Ο γνωστός Κερκυραίος επιχειρηματίας ξεδιπλώνει, με αβίαστη γραφή, λίγες σκέψεις κι άλλες τόσες μνήμες, με αφορμή την απώλεια του για πάνω από μισό αιώνα στενού του φίλου και εμβληματικού ερμηνευτή.
Ο ΕΝΑΣ, ο Γιάννης Πουλόπουλος, μια από τις μεγαλύτερες φορές που «γέννησε» το ελληνικό πεντάγραμμο, απ’ τη δεκαετία του ’60 κι εξής. Κι ο άλλος, ο Βασίλης Κοντοστάνος, ένας απ’ τους πιο γνωστούς επιχειρηματίες στο νησί, με μεγάλη, πίσω του, πορεία (και) στην Αθήνα.
ΓΝΩΡΙΣΤΗΚΑΝ στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Σε μια μπουάτ της Πλάκας. Έδεσαν. Κόλλησαν. Φίλοι στενοί, καρδιακοί, για πάνω από μισό αιώνα. Τόσο, που κουμπάριασαν (τον έναν, αν δεν το ξέρετε, απ’ τους γιους του Κοντοστάνου, τον Γιάννη / Vrachos, Παλαιοκαστρίτσα, ο Πουλόπουλος τον βάφτισε).
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ τον πρόσφατο χαμό του σπουδαίου ερμηνευτή, ο Βασίλης Κοντοστάνος, άφησε την πένα να κυλήσει. Όχι με την κρύα λογική. Γραφή από καρδιάς. Αβίαστη και ρέουσα. Για τον «δικό του», Γιάννη. Τον Γιάννη που ‘χε για δεύτερη πατρίδα του την Κέρκυρα. Τον Γιάννη απ’ το club στο Κολωνάκι. Τον Γιάννη, που είδε πρώτος, πλην της οικογένειας, τον άλλο γιο του Κοντοστάνου, τον Κώστα (ο γνωστός ορθοπεδικός). Μιας συναυλίας στο «Παλλάς», της εξέδρας του Α.Ο. Κέρκυρα, του Ομάρ Σαρίφ, του Μπελμοντό, «της… ανιψιάς μου, της Αντούλας».
ΛΙΓΕΣ λέξεις, λίγες σκέψεις. Κι ένα πολύ μεγάλο «αντίο»…
Γ Ι Α Ν Ν Η Σ
Μετά των Αγίων, ανάπαυσον Χριστέ…
Οι ευχές και οι δεήσεις της εκκλησίας, λέγονται για όλους. Στη προκειμένη περίπτωση θα μπορούσαν και να μην ειπωθούν, επειδή είναι αυτονόητες.
Γιάννη μου, σου ζητώ συγνώμη. Βέβαιος ότι, αν μπορούσες, θα με μάλωνες γι’ αυτά που γράφω.
Αισθάνομαι όμως, ότι έχω υποχρέωση ως ένας από τους πιο στενούς σου φίλους, να πω κάποια πράγματα για τον άνθρωπο Γιάννη και όχι τον καλλιτέχνη που όλοι, λίγο – πολύ, ξέρουμε (πίστεψέ με, ότι για να σε απολαύσω, όταν τόσα χρόνια σε παρακολουθούσα και σε άκουγα, την ώρα που τραγούδαγες, είχα κατορθώσει να αποβάλλω το αίσθημα της φιλίας…). Τον τίμιο, τον ταπεινό, τον φιλεύσπλαχνο, τον θαρραλέο, τον αρσενικό, τον οικογενειάρχη, τον άντρα – τώρα ήταν, που θα μου μούτρωνες πολύ…
Ο μακαρίτης φίλος μου, Γεράσιμος Λαβράνος, το 1966, που υπηρετούσα στην αεροπορία, με πήρε ένα βράδυ ν’ ακούσω μια φωνάρα -στην Πλάκα, νομίζω, στην μπουάτ «Τετράδιο» ή «Το Στέκι του Γιάννη».
Πραγματικά, έμεινα έκπληκτος από το μέταλλο της φωνής σου, αλλά πρόσεξα τα χέρια σου που ήταν γεμάτα ρόζους.
Στη συζήτηση επάνω, μου είπες ότι είχες τελειώσει τη σχολή μηχανικών του «Προμηθέα» και είχες ανάγκη άμεση χρημάτων, γι’ αυτό δούλευες οικοδομή το πρωϊ, σαν μπογιατζής, και το βράδυ τραγούδαγες για 40 δραχμές.
Ήταν, βέβαια, μόλις είχες απολυθεί από το στρατό, από το «τάγμα των ανεπιθυμήτων», επειδή είχες πει κάποια τραγούδια του Μίκη.
Έπειτα χαθήκαμε και συναντηθήκαμε πάλι το 1968, όταν ανοίξαμε το κλαμπ στο Κολωνάκι.
Η πορεία σου κάθε μέρα ανοδική, έφθασες να είσαι το πρώτο όνομα και ήθελες σχεδόν κάθε ξημέρωμα, μετά τις δουλειές μας, να πηγαίνουμε σε ωραία, μικρά λαϊκά μαγαζιά, «για να αισθανθούμε… πελάτες», όπως μου έλεγες.
Αυτή τη στιγμή και μετά από 51 χρόνια, πατώ τον μεγάλο όρκο που σου έδωσα και ελπίζω να με συγχωρέσεις, για το ότι (φανερώνω πως) τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα πηγαίναμε στη παλιά σου γειτονιά, τον Άγιο Ιερόθεο, τα ξημερώματα και για να μη σε γνωρίσουν, έστελνες εμένα και άφηνα τις σακούλες με τα τρόφιμα εκεί που υπήρχε ανάγκη.
Το βράδυ που γεννήθηκε ο Κώστας, σαν καλά παιδιά είχαμε πιεί λίγο παραπάνω, όταν λάβαμε το τηλεφώνημα για τη γέννα, που έγινε σε μία συγγενική κλινική στην Ελευσίνα.
Μου είπες να οδηγήσω εγώ, γιατί είχες πιεί πολύ στο κέντρο που τραγούδαγες, έχοντας πελάτη εκείνο το βράδυ τον Ωνάση – ο οποίος σε λάτρευε.
Στα μέσα της διαδρομής σου είπα «Γιάννη, να βρούμε ταξί, γιατί τα βλέπω διπλά και θα σκοτωθούμε». Μου είπες -εδώ γελάμε- «άνοιξε, ρε κούταρε, το τζάμι, ακούμπησε το χέρι σου και με τη παλάμη θα κλείσεις το ένα μάτι και θα βλέπεις… μονά!» Και ω, του θαύματος, έτσι έγινε, και παρ’ όλη την αγωνία μας για τον τοκετό, φθάσαμε στην Ελευσίνα ξεκαρδισμένοι απ’ τα γέλια.
Ήσουν ο πρώτος εκτός της οικογένειας, που είδες το Κώστα και όταν μας διαβεβαίωσαν ότι όλα θα πάνε καλά, κατέβηκες και έφερες από το αυτοκίνητο, έναν τεράστιο «Τουϊτι», που είχες αγοράσει τρεις ημέρες πριν.
Θα πω άλλα λίγα και ας με μαλώνεις από εκεί που είσαι…
Στη Κέρκυρα, που ερχόσουν κάθε χρόνο και θεωρούσες δεύτερη πατρίδα σου, έκανες την πρώτη φιλανθρωπική σου συναυλία για τα παιδιά με ειδικά προβλήματα, στον τότε κινηματογράφο «Παλλάς», όπου και σε αποθέωσαν για τη πράξη σου.
Στο γήπεδο για τον Α.Ο. Κέρκυρα πάντα πρώτος, φανατικός οπαδός – έλα, εκεί βρίζαμε και λιγάκι.
Σκλάβωνες καρδιές με τη καλοσύνη σου, με τον ανθρωπισμό σου και με τον ανδρισμό σου.
Θυμάσαι που σ’ ερωτεύθηκε η κόρη (προγονή) του Ομάρ Σαρίφ, που μαζί με τον Μπελμοντό, τον Ρομπέρ Οσέν, τον Ρενάτο Σαλβατόρε και τους άλλους που γύριζαν το φιλμ «Οι διαρρήκτες», ήθελαν κάθε βράδυ να βγαίνουμε μαζί και είχες κουραστεί, γιατί γίνονταν χαμός όπου και να πηγαίναμε μετά απ’ τα μαγαζιά μας;
Θυμάσαι τι τραβήξαμε και οι δυο μας από έναν από τους μάνατζερ των Beatles, τον Albareti, για να περάσεις δοκιμαστικά στην «Apple» και την ωραία απάντηση που του έδωσες… δεν την γράφω γιατί στ’ αλήθεια θα θυμώσεις;
Η μοίρα σου στάθηκε πολύ απλόχερη και έφερε μπροστά σου την Μπέτυ, τη φανταστική γυναίκα σου και μάνα της καταπληκτικής κόρης σου, της… ανιψιάς μου, της Αντούλας, που αγάπησες αμέσως κι αυτή σε λάτρεψε και σου στάθηκε στον ύψιστο βαθμό αφοσίωσης.
Ποτέ δε μου προκύπτει ν’ αδίκησες κανέναν, πάντα να βοηθήσεις, να τρέξεις, να συμπαρασταθείς.
Ανέβηκαν πολλοί καλλιτέχνες ψηλά από τη βοήθειά σου, άσχετα αν δεν σου φέρθηκαν σωστά, ποτέ δεν είπες κακές κουβέντες γι’ αυτούς.
Ο Πουλόπουλος, ο τραγουδιστής, ο συνθέτης, ο στιχουργός, ο ποιητής, ο ζωγράφος, ο χαλκογράφος, είχε πάντοτε την πόρτα ανοιχτή και την αγκαλιά του ζεστή.
Γιάννη μου, δε σου γράφω άλλα, γιατί ήδη σ’ έχω τσαντίσει – χρειάζονται πολλοί τόμοι βέβαια, για να πουν μόνο τα βασικά για σένα.
Ξέρω ότι εκεί που είσαι περνάς καλά και φαντάζομαι την υποδοχή που σου έκαναν οι φίλοι μας, που έφυγαν πριν. Τα χρόνια φεύγουν, πόσο ακόμα… Πάντως, ξέρω ότι θα έχεις φυλάξει μια θέση στο ουράνιο τραπέζι για τον κουμπάρο σου και είμαι σίγουρος ότι δεν θα είναι πρώτο τραπέζι πίστα, που δεν άρεσε σε κανέναν απ’ τους δυο μας.
Φιλιά πολλά.