24.9 C
Corfu
Δευτέρα, 20 Μαΐου, 2024

«Μας βομβαρδίζουν! Οι δειλοί! Οι δολοφόνοι…»

Το χρονικό μιας από τις πλέον δραματικές σελίδες της σύγχρονης κερκυραϊκής ιστορίας: η ιταλική κατάληψη του νησιού, 31 Αυγούστου του 1923. Μια μέρα σαν και σήμερα…

Η δολοφονία (27/8/1923) του Ιταλού στρατηγού, Ενρίκο Τελίνι και τεσσάρων Ιταλών μελών της διεθνούς επιτροπής χάραξης των ελληνο – αλβανικών συνόρων, στο δρόμο Ιωαννίνων – Αργυροκάστρου, γέμισε νερό τον… μουσολίνειο (sic) μύλο. Το συμβάν έγινε επί ελληνικού εδάφους. Ενώ ο (φιλαλβανικής στάσης) Tellini ήταν γνωστό πως βρισκόταν στα… μαχαίρια με τον επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας, Δ. Μπότσαρη. Άρα; – όλα, τακτοποιημένα με ακρίβεια. Η άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης ν’ αποδεχτεί τα εξωφρενικά αιτήματα ικανοποίησης της Ιταλίας, υπήρξε η σταγόνα. Ο Μουσολίνι, φρέσκος ακόμη στο διεθνές, ηγετικό προσκήνιο, απογειώνοντας με την ακόρεστη προσωπική του δίψα, τη διαχρονική επιδίωξη της Ιταλίας για ρόλο Μεγάλης Δύναμης, αν δεν την κατασκεύασε ως άλλοθι έτοιμων σχεδίων, σίγουρα εύρισκε στην όλη ιστορία μια πρώτης τάξεως αφορμή να διεκδικήσει αύξηση επιρροής, εδαφών και αναγνώρισης. Και η Κέρκυρα, με το έντονο ιταλικό στοιχείο, τη γειτνίαση και τη στρατηγική σημασία, αποτελούσε, ούτως ή άλλως, μια σταθερή αναφορά στα κάθε λογής, κατά καιρούς, «ιταλο – ενωτικά ονείρατα» (το ’18 – ’19, νωπό). Το αποτέλεσμα απ’ όλο αυτό το γαϊτανάκι ξεδιπλώθηκε άμεσα. Γράφοντας μια απ’ τις πλέον μελανές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας του νησιού. Η περιβόητη «ιταλική κατάληψη» της Κέρκυρας (η πρώτη, ουσιαστικά, επίδειξη στη διεθνή σκακιέρα του… τι σημαίνει Μουσολίνι), άρχιζε μια μέρα σαν και σήμερα. Ενενήντα επτά χρόνια πριν…  

Γράφει ο Ηλίας Αλεξόπουλος

ΕΜΟΙΑΖΕ με ένα τυπικό, αυγουστιάτικο πρωινό. Ηλιόλουστο κι ανύποπτο. Ο Κερκυραίος ξύπνησε, τεντώθηκε, νίφτηκε, ντύθηκε, κατέβηκε. Άλλος, πήρε το δρόμο για δουλειά. Άλλος, για το καφενείο. Κάποιοι, επέλεξαν τον πρωινό περίπατο. Μουράγια, παραλιακά. Με θέα το Βίδο. Τους στρατώνες του Φρουρίου – με τους 5.000 στριμωγμένους πρόσφυγες. Και τις αχνόθαμπες, απέναντι, ακτές…

ΒΛΕΜΜΑ πάνω – η ώρα, 11.30. Ένα «ιπτάμενο μπαλόνι», πηδαλιουχούμενο αερόστατο, προκαλεί ψιθυρισμούς. Ανησυχία, όχι˙ προς τι άλλωστε; «Κάμαμε κάνα κακό;» Κάποιος διέκρινε το έμβλημα: «Ιταλοί». Και γύρισε πλευρό…

ΒΛΕΜΜΑ βάθος, στον ορίζοντα του όρμου. «Ωρές, παιδία… Και τι κομβόι είναι τούτο;» είπε κάποιος˙ κι άρχισε το μέτρημα. Τρία, πέντε, δέκα, δεκαπέντε˙ κι όσο μεγάλων’ ο αριθμός, τόσο γιόμιζε ο λαός την προκυμαία, να δει «το σπάνιο το θέαμα». Η καταμέτρηση, θα έσωνε στα 23 (ή 17 ή 25, διαφέρουν οι πηγές)˙ Ιταλική αρμάδα, ολόκληρη. Τέσσερα θωρηκτά («Conte di Cavour» / η ναυαρχίδα, «Duilio», «Giulio Cesare», «G. Verdi»), πέντε βαρέα καταδρομικά (μεταξύ τους, τα «San Marco» και «San Giorgio», «Vittorio Emmanouele»), πέντε ελαφριά, μεταγωγικά, συνοδευτικά (συν τέσσερα υδροπλάνα κι ένα υποβρύχιο).

«Conte di Cavour» / η ναυαρχίδα

ΩΡΑ 13.50, το πρώτο πλοίο ρίχνει αγκυροβόλι μπροστά από το Φρούριο. Δεν χαιρετάει την ελληνική σημαία, αλλά και πάλι, λέει ο αστικός ο θρύλος, ελάχιστοι αντάριασαν˙ προς τι, στο κάτω της γραφής; «Κάμαμε κάνα κακό;», ξανάπαν’. «Εθιμοτυπική επίσκεψη θα πρόκειται». Και κάποιοι άρχισαν να χαιρετούν. Με τα λευκά μαντήλια τους… 

ΩΡΑ 14.30. Με τις ιταλικές δυνάμεις, να ‘χουν, πια, αναπτυχθεί, στο σύνολό τους, μεταξύ Κέρκυρας και Βίδο, μια ατμάκατος «ξεκολλάει» απ’ τη ναυαρχίδα και προσεγγίζει την ακτή. Μέσα, ο Antonio Foschini (πλοίαρχος), ο Υποπλοίαρχος, Tsordini (υπασπιστής) και δυο ναύτες. Κατεβαίνουν. Κινούν ευθέως προς το Προξενείο. Και μετά, τη Νομαρχία˙ η ώρα, πλέον, 15.00…

ΝΟΜΑΡΧΗΣ, τότε, ο Πέτρος Ευριπαίος. Του ‘χε κινήσει την περιέργεια η κίνηση. Αλλά και πάλι, γνώριζε καλά ότι η Κέρκυρα «με τη συνθήκη της 29/3/1864, ήτο ουδετέρα». Κάτι, όμως, δεν του πήγαινε καλά…

ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΤΑΙ. Τους υποδέχεται – παραδόξως, αν και γνώστης της ιταλικής, στα γαλλικά˙ αλλά ο Foschini τον διακόπτει. Αγενώς. Βγάζει ένα έγγραφο. Ιταλιστί. Με την υπογραφή του στόλαρχου, Emilio Solari. Το δίνει – κι αρχίζει να εξηγεί. «Κατά διαταγήν της Α.Μ. του Βασιλέως της Ιταλίας, θα προβώ εις την ειρηνικήν κατάληψιν της νήσου. Η κατάληψις θα αρχίζει 30 λεπτά της ώρας, μετά την επίδοσιν της παρούσης (σ.σ. ώστε να προλάβουν οι υπήκοοι τρίτων χωρών να απομακρυνθούν σε θέσεις ασφαλείς)… Εκπνεούσης της προθεσμίας, εάν δεν γίνουν δεκταί εις το ακέραιον αι υπό τούτου διατυπούμεναι αξιώσεις, θα αρχίσω δράσιν δια των μέσων και των δυνάμεων, τας οποίας διαθέτω…»

Ο ΕΥΡΙΠΑΙΟΣ αντιλαμβάνεται πως η κατάσταση είναι ζωσμένη με φωτιά. Διατηρεί, ωστόσο, ψυχραιμία και παλεύει να κερδίσει χρόνο. Προσποιείται πως δεν κατανοεί τη γλώσσα και ζητεί (για τη μετάφραση) την άφιξη του Ιταλού προξένου, του Scellini – βρίσκοντας, στο ενδιάμεσο, τον τρόπο να καλέσει τις υπόλοιπες, εγχώριες αρχές. «Σπεύσατε… Κατάστασις, εξαιρετικώς κρίσιμος…»

O ΠΡΟΞΕΝΟΣ φθάνει. Μεταφράζει. O Eυριπαίος παλεύει να κερδίσει κι άλλο χρόνο. Θέλει περιθώριο να μιλήσει με την ελληνική κυβέρνηση. Ο Foschini αρνείται. «Yπό τας συνθήκας αυτάς, αδυνατώ να σας παραδώσω την νήσον…».

ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, στη Νομαρχία έχουν φθάσει και οι υπόλοιποι: ο Φρούραρχος, Συνταγματάρχης, Παναγόπουλος, ο Δημαρχεύων, Μανιαρίζης, ο Μητροπολίτης, Αθηναγόρας, ο αντιεισαγγελέας, Καζακόπουλος, ο διοικητής της Xωροφυλακής, Mοίραρχος Παπαστεργίου, ο διευθυντής της Αστυνομίας, Σπύρου, ο Λιμενάρχης, Ανδριτσόπουλος. Ο Ευριπαίος ζητεί από τον Foschini τη δυνατότητα, τουλάχιστον, της μεταξύ τους σύσκεψης. «Εντάξει. Αλλά σύντομα…»

ΟΙ ΣΤΙΓΜΕΣ καταγράφονται δραματικές. Να υπάρξει αντίσταση (όπως, κάποια στιγμή, φέρεται να ζήτησε ο Αθαναγόρας); Πώς; Στρατός δεν υπήρχε (100 – 150 άνδρες, όλοι κι όλοι, η Φρουρά), ναυτική δύναμη δεν υπήρχε, όπλα δεν υπήρχαν – τα δυο Φρούρια ήταν παροπλισμένα απ’ τον καιρό της Ένωσης. Πλην, δε, τούτου, ήταν γεμάτα με πρόσφυγες και ορφανά του ’22. Ποιος θα ‘παιρνε την ευθύνη στο πιθανό αιματοκύλισμα; Η κυβέρνηση; Ποια κυβέρνηση; Είχε προλάβει ήδη να μιλήσει ο διευθυντής της Νομαρχίας, ο Σταθακόπουλος, με το Υπουργείο Εσωτερικών (Παπανδρέου), αλλά αν δε του έδινε εντολή, τ’ απάντησε, ο πρωθυπουργός, ο Γονατάς, δεν μπορούσε να του δώσει οιαδήποτε κατεύθυνση˙ κι ο χρόνος έπνιγε. Και η εθνική αξιοπρέπεια; Η καταπάτηση της κερκυραϊκής ουδετερότητας; «Εφ’ όσον δεν έχω διαταγές, αρνούμαι να παραδώσω την πόλη», φωνάζει (και) ο Παναγόπουλος. Ανακατεύονταν όλα αυτά σε μία γάστρα που ζεματούσε κίνδυνο κι αίμα…

ΣΥΣΚΕΨΗ τέλος, Ευριπαίος vs Foschini. O Noμάρχης, εξουσιοδοτημένος απ’ τους υπολοίπους, του απαντά πως δεν έχει οδηγίες απ’ την ελληνική κυβέρνηση και ζητεί, ξανά, το χρόνο, να επικοινωνήσει τηλεγραφικά. «Και η μισή ώρα δεν αρκεί…» «Την απάντησή σας, κύριε Νομάρχα…». Η έντονη νομαρχιακή διαμαρτυρία για καταπάτηση της ουδετερότητας της Κέρκυρας, επίσης δεν έχει αποτέλεσμα: «Την απάντησή σας, κύριε Νομάρχα…» Όπως (δεν έχει) και η επισήμανση Ευριπαίου πως ο Solari ήταν τακτικός επισκέπτης του νησιού, και γνώριζε πως τα φρούρια εστερούντο οπλισμού και ήταν γεμάτα πρόσφυγες και ορφανά. «Την απάντησή σας, κύριε Νομάρχα». Την πήρε: «Η πόλις δε δύναται μεν ν’ αντισταθεί, αλλά δεν παραδίδεται. Ελάτε να την καταλάβετε… Υποκύπτω στη βία…».

ΜΕ ΜΙΑ νευρική κίνηση, ο Foschini του παραδίδει το επίσημο χαρτί των όρων παράδοσης – και φεύγει: υποστολή μέχρι τις 4 (πλέον, 5) της ελληνικής σημαίας και ανάρτηση της ιταλικής, με χαιρετισμό 21 κανονιοβολισμών. Παράδοση της διοίκησης στον υποναύαρχο Βelleni, των αποθηκών υλικού πολέμου και των στρατώνων στρατιωτών και Χωροφυλακής. Αφοπλισμός τους και συγκέντρωση εντός μικρού στρατώνα. Απαγόρευση κυκλοφορίας Ελλήνων αξιωματικών και στρατιωτών, ετοιμασία στρατώνων για τα ιταλικά στρατεύματα, διακοπή τηλεγραφικών, τηλεφωνικών και ταχυδρομικών επικοινωνιών κι έλεγχος στις συγκοινωνίες και μεταφορές ξηράς – θαλάσσης. Άλλως, σημειώνει ο Παπαφλωράτος, «θα ερρίπτοντο τρεις άσφαιροι  κανονιοβολισμοί και θα άρχιζε η αποβίβαση». Και προσθέτει: «Έχει τεράστια σημασία το γεγονός ότι ο Foschini ουδεμία νύξη έκανε περί βομβαρδισμού της πόλεως…»

ΤΟ ΗΜΙΩΡΟ που ακολούθησε, κατεγράφη ως μια απίθανη δοκιμασία κόπου κι αντοχών. Με ασφυκτικά τα περιθώρια, ο Ευριπαίος τρέχει στο τηλεγραφείο, στο λιμάνι. Αναφέρει τα γεγονότα στην Κυβέρνηση. Ζητεί γραμμή – μα, η απάντηση αργεί˙ πάντα αργεί. Κι αρχίζει να εκδίδει, ιδία πρωτοβουλία, σειρά διαταγών – κι έγγραφη διαμαρτυρία στον Solari…

ΕΙΚΟΣΙ λεπτά ακόμη… Φρουρά, αδειούχοι ένστολοι και μαθητές της Σχολής Αστυνομίας, διατάσσονται ν’ αναχωρήσουν για την ασφαλέστερη ενδοχώρα. Και τα όργανα της τάξεως, να μεριμνήσουν για την αποφυγή αντιποίνων…

ΔΕΚΑ ΠΕΝΤΕ… Ο Μανιαρίζης τυπώνει άρον – άρον και τοιχοκολλά προκήρυξη, «προς συνδημότας»:

«Επικειμένης της προσωρινής καταλήψεως της πόλης… παρακαλούμεν τους συμπολίτας μας να μην δώσουν απολύτως αφορμήν τινα προς διατάραξιν της τάξης…» (προφανές, το ενδεχόμενο βομβαρδισμού συνέχιζε να εκτιμάται εκτός σεναρίου).

ΔΕΚΑ… Στο μεταξύ, περιγράφει ανώνυμη πηγή, «τα γεγονότα έγιναν γνωστά… Πλήθη έτρεχαν στην παραλία, μην πιστεύοντας την τερατώδη είδηση, εξ άλλου ακόμη η ελληνική σημαία κυμάτιζε στο Φρούρο…»

ΠΕΝΤΕ… «Στα ιταλικά πολεμικά άρχισαν έντονες κινήσεις, οι πύργοι των θωρηκτών έστρεψαν τις κάνες προς την πόλη, το πλήθος όμως παρέμενε και παρακολουθούσε, μερικοί μάλιστα κολυμβητές στέκονταν κι αυτοί όρθιοι στο νερό και έβλεπαν το απροσδόκητο…».

ΩΡΑ 5.00. Ακριβώς. Τρεις άσφαιροι κανονιοβολισμοί˙ το σήμα. Και μετά…

“Καθημερινή”, φ. 1/9/1923

ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΠΛΗΞΗ, το «Conte de Cavour» βομβαρδίζει το Παλαιό το Φρούριο. Των γυναικόπαιδων, των προσφυγόπουλων – 200 απ’ τα οποία -και τα έβλεπαν (στα 500 μ.  απόσταση ήταν)- έκαναν την ώρα ‘κείνη μπάνιο «εις το βασιλικό λεμβαρχείο». Και το «Premuda», εξαπολύει βολή σημαδεύοντας, στα 300 μ., το Νέο (πρόσφυγες, μαθητές Σχολής Αστυφυλάκων, Βρετανοί εκπαιδευτές, Φρουρά). «Μόνο τότε κατάλαβαν (οι Κερκυραίοι), με φωνές και σκόρπισαν – και μια φωνή ακούστηκε: “Μας βομβαρδίζουν! Οι δειλοί! Οι δολοφόνοι…»

Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ του Σπ. Κατσαρού για τις στιγμές που ακολούθησαν, ίδια με κάθιδρη ενδοφλέβια αιμοσταγούς ανατριχίλας…

«Ο πανικός που κατέλαβε το πλήθος, οδήγησε εφτά χιλιάδες γυναικόπαιδα που έμεναν στο φρούριο να στοιβαχτούν ουρλιάζοντας και ποδοπατώντας το ένα το άλλο, πάνω στη στενή γέφυρα, για να βγουν, να φύγουν. Όλη η πόλη, μέσα σε λίγα λεπτά σηκώθηκε στο πόδι. Γυναίκες με τα εσώρουχα έτρεχαν στους δρόμους, με τα μάτια γουρλωμένα από τον πανικό. Έγκυες έκαναν αποβολή μέσ’ τους δρόμους (σ.σ. 25 κατεγράφησαν). Γέροι σέρνονταν και ούρλιαζαν σπαρακτικά. Ο κόσμος αλλόφρων έτρεχε προς τις εξοχές. Εν τω μεταξύ, φονικές οι οβίδες έπεφταν κατά αραιά διαστήματα (σ.σ. πηγές και αφηγήσεις συμφωνούν πως ο βομβαρδισμός δεν ήταν συνεχής), σκορπίζοντας τον θάνατο…»

ΗΤΑΝ τόσο χαώδης η κατάσταση, που, σύμφωνα με μια αφήγηση, ο Αθηναγόρας, μεστός οργής, έκανε να μπει σε μία βάρκα, μαζί με δύο ιερείς, αποφασισμένος να πλεύσει προς τη ναυαρχίδα των «φρατέλων», για να ζητήσει λόγο. Με το ζόρι τον μετέπεισαν. Η πορεία που ήθελε να πάρει, ήταν στην ευθεία των θανατηφόρων ρίψεων…

ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΩΡΑ, χωμένος στη τηλεγραφείο, ο Ευριπαίος συνεχίζει να παλεύει για μια κουβέντα απ’ την Αθήνα. Εις μάτην – και οι νεκροί αυξάνονται, οι οβίδες αρχίζουν να χαλάνε, πέρ’ απ’ τα φρούρια, το εβραϊκό νεκροταφείο, το Σαρόκο, τα προάστια.

ΚΑΤΑ μεταγενέστερη διήγηση του Γονατά τον αείμνηστο, Γρηγόρη Δαφνή, όταν παρελήφθη το δεύτερο τηλεγράφημα από Κέρκυρα, ο Πλαστήρας, μπαρουτοκαπνισμένος και αψύς, τον ενημέρωσε δια τηλεφώνου πως τρέχει στο τηλεγραφείο της πλατείας Κοτζιά, να στείλει διαταγή στον Φρούραρχο της Κέρκυρας «όπως αντισταθείτε δια τον όπλων». Τον πρόλαβε στο παρά ένα. Σπεύδοντας με τον υπασπιστή του και τον Υπουργό των Εξωτερικών, Αλεξανδρή κι αρπάζοντας, σχεδόν, το χέρι του τηλεγραφητή, στον οποίο ο Πλαστήρας υπαγόρευε τις τελευταίες λέξεις (ο Γονατάς θεωρούσε πως, πέρα από ανώφελη, λόγω του συσχετισμού δυνάμεων, η ένοπλη απάντηση θα έβαζε βούτυρο στο ψωμί του Μουσολίνι για μόνιμη κατάληψη της Κέρκυρας, «μειώνοντας», παράλληλα, την καθολική κατακραυγή της διεθνούς κοινότητας έναντι της φασιστικής επίθεσης, ενόψει της –καταπώς ήδη σχεδίαζε- προσφυγής στην Κοινωνία των Εθνών).

ΩΡΑ 5.27. Η ρητή εντολή του Γονατά στον τηλεγραφητή της Κοτζιά («κλείσε την επικοινωνία με την Κέρκυρα») εγκαταλείπει τον Ευριπαίο στο σκοτάδι. Με ένα μισοτελειωμένο μήνυμα στο χέρι: «… όπως…» Ξαναπαλεύει να επικοινωνήσει, τίποτα˙ δε χωράει άλλη αναβολή: «Μόνοι μας…».

ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ πρωτοβουλία,  στέλνει εντολή στον σηματογράφο του Παλαιού Φρουρίου: «Υψώσατε λευκή σημαία!» Για παύση του πυρός. «Επειδή, δε, λευκή σημαία δεν ανευρισκόταν στο Φρούριο και ο χρόνος περνούσε, τα τέκνα του Ευριπαίου έβγαλαν ένα τεράστιο, άσπρο σεντόνι στο μπαλκόνι του κτιρίου της Νομαρχίας» (Παπαφλωράτος). Είκοσι επτά λεπτά μετά την πρώτη ρίψη, οι οβίδες σώπαιναν. Ο θρήνος, πάλι, μόλις άρχιζε…

ΔΕΚΑ ΠΕΝΤΕ νεκροί, είπε ο απολογισμός του εφιάλτη (και πάνω από 30 τραυματίες και ακρωτηριασμένοι). Έξι γυναίκες, τρεις άνδρες κι έξι ανήλικα παιδιά. Το ένα, η εξάχρονη κορούλα του λογαχού Βρυώνη, το Μαρικάκι – μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, αλλά δεν μπόρεσε, ξεψύχησε. Όταν, λέει, μαθεύτηκε, οι καμπάνες δεν πάψαν’ να χτυπούν. Και παρά την ιταλική απαγόρευση κυκλοφορίας π’ ακολούθησε, η κηδεία της μικρής, το ίδιο κιόλας σούρουπο, εξελίχθηκε σε πάνδημο, λαϊκό προσκύνημα – μ’ εκατοντάδες στεφάνια και λουλούδια να στολίζουνε το φέρετρο και μ’ άλλους τόσους Κερκυραίους, σε μια μοναδική πράξη αντίστασης, να συνοδεύουν με δάκρυ και με πόνο την πομπή, απ’ το νοσοκομείο στο κοιμητήριο (και τον οικογενειακό τάφο των Βρυώνηδων).

ΟΛΟΙ οι υπόλοιποι, ήταν πρόσφυγες. Μικρασιάτες, Ικονιάτες και Αρμένηδες. Το ίδιο κιόλας βράδυ, οι Ιταλοί δώσαν’ εντολή στον Μανιαρίζη να τους θάψει άρον – άρον, σ’ έναν μεγάλο λάκκο στις παρυφές από το Φρούριο. Το εξοργιστικό; Όπως έχει γραφτεί, δεν αναγνώριζαν ότι τους σκότωσαν αυτοί – έστω, όλους (εξ ου και αργότερα, μιλούσαν για επτά νεκρούς). Ισχυριζόμενοι πως… πέσαν’ απ’ τα βράχια! Ο Μανιαρίζης, όμως, είχε προνοήσει: πριν θαφτούν (μ’ έναν, από πάνω, πρόχειρο, ξύλινο σταυρό), ιατροί τους κάναν’ νεκροψία. Το πόρισμα δεν άφηνε αμφισβήτηση…

ΜETAΓENEΣTEΡA, οι σωροί μεταφέρθηκαν σε μια γωνιά (βάθος, αριστερά) του Δημοτικού Κοιμητηρίου και αναπαύθηκαν εκεί. Μια μαρμάρινη πλάκα, στέκει πάντα να θυμίζει τα 14 ονόματα. «Πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, που είχαν στεγαστεί προσωρινά στο Παλιό Φρούριο της πόλης μας». Και «από μια σκληρή στροφή της μοίρας, το καταφύγιό τους έγινε το μνήμα τους, εξ αιτίας μιας απρόκλητης πράξης εχθρότητας…».

ΠΡΟΤΕΛΕΥΤΑΙΟ όνομα της λίστας, η 40χρονη Διαμάντω Κυρίλλου. Γιαγιά του Γιάννη Καλαϊτζόγλου: «Η μητέρα μου», περιγράφει, «με την επίθεση των Ιταλών και σε ηλικία τότε 11 ετών, βρισκόταν στο παράθυρο του δωματίου τους στο παλαιό Φρούριο, το οποίο έβλεπε προς τη θάλασσα (παλιό λιμάνι). Μόλις άρχισε ο βομβαρδισμός, η μητέρα της και γιαγιά μου, Αδαμαντία, ανέβηκε σε ένα σκαμνί για να ανάψει το καντήλι της εικόνας της Παναγίας, για να σωθούν. Δίπλα της, κρατούσε το σκαμνί η μητέρα μου. Από το ανοικτό παράθυρο πέρασε η ιταλική οβίδα και πήρε το κεφάλι της γιαγιάς μου. Μπροστά στα μάτια της μάνας μου. Δεν προχωρώ παρακάτω την περιγραφή…»

Η ΑΠΟΒΙΒΑΣΗ των ιταλικών δυνάμεων στο νησί άρχισε άμεσα. Λιμάνι. Προκυμαία, παραλία. Τους υποδέχονται με… άνθη και ζητωκραυγές, μέλη της ιταλικής κοινότητας της Κέρκυρας, ενώ ο καθολικός Αρχιεπισκόπος, Brindizi, σπεύδει να ευλογήσει «τα παιδιά» (αυτά κι αν θα πυροδοτούσαν πάθη, τους επόμενους καιρούς). Καταλαμβάνουν θέσεις, σκάβουν χαρακώματα, οργανώνουν προγεφυρώματα, με πολυβόλα και πυροβόλα…

ΕΝΤΟΛΗ για κίνηση προς τα δύο φρούρια (+ την κατάληψη τηλεγραφείων και Ασυρμάτου Ποταμού). Στήνουν, στη διαδρομή, ξανά πυροβολεία, παρατάσσουν κανόνια στο χώρο της πλατείας, οργανώνουν περιπόλους ανιχνεύσεως των Κάστρων. Εκστρατεία, κανονική. Με λύσσα. Ο εχθρός; Ανύπαρκτος!

ΟΤΑΝ διαπίστωσαν πως εντός των δυο Φρουρίων, βρίσκονταν μόνο έντρομοι πρόσφυγες και πτώματα, έσπειραν κραυγή αλαλαγμού. Στο Νέο Φρούριο, λεηλατούν τις αποθήκες της Σχολής Αστυνομίας και την κατοικία του Βρετανού Διευθυντή εκπαίδευσης (για «εκπαραθύρωση των επίπλων του», μιλούν οι πηγές). Και στο Παλαιό…

ΓΑΖΩΝΟΥΝ το οίκημα του VII Στρατολογικού Γραφείου (συνελήφθησαν και κάποιο αξιωματικοί). Τσακίζουν έπιπλα, υλικό, λαμπαδιάζουν αρχεία και μητρώα. Το ίδιο και στο Φρουραρχείο. Ακόμη και στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Όπου, πέραν των συλλήψεων (προσωπικό), φθάνουν στο σημείο να διατάξουν την… απομάκρυνση των ασθενών!

ΚΑΠΟΙΑ στιγμή, περιγράφει ο Παπαφλωράτος, «ένας λόχος Ιταλών βρήκε μία ελληνική σημαία, την κρέμασε σαν κουρέλι πάνω σε μία ξιφολόγχη και την περιέφερε χλευαστικώς στην πόλη. Η θλιβερή αυτή πομπή κατέληξε πάνω στην ιταλική ναυαρχίδα, όπου οι Ιταλοί ζητωκραύγασαν υπέρ της χώρας τους και του… ενδόξου στρατού τους. Καθ’ όλη την πορεία της επαίσχυντης αυτής “παρελάσεως”, δεν βρέθηκε ούτε ένας Ιταλός αξιωματικός για να σταματήσει το θλιβερό αυτό θέαμα».

ΣΥΝΕΒΗΣΑΝ κι άλλα – «συμπεριφέρθηκαν με απρέπεια στις γυναίκες… Οι κοπέλες αντιμετώπιζαν τις προκλήσεις των Ιταλών στρατιωτών», σημειώνει ο Κατσαρός, κάνοντας, παράλληλα, λόγο για εκδίωξη από το Φρούριο χιλιάδων γυναικόπαιδων, προσφύγων απ’ το Φρούριο, που «συγκεντρώθηκαν στην κάτω πλατεία, όπου και διανυχτέρευσαν». Έπιαναν χώρο…

ΓΥΡΩ στις 7 μ.μ., η κατάληψη της Κέρκυρας είχε, πλέον, ολοκληρωθεί. Και οι τοίχοι των δρόμων θα γέμιζαν μ’ αυτό…

«Κάτοικοι της νήσου Κέρκυρας,

Μετά τη βάρβαρη σφαγή της ιταλικής στρατιωτικής αντιπροσωπείας (σ.σ. δολοφονία Tellini), η οποία διαπράχθηκε σε ελληνικό έδαφος και κατόπιν της άρνησης της Ελληνικής Κυβερνήσεως (σ.σ. Γονατάς – Πλαστήρας) να συναινέσει στα δίκαια αιτήματα της Ιταλίας, αυστηρές διαταγές της Ιταλικής κυβέρνησης επιβάλλουν την κατάληψη της νήσου σας. Με αυτό, η Ιταλία δεν προτίθεται να διαπράξει πολεμική ενέργεια, αλλά μόνο να εκδηλώσει την ακλόνητη θέληση ώστε να λάβει τις αποζημιώσεις που δικαιούται. Η κατάληψη έχει προσωρινό και ειρηνικό χαρακτήρα και έτσι θα διατηρηθεί, αν η συμπεριφορά σας δεν αναγκάσει την Διοίκηση να λάβει ειδικά μέτρα για να εγγυηθεί την ασφάλεια των ιταλικών στρατευμάτων…

Επί του πολεμικού «Conte di Cavour», στο αγκυροβόλιο της Κέρκυρας, την 31η Αυγούστου 1923,

Ο Αντιναύαρχος, Ανώτατος Διοικητής, E. Solari…»

Εmilio Solari

ΚΑΙ Ο Ευριπαίος; Συνελήφθη στο τηλεγραφείο. Μεταφέρθηκε πρώτα στο «G. Pepe», αγόμενος και φερόμενος από… αξιωματικό σε ναύτη, κατόπιν, μετά από διαμαρτυρία του, στο «Conte di Cavour», όπου άκουσε, λέει, τον λεβέντη τον Foschini να τον… κατηγορεί ως υπαίτιο του βομβαρδισμού, καθώς δεν αποδέχτηκε το τελεσίγραφο και τέλος, αργά το βράδυ, τον δέχτηκε ο Solari. Ο οποίος, γράφτηκε, όταν ρωτήθηκε «γιατί μας βομβαρδίσατε, σκοτώνοντας αμάχους και παιδιά;», απάντησε «κατόπιν διαταγών της κυβερνήσεώς μου», δηλ. του Μουσολίνι (το ίδιο θα δήλωνε, δυο μέρες έπειτα και στον Αθηναγόρα – επισήμως, αργότερα, η ιταλική κυβέρνηση το αρνήθηκε και για να γίνει… πειστική, δια του Υπουργού των Ναυτικών, έστειλε τον Solari στο σπίτι του). Προτού -κι αφού, φρουρούμενος, μάζεψε τα προσωπικά του υπάρχοντα από τη Νομαρχία- στις 2 Σεπτεμβρίου, εκδιωχθεί οικογενειακώς, «δια λόγους ασφαλείας», στην Αθήνα.

ΤΙΣ ΑΜΕΣΩΣ επόμενες ημέρες, οι Ιταλοί κατέλαβαν Παξούς και Αντιπάξους. Ανέθεσαν τη διοίκηση της Κέρκυρας στον Υποναύαρχο, Belleni, όρισαν Νομάρχη τον, ως τότε διευθυντή, τον Σταθακόπουλο (στον Μανιαρίζη επέτρεψαν να συνεχίσει ως Δημαρχεύων), το Φρουραρχείο ανέλαβε ο Ταγματάρχης του Πυροβολικού, A. Morfone, κατέλυσαν την εντόπια Αστυνομική Αρχή (που άρχισε να λειτουργεί υπό ιταλικό έλεγχο στις 11/9) και γενικώς, με τη συνδρομή του Ιταλού υφυπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας κι ενός επιθεωρητή διοικήσεως, επιδόθηκαν σε μια εκτενή προσπάθεια «αφελληνισμού» κάθε διοικητικής πτυχής και την επιβολή ενός οργανωτικού συστήματος διοίκησης κατά το πρότυπο το ιταλικό. Είτε επί της ουσίας (βλ. ακόμη τη νομισματική έλευση της λιρέττας), είτε επί του «φαίνεσθαι γοήτρου» (έτσι, π.χ., το ταχυδρομείο μετονομάστηκε «Poste Italiane», τυπώνοντας και σειρά γραμματοσήμων κατοχής).

Η ΤΕΛΕΣΗ, τις επόμενες ημέρες, έργων υποδομής (χωματουργικές εργασίες προς κατασκευή αεροδρομίου κοντά στην πόλη, προσπάθεια δημιουργίας σταθμού υποδοχής υδροπλάνων στα Γουβιά, συνεχείς προμήθειες μεγάλων ποσοτήτων πολεμικού υλικού κ.λπ.), δημιούργησαν την υποψία σκέψεων μονίμου εγκατάστασης. Δεν αποκλείεται να υπήρχε, όντως, στο πίσω μέρος του μεγαλομανούς κρανίου του Μπενίτο. Πλην, όμως, σημειώνει ο Ιωνάς, της επ’ αυτού ανυπαρξίας αξιόπιστων, χειροπιαστών τεκμηρίων, αλλά και της ήδη, απ’ την 1η Σεπτεμβρίου, ελληνικής προσφυγής στην Κοινωνία των Εθνών, ήταν και οι ίδιοι οι Κερκυραίοι, που, μόλις κάλμαρε, μια στάλα, το κεφάλι τους, έκαναν τα πάντα για να δείξουν στους «Φρατέλους» πως ήταν, επιεικώς, ανεπιθύμητοι. Μα, επ’ αυτού, θα επανέλθουμε σε ιδιαίτερο σημείωμα. Όπως, φυσικά, και για τη λήξη της κατάληψης. Στις 27 του Σεπτεμβρίου…

ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

• Ι. Παπαφλωράτος, «Η ελληνοϊταλική κρίση του 1923 – Το επεισόδιο Tellini», 2009.

• Σπ. Κατσαρός, «Ιστορία της Κέρκυρας – Εξ ερανισμάτων συνταχθείσα», 2003.

• Σπ. Ιωνάς, «Κέρκυρα, Αύγουστος 1923: Προσέγγιση και απομυθοποίηση» (via corfuhistory.eu).

• Aγνώστου, «1923, η κατάληψη της Κέρκυρας από τους Ιταλούς» (via igaiolos.blogspot.com).

• Κ. Αλαμάνου, «Η ιταλική κατάληψη της Κέρκυρας και ο βομβαρδισμός αμάχων» (via txvs.gr)

• A. Kωβαίος, «Όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν την Κέρκυρα», εφημ. «Το Βήμα», φ. 25/4/2010).

• Γ. Ζούμπος, «Το σημαντικότερο γεγονός μετά το “Μεγάλο Πόλεμο”, το οποίο απείλησε την παγκόσμια ειρήνη», εφημ. «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», φ. 29/9/2013.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ