε στο μέτωπο, στο στόμα και στο στήθος, το ασπάστηκε. Το έδωσε στη μάνα του και από τη θέση του (μέσα στο καράβι) αγνάντεψε το πέλαγος…»

Η αγιοποίηση του Αρσενίου Καππαδοκίας έγινε το 1986 (Συνοδική Πράξη 11/2). Του δε Παϊσίου, το 2015 (Οικουμενικό Πατριαρχείο, 13/1)…

ΠΡΙΝ, στα Φάρασα, ο Γέρων είχε προλάβει να βαφτίσει τον μικρό˙ 7 τ’ Αυγούστου ήταν. Μια εβδομάδα πριν απ’ τον ξεριζωμό τους. Δεν είχε σαρανταρίσει, καν. Μα, τα μαντάτα κοντοζύγωναν. Και στάζαν’ από τρόμο. Έτσι, μια μέρα, μετά την εκκλησιά, με νονά «την κυρ’ – Αναστασία», σύζυγο του ψάλτη του, του Πρόδρομου, ο Γέροντας το έσπευσε. Προστάζοντας, περίπου, τη νονά να του δώσει τ’ όνομά του: Αρσένιος. «Για να αφήσω καλόγερο στο πόδι μου..»

ΗΤΑΝ ο Γέρων Αρσένιος Χατζηεφέντης. Ο μετέπειτα Άγιος Αρσένιος Καππαδοκίας. Ταφείς, τέλη του ’24, στο Κοιμητήριο της Γαρίτσας κι αφήνοντας, κληρονομιά του, στον μικρό Αρσένιο, την παλαιά, Καινή Διαθήκη του. Γιατί «κάποτε θα κάμει μεγάλη προκοπή στα πνευματικά. Το όνομά του θα γίνει ξακουστό. Ετούτο το μωρό είναι σκεύος εκλογής… Βλέπω στο κεφαλάκι του φωτοστέφανο λαμπρό…»

Ο ΒΙΤΑΛΗΣ δεν παλεύει με διλήμματα: «Ήταν θέλημα Θεού να ζήσει ο μικρούλης Αρσένιος και να γίνει άξιος διάδοχος του “ουσιαστικού” νονού του, Γέροντα π. Αρσενίου του Καππαδόκη». Αλλά τούτο αφορούσε μια άλλη, αργότερη, εποχή. Με ένα δεύτερο κεφάλαιο στη σχέση Κέρκυρας – Παΐσιου…

Η μνήμη του Αγ. Παϊσίου τιμάται ιδιαιτέρως στον Ι.Ν. Αγ. Ιωάννη Προδρόμου (πιάτσα), όπου και υπάρχει εντοιχισμένη εικόνα του. Το πρωί, ανήμερα της εορτής (σήμερα), ψάλλεται Όρθρος μετ’ αρτοκλασίας (7.30) και πανηγυρική Θεία Λειτουργία (9.00) και τ’ απόγευμα (8.00) η Παράκληση του Αγίου.

ΚΕΡΚΥΡΑ, 1958. Απ’ τον θάνατο του Αρσενίου έχουν περάσει, πια, 34 χρόνια. Ο Παΐσιος, έχει αφήσει πίσω προ πολλού την κοσμική ζωή (μαραγκός). Βρίσκεται απ’ το ’49 στον Άγιο Όρος, έχει ήδη λάβει (1956) το όνομα (Παΐσιος – νωρίτερα, Αβέρκιος), προς τιμήν του Μητροπολίτη Καισαρείας, Παϊσίου Β’ (συντοπίτης του, απ’ την Καππαδοκία) κι έχει ήδη εμφανίσει τα πρώτα «σημάδια» αγιότητας.

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ του Αρσενίου, μέσα από διηγήσεις και σημεία, τον συγκινεί πάντα. Από παλιά – λέγεται πως, παιδί ακόμη, σημείωνε τα θαύματά του σε τετράδιο… 

ΜΗΝΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟ, φθινόπωρο με δύστροπο καιρό, φθάνει με το πλοίο στο νησί (Κέρκυρα). Συγκινημένος – ήταν η πρώτη του φορά μετά το ’25 και ο σκοπός, ιερός: η αποκομιδή των οστών του Αρσενίου. «Συνέχεια βροχές», γράφει ο ίδιος στον βίο του Αρσενίου. «Ο Ιερεύς του Κοιμητηρίου μου είπε ή να πάω ξανά άλλη εποχή ή να παραμείνω μέχρι να σταματήσουν οι βροχές. Του είπα “θα έρθω αύριο το πρωί στο Κοιμητήρι και ο Πατήρ θα βοηθήση”. Την επομένη το πρωί ξεκίνησα με κατακλυσμό, αλλά μόλις έφθασα στο Κοιμητήρι, έπαψε αμέσως η δυνατή εκείνη βροχή και βγήκε ήλιος. Έγινε με καλοσύνη η εκταφή του, διάβασε και το Τρισάγιο ο Ιερεύς, και φεύγοντας με τα Λείψανα, άρχισε πάλι η δυνατή βροχή να συνεχίζη. Ο Ιερεύς τότε μου είπε: “ο Πατήρ έκανε το θαύμα του”».

I.N. Αγίου Ιωάννη Προδρόμου (Κέρκυρα).

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΜΕΝΟΣ, επιστρέφει στο ξενοδοχείο. Με τα λείψανα σε μια βαλίτσα. Μπαίνει στο δωμάτιο. Την τοποθετεί στο μαξιλάρι, ανοίγει το καπάκι για να βλέπει τα οστά, γονατίζει και προσεύχεται.

ΟΙ ΩΡΕΣ περνούν. Έξω, σκοτάδι. Ανάβει το φως και συνεχίζει την προσευχή. Ώσπου «στις εννέα με δέκα η ώρα το βράδυ (ώρα κοσμική), ενώ προσευχόμουν γονατιστός, άκουσα μία φωνή άγρια να με απειλή και να μου λέγη: “τί Λείψανα είναι αυτά;” Και μία δύναμη ένοιωσα να ορμάη επάνω μου, χωρίς να βλέπω ολόκληρο σώμα· δύο χέρια μαύρα και άγρια να με σφίγγουν γερά, για να με πνίξουν. Εκείνη την στιγμή που κινδύνεψα, δεν ξέρω πώς μου ήρθε, φώναξα δυνατά: “Άγιε Αρσένιε, βοήθησέ με!” Αμέσως τότε ένοιωσα μία άλλη δύναμη, ενός αθλητού, να αρπάζη εκείνα τα φοβερά χέρια και να τα πετάη πέρα και να με ελευθερώνη. Η καρδιά μου χτυπούσε γλυκά…»

ΕΚΕΙΝΟ το βράδυ ο Παΐσιος συνέχισε την προσευχή ως το ξημέρωμα. Και το πρωί, έφυγε για Κόνιτσα (εντέλει, τα λείψανα του Αρσενίου, ετάφησαν στη Μονή Αγ. Ιωάννη Θεολόγου, στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης)…

ΚΑΤΑ διήγησή του, το γεγονός της προηγούμενης, το εμπιστεύτηκε σε μόνο δύο πνευματικούς, φοβούμενος μήπως, από στόμα σε στόμα, αλλοιωθεί. Για τον ίδιο, ούτως ή άλλως, το σπουδαίο ήταν άλλο: «Το ότι ήταν Άγιος ο Πατήρ Αρσένιος, για μένα δεν υπήρχε (πια) καμία αμφιβολία…»

Ο ΠΑΪΣΙΟΣ θα ερχόταν στο νησί κι άλλες φορές ως το τέλος της ζωής του. Ο Κ. Θύμης μιλά για «τέσσερις, περίπου, φορές» μεταξύ 1975 και 1984. Με τελευταία «την επομένη του μνημοσύνου των 40 του μακαριστού Πολυκάρπου».

ΟΠΟΥ «Πολύκαρπος», ο άλλοτε μακαριστός Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών (1967 – 1984). Ο, εν πολλοίς, «υπεύθυνος» για τις… επιστροφές Παΐσιου στην Κέρκυρα, στην προσπάθειά του να αναπτύξει τον Μοναχισμό στο νησί. Αναπτύσσοντας, στο πέρασμα των χρόνων μια εξαιρετική πνευματική σχέση.

ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ πειστικά κι από αυτό: μια επιστολή του Παϊσίου προς την καθηγουμένη της Ι.Μ. Αγ. Αθανασίου, Γερόντισσα Ευφημία, που παραθέτει ο Κ. Θύμης, απ’ την έκδοση «Πολύκαρπος Βαγενάς Επίσκοπος και Καλόγερος» (Ι.Μ. Παντοκράτορος, 2006), λίγες, μόνο, μέρες, μετά την κοίμηση του Πολυκάρπου. Σταχυολογούμε:

«… Πέρασε μία εβδομάδα από την κοίμηση του Αγίου Γέροντός σας και Σεβαστού και αγαπητού μου Αγίου Κερκύρας Πολυκάρπου, και πάλι δεν μπορώ να το πιστέψω ότι αναπαύτηκε! Μου φαίνεται τελείως απίστευτο. Φαίνεται ότι η παρουσία του παραμένει κοντά σας και κοντά στο Ποίμνιό του και στους φίλους του. Επομένως; Δεν πρέπει να στενοχωρείσθε. Διότι δεν απουσιάζει. Τώρα πιστεύω ότι θα σας βοηθάει περισσότερο, και πιο θετικά, και από κοντά. Γιατί κοντά στον Χριστό βρίσκεται… Θα προσπαθήσω να συναντηθούμε με την πρώτη ευκαιρία. Να σάς βοηθήσω σε ότι μπορώ, και από κοντά, όπως έχετε την από εδώ βοήθεια (διά της προσευχής) πάντα…

Με αγάπη Χριστού. Ο αδελφός σας, Μοναχός Παΐσιος…»

ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Μοναχού Παϊσίου του Αγιορείτου, «Ο Άγ. Αρσένιος ο Καππαδόκης», Σουρωτή Θεσ/νίκης, 1994.

Ιερ. Γ. Μάνου, «Στο Λιόγερμα της Ανατολής, ένα Συναξάρι για τον Γέροντα Παϊσιο», Αμβούργο, 2012.

Μιλτ. Γ. Βιτάλης, «Μυστικοί Ασκητικοί Αγώνες του Αγίου Παϊσίου», εκδ. Ήλεκτρον, Αθήνα, 2019.

• Κ. Θύμης: «Ο Άγ. Παΐσιος ο Αγιορείτης και οι δεσμοί του με την Κέρκυρα» (ομιλία σε Άγ. Ματθαίο, 15/11/2016). Και: “Επισημάνσεις της Κυριακής’’, 09-07-2017.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ