Ο μύθος της ελληνικής μουσικής βιομηχανίας, παντρεμένος άλλοτε με τη Νάνα Μούσχουρη κι, εδώ και 20 χρόνια, κάτοικος Κορφών, αφηγείται αποκλειστικά τη συναρπαστική του ιστορία.
ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ – ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΗΛΙΑ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟ
Μέρος 2ο / Διαβάστε το 1ο μέρος ΕΔΩ.
ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ παράδοξο, αλλά στη ζωή μου, όσα φανταζόμουν, τελικά τα ζούσα! Από πιτσιρικάς, όταν είπα στον πατέρα μου πως ακούω στο κεφάλι μου ορχήστρα. «Μην το πεις, παιδί μου, πουθενά, θα μας κλείσουν στο ψυχιατρείο» είπε. Αλλά είδες…
ΕΤΣΙ έγινε και με τη Μούσχουρη. Πρώτη φορά την άκουσα, φοιτητής, στο ραδιόφωνο, με τον Πλέσσα. «Αυτή τη φωνή», είπα, «θα την παντρευτώ!». Από κοντά τη γνώρισα μια Κυριακή, στα «Πρωϊνά» του Οικονομίδη, στο «Rex» – σπούδαζε στο Ωδείο τότε. Ένα κορίτσι εύσωμο, με χοντρά γυαλιά, μπλε φούστα, μαύρο πουλόβερ και τα χέρια σταυρωμένα πίσω – ομολογώ πως, με τέτοια φωνή, τη φανταζόμουν κάπως αλλιώς. Όταν τελείωσε, την πλησίασα: «Μπορώ να σου δώσω ένα φιλί στο… λαιμό;» • «Στο λαιμό; Γιατί;» • «Γιατί εδώ μέσα έχεις χρυσάφι!»
ΣΤΑΔΙΑΚΑ, αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Πήγαινα σπίτι, ακούγαμε δίσκους, παίζαμε μουσική. Ώσπου αναπτύχθηκε κάτι παραπάνω. Έτσι, μια μέρα, χωρίς να το πολυσκεφθώ, της λέω «παντρευόμαστε; Τώρα, στη “ζέστη” μας!» – ποιος; Εγώ, που ήμουν τόσο εναντίον του γάμου, ώστε, όταν πλησίαζε η ώρα (19 Δεκεμβρίου 1960), έπαθα… ψυχοσωματική αλλεργία (γελάει)!
ΘΥΜΑΜΑΙ και τη μητέρα της, την Αλίκη – Κερκυραία, απ’ το Κέντρωμα, το γένος Κατσαρού (σ.σ. η Νάνα είναι εξαδέλφη του Γιώργου Κατσαρού). Δεν ήταν και… ξετρελαμένη μαζί μου (γελάει). «Πώς να ζήσετε, βρε; Ξεβράκωτοι;» μας έλεγε. Και μας έθεσε όρο: «Αν δεν μου πάρετε διαμέρισμα, δεν σας δίνω την ευχή μου». Οπότε ό,τι οικονομίες είχαμε, τις της δώσαμε και πήρε ένα μικρό διαμέρισμα στην Ιουλιανού, στα Πατήσια (γειτονιά τότε, μ’ ένα καφενεδάκι και γιασεμιά). Εκεί μείναμε κι εμείς, μέχρι που φύγαμε στο εξωτερικό.
ΜΕ ΤΗ ΝΑΝΑ ζήσαμε μαζί ως το 1975 (τυπικά, το διαζύγιο βγήκε το ’77 – ’78). Πολύ καλά – ανεξαρτήτως του χωρισμού, άλλωστε το «για πάντα» είναι ουτοπία. Μετά, δε, από μια κρίση, το ’65, κάναμε και τα παιδιά μας. Τον Νικόλα και τη Λενού.
ΜΟΥΣΙΚΑ, στα δικά μου αφτιά, η Νάνα της καλής εποχής ήταν ένα… μετεμψυχωμένο αηδονάκι. Όχι θεαματική τραγουδίστρια, αλλά της καρδιάς. Μια φωνούλα «μικρή», αλλά απίστευτα επικοινωνιακή. Και μια γυναίκα, που έζησε το όνειρό της στο ακέραιο: να βγαίνει στη σκηνή και να τραγουδάει. Αυτό ήταν το μεράκι της, από μικρή –όταν ο πατέρας της δούλευε τεχνικός κινηματογράφου στον «Πρωτέα», στο Κουκάκι, κι εκείνη κρυφοκοίταζε (κι ονειρευόταν) από ένα δωματιάκι πίσω απ’ την οθόνη, όπου έμεναν.
ΟΥΤΕ έβγαινε, ούτε διάβαζε, ούτε τρελή κοινωνική ζωή είχε. Μόνο τα τραγούδια και οι ακροατές της –στα γράμματα, σκέψου, απαντούσε πάντα προσωπικά. Χιλιάδες γράμματα. Αν την αποσπούσες απ’ όλο αυτό, σε θεωρούσε «εχθρό». Αν δεν τραγουδούσε, ήταν σαν να μην υπάρχει. Αυτό, νομίζω, έπαιξε ρόλο και στο χωρισμό μας. Της έλεγα «δεν γίνεται να τραγουδάς ως τα 80!» Αυτό, όμως, ήταν ο εφιάλτης της! Είχε την ψυχολογία πολλών καλλιτεχνών πως «ο καλλιτέχνης πεθαίνει στη σκηνή». Όπως η Piaf, ο Aznavour. Εκεί γεννιούνται, εκεί φεύγουν…
ΜΕ ΤΗ ΝΑΝΑ μας πάντρεψε ο Μάνος Χατζηδάκις. Εμείς, ως γκρουπ («Τρίο Καντσόνε», ακόμα), τον είχαμε γνωριστήκαμε απ’ τον Σακελλάριο. «Ελάτε “Καντσόνια” να μου πείτε ένα τραγούδι…» Κι έγινε η «Μανταλένα», η «Αλίκη στο Ναυτικό», το «Κοροϊδάκι της Δεσποινίδος»…
ΕΓΩ τον είχα γνωρίσει νωρίτερα, καθώς είχε κάνει με τη Νάνα το «Πώς τον λέν’ τον ποταμό». Η Νάνα, μάλιστα, μόλις τελείωσε την ηχογράφηση, έκλαιγε, καθώς πρώτη φορά τη συνόδευε μπουζούκι –τότε, για κάποιον που τραγουδούσε τζαζ κ.λπ. θεωρούνταν «αμαρτία», όργανο παρακατιανό. «Μα, είναι δυνατόν να τραγουδάς αμερικάνικα και να στενοχωριέσαι που τραγούδησες ελληνικό και μάλιστα ωραίο, με τοπικό χρώμα και υπέροχο στίχο;» της έλεγα. Και ξέρεις ποιος «απενοχοποίησε» το μπουζούκι; Ο ίδιος ο Χατζηδάκις! Με τις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές», το ’54. Αυτός πρωτομίλησε στο ευρύ, αστικό κοινό για τους μεγάλους λαϊκούς συνθέτες, το ρεμπέτικο, τον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη. Κι αργότερα, χρησιμοποίησε τον Ζαμπέτα, που, κατ’ εμέ, είχε τον ωραιότερο ήχο μπουζουκιού. Αυτό το «τσιμπητό», το κρουστό και μελωδικό μαζί…
Ο ΜΑΝΟΣ μας είχε ζήσει με τη Νάνα. Ως ένα νεαρό, ερωτευμένο ζευγαράκι. Και πρότεινε να μας παντρέψει. Μαγικός τύπος. Τον ερωτευόσουν. Φιλελεύθερος, προοδευτικός, είχε μια παρέα από νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, που τα αγαπούσε.
ΣΥΧΝΑΖΕ στον «Μαγεμένο Αυλό» και τα πρωϊνά, στον «Φλόκα», στέκι της αθηναϊκής διανόησης. Ελύτης, Μούτσης, Ξαρχάκος, Τσαρούχης, Βαλαωρίτης… Σπαραξικάρδιες συζητήσεις. Για λογοτεχνία, τέχνες, φιλοσοφία – εμείς καθόμασταν άλαλοι και ακούγαμε.
ΜΑΖΙ και ο Νίκος Γκάτσος. Φίλος του Μάνου από παιδιά, με μεγάλη εκτίμηση ο ένας για τον άλλον. Χαρισματικός ποιητής, μ’ αυτόν τον στέρεο στίχο κι εκείνο το ερωτικό στοιχείο, που δεν εμφανίζεται ποτέ άμεσα, αλλά υφέρπει σ’ ένα δεύτερο επίπεδο. Ευγενής – του πήγαιναν, θυμάμαι, έργα νέοι δημιουργοί και ποτέ δεν αποθάρρυνε κανέναν. «Σιγά –σιγά, περπατώντας σ’ αυτό το μονοπάτι, θα βρει μόνος την απάντηση» έλεγε.
ΒΑΘΙΑ παραδοσιακός, εκτιμούσε πολύ τους απλούς ανθρώπους, του χωριού, καθώς θεωρούσε ότι είχαν ηθικές βάσεις αυθεντικές και αναλλοίωτες. Τους θαύμαζε, του άρεσε να κουβεντιάζει μαζί τους. Γενικά, όμως, ήταν μοναχικός, δίχως ιδιαίτερες κοσμικές σχέσεις και κάπως μονομανής (στου «Φλόκα» πήγαινε πάντα απ’ τον ίδιο δρόμο, τις εφημερίδες του τις αγόραζε από το ίδιο περίπτερο). Αλλά για τους φίλους του, αξιαγάπητος.
ΑΔΥΝΑΜΙΑ είχε και στη δεύτερη γυναίκα μου, την Αυγούστα. Επειδή μάλιστα, είναι Κερκυραία, του άρεσαν πολύ τα κερκυραϊκά, που του ‘λεγε, διασκέδαζε. «Έγινε ρεμπόμπο, Νίκο μου…» • «Τι είναι το ρεμπόμπο, Αυγούστα;» Κι εξαιρετικά λιτός. Σαν ασκητής. Σπίτι του, στην Σπετσών, είχε, όλα κι όλα, ένα τραπέζι, δύο καρέκλες και μια τηλεόραση, δώρο του Χατζηδάκι. Και γάτες – τις αγαπούσε πολύ. Την «προλετάρια» και τα «τουπαμάρος» – τα γατάκια της…
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ