21.9 C
Corfu
Πέμπτη, 11 Σεπτεμβρίου, 2025

Παραμύθι, δίχως όνομα (η ιστορία της Ναζλής)

Ένα απ’ τα ωραιότερα κερκυραϊκά παραμύθια, γεννήθηκε μέσα στη φοβερή τουρκική πολιορκία, Αύγουστο του 1716, παραμονές της θαυματουργής διάσωσης του νησιού.

Γράφει ο Τάκης Θύμης

ΜΠΗΚΑ στη δεκαετία των πενήντα και πρέπει ν’ αρχίσω να αντιμετωπίζω το θάνατό μου. Το όνομά μου είναι Giuseppe Pudico. Γνωρίζω ανάγνωση και γραφή. Ήλθα πριν πολλά χρόνια κυνηγημένος από τη Βενετία στην Κέρκυρα˙ είχα καταχραστεί ένα ασήμαντο, για το δούκα Leonardo Sambuco, ποσό, αλλά σημαντικότατο για μένα. Επιθυμώ, λοιπόν, πριν κλείσω τα μάτια μου, να σας διηγηθώ μια ιστορία, που εγώ υπήρξα το τέταρτο, άγνωστο πρόσωπο.

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ τα θυμάμαι έντονα, ακόμη αλαφιάζομαι, όταν οι σκέψεις μου σεριανάνε στα χρόνια εκείνα. Τώρα που πέρασε τόσος καιρός, το ομολογώ: ζήλευα. Ζήλευα πολύ τον Νικόλαο Πιέρρη. Αλλά καλύτερα να τα ξεκινήσω από την αρχή…

ΗΤΑΝ, αν θυμάμαι καλά, γύρω στα 1712, όταν έφθασαν στο νησί -με βενετσιάνικο καράβι απ’ την Πόλη και χαρτιά θεωρημένα απ’ τον εκεί Βάιλο των Βενετών- τρεις παράξενες παρουσίες: ένας λυγερός, καλοστεκούμενος νεαρός, μια πανέμορφη νεαρή κι ένας χοντρός, μαύρος υπηρέτης. Εντύπωση προξένησε στην πόλη η εγκαρδιότητα που έδειξε προς το πρόσωπό τους ο Βενετσιάνος Βάιλος.

ΜΑΘΑΜΕ πως αγόρασαν ένα μεγάλο κτήμα στον Ύψο και εξαφανίστηκαν εκεί. Μη έχοντας κάποιο αντικείμενο εργασίας και εξαντλημένους τους οικονομικούς μου πόρους, τόλμησα και παρουσιάστηκα στον Νικόλαο Πιέρρη και του ζήτησα να ασχοληθώ σαν κηπουρός στο τεράστιο κτήμα που είχε αγοράσει. Με κοίταξε ώρα, μέχρι να αποφασίσει. Τελικά, δέχτηκε. Ανέλαβα, λοιπόν, κηπουρός και έγινα, όπως προανέφερα, το τέταρτο πρόσωπο αυτής της ιστορίας. Μιας ιστορίας που ξεκίνησε σαν όνειρο και τελείωσε σαν ο χειρότερος εφιάλτης.

ΓΙΑΤΙ σανόνειρο επιστρέφει στο νου μου η σκηνή που επαναλαμβανόταν καθημερινά: νωρίς το πρωί, όταν η ομίχλη δεν είχε ακόμη διαλυθεί, σε μια βαμμένη, μαύρη βάρκα, γεμάτη με κατακόκκινα πουπουλένια μαξιλάρια, η Ναζλή να κάθεται αναπαυτικά στην πρύμνη, τραγουδώντας υπέροχα ανατολίτικα τραγούδια… Ο Νικόλαος, έχοντας δέσει την πλούσια μαύρη κόμη μ’ ένα κεχριμπαρένιο ροζάριο, να καπνίζει μια τεράστια πίπα και ο καπνός, αναμιγμένος με την ομίχλη, να φέρνει ευωδιές μυστηριώδεις και εξωτικές, σαν στο παζάρι της Πόλης, ενώ ο Μεχμέτ σιωπηλός, όρθιος και γαλήνιος, έλαμνε νωχελικά.

Το «Νικόλαος Πιέρρης» ήταν, λέγεται, παρατσούκλι – κανείς δεν ήξερε το πραγματικό του όνομα. Έλληνας, τον είχε μαζέψει μικρό ο Τζανούμ Κότζια, τον μεγάλωσε, αλλά κάποια στιγμή που ο πασάς έλειπε σε εκστρατεία, ο Νικόλας πρόδωσε μυστικά της οθωμανικής Αυλής στους Βενετούς της Κωνσταντινούπολης. Η αρπαγή της Ναζλής και η φυγή τους στην Ελλάδα, γιγάντωσε το μίσος του Τζανούμ για το αλλοτινό του ψυχοπαίδι.

ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ και βλέποντας αυτή τη σκηνή συνεχώς μπροστά μου, κατάλαβα γιατί ο Νικόλαος Πιέρρης, ό,τι είχε πραγματικά ποθήσει, το διεκδίκησε και το απέκτησε, ακόμη κι αν γνώριζε ότι το τίμημα θα ήταν υψηλό. Γι’ αυτό και απολάμβανε την κάθε στιγμή σαν να ήταν η τελευταία. Ακόμη και το σπίτι που έφτιαξε έμοιαζε μ’ ένα σεράι. Μια ερωτική φωλιά, ένας παράδεισος, που θα στέγαζε το ζωντανό όνειρο της ζωής του: την κατάλευκη γαλανομάτα καλλονή, τη Ναζλή.

ΜΥΡΩΔΙΕΣ από μυρτιές και δάφνη χάριζε στο πέρασμά της. Ήταν ρητή διαταγή του Νικόλα, ό,τι καρπός από τα δέντρα ωριμάζει να τα προσφέρω στη μικρή αφέντρα. Τα καλοκαίρια, σε δάσος παχύ και δροσερό, η Ναζλή έπαιζε το ούτι της και ο άνεμος το σκόρπιζε πέρα, μακριά, στο πέλαγος.

Η ΕΥΤΥΧΙΑ, όμως, είναι ένα στιγμιαίο καθρέπτισμα στο κάδρο της ζωής. Έτσι, δύο χρόνια μετά, ξαφνικά η Ναζλή αρρώστησε. Σήκωσε υψηλό πυρετό. Κάλεσαν μια γριά χωριάτισσα να της δώσει γιατροσόφια, αλλά και σε τρεις μέρες, νύχτα, ξεψύχησε στην αγκαλιά του Νικόλα.

ΑΠΑΡΗΓΟΡΗΤΟΣ ο Πιέρρης έχασε σχεδόν τα λογικά του. Έθαψε την καλή του ψηλά, στο λόφο που αντίκριζε τη θάλασσα, που τόσο είχε αγαπήσει η Ναζλή. Ο Μεχμέτ εξαφανίστηκε μετά το θάνατό της – άλλωστε, τον μισούσε τον Νικόλα˙ γιατί τον λάτρευε η Ναζλή. Γι’ αυτήν τους είχε ακολουθήσει στο νησί. Δίχως αυτήν, δεν είχε λόγο…

ΕΓΩ, πάλι, θεώρησα σωστό να παραμείνω μαζί του. Ήταν ένα ανθρώπινο ράκος, δίχως διάθεση, χωρίς ελπίδα, στεναχωρημένος και βαθιά θλιμμένος. Όμως μαντάτα άσχημα –καλοκαίρι, πια, του 1716- ήλθαν να ταράξουν τη θλίψη του Νικόλα: ο ναύαρχος της Τουρκιάς, Τζανούμ Κότζια, ερχόταν μ’ έναν τεράστιο στόλο εναντίον της Κέρκυρας. Ήταν αυτός που είχε αγανακτήσει όταν ο Πιέρρης είχα απαγάγει τη Ναζλή απ’ το χαρέμι του Πασά.

ΟΜΩΣ το χειρότερο το έμαθε προτού προλάβει να συνέλθει: ο Μεχμέτ, με μια μεγάλη ομάδα γενίτσαρων, ερχόταν στον Ύψο να τον βρει – η εκδίκησή του. Με την ψυχή στο στόμα, ο Νικόλαος Πιέρρης έφυγε όπως – όπως και ημιθανής κατάφερε να μπει στο αγέρωχο κάστρο της πόλης. Βρήκε τον Σχολεμβούργο, κατατάχτηκε εθελοντής, πήρε θέση τους προμαχώνες, για να υπερασπιστεί το νησί.

ΕΦΘΑΝΕ η στιγμή, που η μοίρα του Νικολάου Πιέρρη άρχιζε να εισπράττει ό,τι γενναιόδωρα, παλαιότερα, του είχε χαρίσει. Είχε αρπάξει τη Ναζλή από το χαρέμι του Πασά και θριαμβευτικά την έφερε στην Κέρκυρα. Τώρα τον άρπαξαν τρομαγμένο οι πρασινοσκούφηδες αγάδες κι αιχμάλωτο τον μετέφεραν στο στρατόπεδο του Τζανούμ Κότζια…

Τη Ναζλή την είχε φέρει μαζί του στην Πόλη, ο Τζανούμ Κότζια, ως «λάφυρο εκστρατείας» απ’ τα βάθη της Ανατολής. Παιδούλα τότε, 15 – 16 χρονών, κράτησε μαζί τον πατριώτη της (κι επίσης συλληφθέντα) Μεχμέτ, που ζήτησε απ’ τον Τζανούμ να γίνει σκλάβος του και να υπηρετεί τη Ναζλή. Ο Τζανούμ το δέχτηκε, αφού πρώτα τον ευνούχισε.

ΤΟΤΕ, στην Πόλη, σχεδόν απαρατήρητος είχε ξεφύγει από αδιάκριτα βλέμματα και ασφαλής έφθασε με τη Ναζλή στο βενετσιάνικο πλοίο, για να φύγουν μαζί μακριά από όλους και από όλα. Τώρα, το επίμονο βλέμμα του Τζανούμ Κότζια τον παρατηρούσε εξονυχιστικά. Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε τους άλλους αιχμαλώτους. Ξαφνικά, σαν κάτι να τον  κέντρισε, επέστρεψε το βλέμμα του στο Νικόλαο και το εστίασε επίμονα επάνω του, ώσπου τον αναγνώρισε.

ΤΟΤΕ, στο πλοίο της φυγής του, είχε αγκαλιά του τη Ναζλή, το θησαυρό του και δεχόταν απλόχερα τα χάδια, τα φιλιά και τις θωπείες της. Τώρα, δεχόταν τα άγρια χτυπήματα του μαστιγίου του ναυάρχου…

ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ, τραυματισμένος βαριά, με χαλασμένα τα δυο του πόδια και σχεδόν βγαλμένο το ένα του μάτι, δεχόταν συνεχώς αλύπητα χτυπήματα και την ίδια ερώτηση: πού είχε κρύψει τη Ναζλή. Ξέπνοα, απάντησε πως είχε πεθάνει. Ο ναύαρχος έκανε πως δεν τον άκουσε. Συνέχισε να τον κτυπά. Τελικά, λιπόθυμο τον φόρτωσαν σε ένα άλογο και περασμένα μεσάνυχτα, με μια καταιγίδα να σκορπά αστραπές, βροντές και καταρράκτες βροχής, ο ναύαρχος, με ένοπλη συνοδεία, έφθασαν στο κτήμα του Πιέρρη, στον Ύψο. Εκεί τον έριξαν στο έδαφος και ο Τζανούμ Κότζια τον ρωτά ξανά πού έχει κρύψει τη Ναζλή.

ΜΕ ΟΣΗ δύναμη του είχε απομείνει, ο Πιέρρης του απάντησε πως είχε πεθάνει πριν από δεκατέσσερις μήνες. Τότε ο ναύαρχος, τρελός από θυμό, άρχισε να τον κλωτσά δυνατά στα πλευρά, ουρλιάζοντας πού την είχε θάψει. Ο Νικόλαος ήταν ένα σάρκινο κουρέλι, με σπασμένα οστά, διαλυμένα μέλη, αισθήσεις που δεν λειτουργούσαν και ένα μάτι θολό, που έβλεπε πια μια άλλη πραγματικότητα, έναν άλλο κόσμο.

Ο ΤΖΑΝΟΥΜ ΚΟΤΖΙΑ έδωσε εντολή να τον γδάρουν όσο ήταν ζωντανός και να πετάξουν, ύστερα, το άψυχο κεφάλι του μακριά –νύχτα της 9ης Αυγούστου.  Αυτό που έκανα τότε εγώ, είναι αυτό που έχει στοιχειώσει την υπόλοιπη ζωή μου. Είμαι εγώ που παρουσιάστηκα στον ναύαρχο και του έδειξα που ήταν θαμμένη η Ναζλή.

ΠΗΓΑΜΕ ψηλά στο λόφο, εκεί που μια ανατολή βροχερή και θλιμμένη μας υποδέχτηκε παγερά και σιωπηλά. Ανάμεσα από μυρτιές και δάφνες, ένας κατάλευκος ζωηρός κρίνος, μ’ ένα ίσιο αλύγιστο κορμό και που, παρά τη βροχή, ένα διακριτικό άρωμα, έλουζε την παρουσία του.

ΑΝΥΠΟΜΟΝΟΣ ο Τζανούμ Κότζια έδωσε εντολή να σκάψουν. Βρέθηκαν τα οστά της κατάλευκης γαλανομάτας, Ναζλή. Τα μάζεψαν προσεκτικά. – και αργότερα, κρέμασαν τον Μεχμέτ και έκαψαν το σπίτι. Ο ναύαρχος επιβιβάστηκε σε μια βάρκα και με ήρεμες κινήσεις, άρχισε να ποντίζει τα οστά της Ναζλή στο πέλαγος. Η λευκοντυμένη οπτασία, που γυρίζει στην παραλία του Ύψου, ζητώντας να μαζέψουν τα κόκαλά της και να τη βάλουν στον τάφο της, είναι το αποτέλεσμα της πράξης μου.

ΝΑΙ, την αγάπησα τη Ναζλή, ποτέ δεν είχα πει τίποτε. Όμως τώρα, μου χάρισε χρόνο χθεσινό και ύπνο αρσενικό. Γυρίζω, δηλαδή, συνεχώς στο ίδιο σημείο, στα ίδια γεγονότα και ανικανοποίητος ψάχνω για πράγματα που δεν υπάρχουν…  

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ