11.9 C
Corfu
Πέμπτη, 13 Φεβρουαρίου, 2025

Είναι το «Ενθύμιον» ο πιο ώριμος δίσκος των «Παιδιών της Παλαιότητας»;

Ακούσαμε το δίσκο – επιστροφή των «Παιδιών» του Π.Ε. Δημητριάδη, διαβάσαμε (και φιλτράραμε) τις, έως τώρα, κριτικές και είπαμε να ξετυλίξουμε δυο σκέψεις μας…

Αποπειράται να προσεγγίσει κριτικά (τρομάρα του / μου…) ο Ηλίας Αλεξόπουλος

ΑΠ’ ΕΚΕΙΝΑ τα δύο ιστορικά, farewell live στο «Six D.O.G.S.», που σηματοδότησαν, ουσιαστικά, τον οριστικό… Κορε(σμό) των πιο υπέροχων Υδρο(γονανθράκων) της σύγχρονης καλένδας, μετράμε πια επτά, σχεδόν, Ιούληδες. Κι, ενδιαμέσως, ένα σύρμα.

Η ΜΙΑ ΤΟΥ άκρη, χάνεται στο «τότε». Η άλλη του, στο «σήμερα». Όπου «σήμερα», το σχήμα διαδοχής. Βούτηξε, το ’13, στην indie pop – rock κολυμπήθρα του, «κάπου πίσω απ’ τα ενετικά τα τείχη» και, κουρδίζοντας χορδές κι ανάγκες, γέννησε τα «Παιδιά της Παλαιότητας». Κι όπου «τότε»; Ευκολάκι, Κόρε. Ύδρο. Το προγονικό τοτέμ…

ΔΕΝ ΕΙΝ’ αδόκιμη η «σύνδεση». Πέρα απ’ τα πρόσωπα, τα tracks, ας πούμε, του πρώτου album των «Παιδιών» (τα «12 Τραγούδια Από Τις Κατακόμβες» / 2014, Inner Ear) δεν ήταν παρά ανέκδοτες δημιουργίες του Παντελή Δημητριάδη, από εκείνη την περίοδο. Των «Κόρε». Ακόμη δε και τώρα, στη μεγάλη τους δισκογραφική επιστροφή, το (καταπληκτικό) «Ενθύμιον Νεανικών Συντροφιών» (Inner Ear / διπλό βινύλιο ή CD), μπορεί ο ίδιος να δηλώνει απαλλαγμένος από… Κορεϋδρολαγνικά (sic) σύνδρομα, την ίδια, όμως, ώρα, στ’ οπισθόφυλλο του booklet, το καλλιγραφικό «Κ.Υ. Νο 5» (a.k.a. «θα μπορούσε, σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, να είναι ο πέμπτος δίσκος των Κόρε.Ύδρο»), μοιάζει να σηκώνει με… νόημα το φρύδι. Άρα;

ΔΕ ΛΕΕΙ κάτι λάθος ο Δημητριάδης. Η (στην τελική, ανούσια) «εμμονή» σ’ ένα καλλιτεχνικό (του) «εχθές», σε λιμπρέτο χρόνου αυστηρά ιστορικού, είναι πλέον, όντως, εκτός κάδρου. Το… σπίτι, η «αγαπημένη μου οικογένεια», το «γήπεδο», η εξέλιξη, είναι τα «Παιδιά της Παλαιότητας». Εκεί «μένει», εκεί «νιώθει», εκεί δημιουργεί, πειραματίζεται, εξελίσσεται.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ (το «on the other hand» του συλλογισμού) πως η κληρονομική οσμή των «Κόρε.» σβήνεται με γόμα – πάντα, κάπου, κάπως θα υπάρχει. Διαγράφοντας, πού και πού, γνώριμες σκιές πίσω απ’ την κουρτίνα ή ψιθυρίζοντας τη «γνώμη» της. Μα, ως εκεί. Η «απόφαση» πλέον, είναι άλλων. Και το «πρώην» μαθαίνει να οριοθετείται, πια, στο χώρο που του πρέπει: της βιωματικής κληρονομιάς.

ΩΣ ΤΕΤΟΙΟ υφέρπον χνάρι το ψυχανεμίζεσαι κι εδώ, στο «Ενθύμιον». Το πρώτο project των «Παιδιών», μετά το «Consortium in Amato» (2015, με το πολύτιμο label support της L39 / Ν. Μασσαράς και το συζητημένο, φαλλικό εξώφυλλο της Πομπηϊας) και μια πενταετία, έκτοτε, σιωπής˙ όχι, απαραιτήτως, κατ’ επιλογήν.

ΥΠΗΡΞΑΝ χρόνια με περπατησιές σ’ αγκάθια, μια «προσωπική και συλλογική ρομαντική πάλη με θεούς, δαίμονες και κάθε καρυδιάς καρύδι», αλλά κι εκείνο το διαολεμένο πείσμα, που, με την πανάκριβη στήριξη ενός respectful κύκλου φίλων και πιστών (focus, πλην άλλων, στην τριήμερη ηχογράφηση των drums, στο υπόγειο του Γιώργου Μπότη, στη Λευκίμμη), στο φινάλε, βρίσκει (πάντα) τρόπο και πετά ανθούς.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ το «Ενθύμιον»; Δρόμος είναι – όλα είναι δρόμος. Π’ αρχίζεις να τον περπατάς και σε κάθε – κάθε βήμα σου θωρείς να ξεπετάγονται εικόνες. Πρόσωπα. Θύμισες. Ζωγραφιές και μικροϊστορίες απ’ το παλιό αναγνωστικό της κερκυραϊκής του νιότης / και της δικής μας, που να πάρει.

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ / το εισπράττεις με το «καλημέρα». Πριν καν χώσεις την πλάκα στο πικάπ. Απ’ τον τίτλο του L.P., που, όπως εξηγεί ο Παντελής στον M. Hulot / Lifo, προέκυψε «από μια αναμνηστική κούπα των κατηχητικών του Αγ. Ιωάννη του Λάζου Μαντουκίου, όπου χορωδεί ο πατέρας μου κι εκκλησιάζεται η μάνα μου». Και κυρίως, απ’ την απίθανη εικονογράφηση εξωφύλλου – οπισθόφυλλου˙ «η Κέρκυρα», λέει, «στη –για γέλια και για κλάματα- (δι)αχρονία της, μια… μοιραία μετα-φολκλόρ προσέγγιση στο “Δεν ζει κανείς καλά, παρά μόνος” του Σολωμού στον Μαρκορά».

QUIZάκι: πότε, άραγε, τα τελευταία χρόνια, ένα L.P. icon «διηγήθηκε» σε τέτοια έκταση (και παραστατικότητα) τα stories της βελόνας; Τροφή για σκέψη…

ΜΙΑ ΚΑΡΔΙΑ χαραγμένη στον δεντροκορμό… Ένα μπουζούκι… Ένας σκούτζικας… Μια λιτάνευση… Πίσω, βαθιά, το Φρούριο… Πάσχα και Καρνάβαλος, μαζί… Και παράκει, στο ίδιο (δείχνει) ημι-σουρεάλ μοτίβο, ένας μπόμπιρας, που με ρούχο «βενετσιάνικο», αλλά ελληνικότατο τσαρούχι, διαβάζει Αρανίτση – «σ’ αυτόν τον οριακό, αλλοπρόσαλλο τόπο… τόσο συναίσθημα και τόση ελαφρότητα ταυτόχρονα…» (απόσπασμα συνέντευξης στην Ζώη Λιάκα / «Τα Νέα»).

ΟΛΑ ΑΥΤΑ, με κάποιον τρόπο θα τα βρεις μέσα στους στίχους του – και είναι η ανακάλυψη της ακριβούς αντιστοιχίας, ένα εξόχως συναρπαστικό παιχνίδι (υπάρχει απ’ αυτού μια απίθανη συνέντευξη στην Μαριάννα Βασιλείου / mic.gr). Κυριολεκτικά ή αναγωγικά. Μεμονωμένα ή συνδυαστικά. Βεβαίως, όμως, βιωματικά (γιατί, στην τελική, «η στάχτη της παιδικής ηλικίας δε σβήνει ποτέ»), κάτι πολύ πιο πέρα από τη λογική της απλής, ξερής εικονο-καταγραφής, του όμορφου αξιοθέατου ή της στερεοτυπικής «μελαγχολικής αναπόλησης μιας εξιδανικευμένης εποχής που δε γυρίζει πίσω, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι…»

ΤΟ ΕΓΡΑΨΕ ιδανικά η Λίνα Ρόκου / popaganda.gr: «Η Κέρκυρα του Παντελή δεν είναι καρτ ποστάλ, ούτε πλάνο από διαφήμιση μπίρας. Είναι συμπύκνωση βιωμάτων, αισθημάτων και ιδεών…»

ΣΑΦΩΣ πιο σύνθετο, μοιάζει ν’ «ανακαλύψεις» την αντιστοιχία (όχι εικόνας – στίχου, αλλά) στίχου – βιώματος. Το ότι, φερ’ ειπείν, όταν σου λέει πως «το Κανόνι πολιορκείται μυστικά», αναφέρεται «σε ένα πρόσωπο ερωτικού μου ενδιαφέροντος, που έμενε στο Κανόνι» ή πως πίσω απ’ το «ξαφνικά πέρασαν δυο από μπροστά μου» κρύβονται οι φιγούρες του Σολωμού και του Σαββόπουλου. Δεν το αρνείται – «είναι αναπόφευκτο», συνεχίζει, «να υπάρχει ένα κομμάτι που είναι απροσπέλαστο από κάποιον που είναι μακριά απ’ την προσωπική μου κουλτούρα». Η ποίηση, όμως, δεν είναι… ρεπορτάζ. Αλίμονο αν ήταν, το λοιπόν, «αντικειμενική» (υπό την έννοια του «εύπεπτου δι’ όλους»), αλίμονο αν αποσυνδέσεις το πολύπριζο απ’ το προσωπικό, υποκειμενικό στοιχείο (τον κόσμο, την εμπειρία, τη μνήμη, την ιδέα…) του δημιουργού.

Μπαίνεις ως ακροατής και βγαίνεις κοινωνός της ιστορίας – και τούτο είναι, για τον δέκτη, ένα σπάνιο δώρο των «Παιδιών».

ΤΙ ΠΕΤΥΧΑΙΝΕΙ, αντισταθμιστικά , το «Ενθύμιον»; Πως, ακόμη κι αν ο ακροατής δεν καταφέρει να μπει επαρκώς στο κεφάλι του Π.Ε., νιώθει να του προσφέρεται ένας πελώριος -και, κυρίως, οικείος- χώρος να ξεδιπλώσει τα δικά του αντίστοιχα. Ένα δημοκρατικότατο GPS, που (με το λόγο, τον ήχο, την εικόνα – είναι κι εκείνη η έμπνευση της προσφερόμενης, στο πρώτο βινύλιο, ροδέλας του view master, απλά απίθανη) σε οδηγεί με συγκλονιστική ακρίβεια στον «τόπο», αλλά, από εκεί και πέρα, βάζει διακριτικά στην άκρη τους «αναγκασμούς πορείας» (όπως, λ.χ., οι επιβλητικοί συναισθηματισμοί του – εξαιρετικά ενδιαφέροντος, κατά τα άλλα- «Consortium»). Κι ασχέτως απ’ το δρόμο που θα πάρει ο Παντελής σ’ αφήνει να πάρεις κι εσύ, βάσει των δικών σου βιωμάτων, το δικό σου το σεργιάνι (το «χαμηλόφωνο, εσωτερικό, τολμηρό και απέριττο» ύφος που επισημαίνει ο Γ. Φλωράκης / Athens Voice, βοηθά σε τούτη την προοπτική).

ΓΙΑΤΙ «αυτή η χώρα», είναι και σ’ εσένα αβίαστα οικεία (κρίσιμος ο όρος). Γιατί, αν είσαι Κερκυραίος, έχεις και του λόγου σου μνήμες απ’ το παλαιό το Φρούριο (ή, αν δεν είσαι, κάποιο σούρουπο σε παλαιά χαλάσματα)… Τη «νόνα»… Το Μποσκέτο με τα (κάποτε) χρυσόψαρα… Κάποια Μ. Παρασκευή… Κάποιο βράδυ στο «Πολύτεχνο», κάποιο Αναμνηστικό, μια «τρελή Πρωτομαγιά»… Το άγχος κάποιου «σ’ αγαπώ»… Τη νοσταλγία κάποιου «απέραντου θέρους»…  Κάποιον που «σε μίσησε, γιατί μύριζες αγάπη» (ή, εν πάση περιπτώσει, έτσι πίστευες…).

ΜΠΑΙΝΕΙΣ ως ακροατής και βγαίνεις κοινωνός της ιστορίας – και τούτο είναι, για τον δέκτη, ένα σπάνιο δώρο. Νιώθοντας, τελικά, αυτό που, κατά Δημητριάδη, αποτελεί το «κλειδί» κατανόησης του δίσκου: «… τον, κατά Αρανίτση, ορισμό της χαράς». Που πα’ να πει: «Χαρά είναι η λύπη που δεν παροχεύεται στη λήθη, αλλά την επισκέπτεται πρόσωπο με πρόσωπο…».

Explanation: Ευγένιος Αρανίτσης. Ο κερκυραϊκής καταγωγής ποιητής, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, «πατέρας» του βραβευμένου (κρατικό λογοτεχνίας) «Σε ποιον ανήκει η Κέρκυρα» (εκδ. Νεφέλη, 1999). Aυτή η συλλογή, ως κεντρικό προ-κείμενο, αποτελεί εδώ την, τρόπον τινά, εφόρμηση του δίσκου (με δομικό διαχωρισμό σε έξι επιμέρους θεματικές). Και συγκεκριμένα, τα δύο πρώτα tracks (το ομώνυμο και «Τα Αρώματα του Πένθους»), «εκκινούμενα από το δοκίμιο και απολήγοντα σε ισάριθμες φαντασίες», μέσα από συνεπείς επισκέψεις σε «δεκάδες άλλα κειμήλια ενός εμφανούς (δημοσίου) ή κρυφού (ιδιωτικού) Πολιτισμού…»

© Photo Credits: lifo.gr

ΕΙΝΑΙ, τελικά, το «Ενθύμιον» ο καλύτερος δίσκος των «Παιδιών της Παλαιότητας»; Πφφ… «Ξύλινο» (το) ερώτημα˙ τι, πα να πει, στην τελική, «καλός», «καλύτερος» ή «κάλλιστος»; Πώς, διάολο, ορίζεται – καθείς και η γνώμη του… Προτιμώ να «κλέψω», συντασσόμενος, δύο απ’ τις προσεγγίσεις, που κατέγραψε η ήδη κριτική.

ΚΑΤ’ ΑΡΧΗΝ, το «τολμηρός δίσκος – έκπληξη», που υφέρπει πίσω απ’ τις αράδες του Βύρωνα Κριτζά / Sounds Greek to me (βάζοντας, δικαίως, στο… παιχνίδι το ενορχηστρωτικό κομμάτι και το βήμα, «ως “μαέστρος”», του Μάριου Πλασκασοβίτη, «μπλέκοντας μπουζούκια, ηλεκτρικές κιθάρες, κλαρινέτα, όμποε και σαξόφωνα με έναν τρόπο κωμικό και υποβλητικό μαζί, σαν ταινία του Λάνθιμου»). Και –κύρια, ίσως- το «πιο ώριμος από ποτέ» της Αλεξάνδρας Παγιατάκη / ΚΥΜΑ FM.

Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ Δημητριάδης δε διαφωνεί («ναι, ό,τι πιο ώριμο έχω κάνει τραγουδοποιητικά»). Επιλέγοντας, ως super-άκι στην… οθόνη, τούτο ‘δώ: «Ο δίσκος της ζωής μου…  Η παρέλαση μιας πληθώρας προσώπων, τα οποία, είτε με το έργο τους, είτε με την απτή παρουσία τους στη ζωή μου, με σημάδεψαν… Το καταστάλαγμα της κοσμοθεωρίας μου…».

ΔΥΣΚΟΛΑ φθάνεις σ’ αυτό, ακόμη πιο δύσκολα το εκφράζεις επαρκώς. Πείθει πως το πέτυχε. Respect…

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ