Με αφορμή τη σημερινή (10/9) επέτειο της δολοφονίας της Ελισάβετ, ένα σπάνιο κείμενο απ’ το «Ημερολόγιο των Φαιάκων» του Α. Κούρκουλου.
Επιμέλεια: Ηλίας Αλεξόπουλος
ΓΡΑΦΤΗΚΕ σχεδόν εννιά δεκαετίες πριν. Και συμπεριλήφθηκε σ’ ένα απ’ τα περίφημα «Ημερολόγια» των καιρών: το «Ημερολόγιον των Φαιάκων» του Α. Κούρκουλου, έτος 1933 (εκδ. Ι. Καρανάσου, Αθήναι)… Τίτλος του, «Το Αχίλλειον». Υπότιτλος, «Από τις ωμορφιές της Κέρκυρας». Σε υπογραφή, Σ. Α. Κούρκουλου. Ένα εντυπωσιακό οδοιπορικό στο θρυλικό Ανάκτορο. Αποκαλυπτικό, όχι μόνο για την «αισθητική γραφής» της εποχής, αλλά και για την αναπαράσταση των εσωτερικών κι εξωτερικών χώρων του όλου συγκροτήματος, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου… Με αφορμή τη σημερινή (10/9) επέτειο της δολοφονίας της Ελισάβετ (Σίσσυ), το Corfu Stories ξεσκονίζει το αρχείο του. Και παρουσιάζει πλήρες το δυσεύρετο κειμήλιο. Σε ορθογραφία εποχής.
Κάποιο απόγευμα Αυγουστιάτικο˙ ο ήλιος γέρνει προς τη δύση του κι’ η άμαξα που μας παίρνει στο Γαστούρι ανεβαίνει σιγά – σιγά τον ανήφορο. Γύρω η φύσις οργιάζει˙ ολούθε πράσινο˙ εληές πολλές˙ ένα απέραντο δάσος από φουντωμένες εληές, που έχουν φυτρώσει από πολλά χρόνια. Κι’ ανάμεσα στις εληές αυτές, χαριτωμένες τσοπανοπούλες, πανώρηες κοπελλούδες του Γαστουριού και των γύρω χωριών, με τις μπλε φούστες, το άσπρη στηθούρι και το μαντύλι στο κεφάλι, βόσκουν τα πρόβατά τους, καθισμένες κάτω στις ρίζες κάποιας γέρικης εληάς και πλέκουν τραγουδώντας, πότε αλέγρα, πότε παραπονιάρικα, μα πάντα πολύ γλυκά, σαν να ‘θελαν να συναγωνιστούν τα πουλιά που πετούν χαρούμενα από κλαδί σε κλαδί.
Τρελλά κοπέλλια της Αφροδίτης –τα πιο ώμορφα κοπέλλια του νησιού- που ζουν, μακρυά απ’ τους τύπους και τους κανόνες που δένουν τη ζωή, ξένοιαστα, αμέριμνα μέσα στη φύση, σε κάνουν να τα μακαρίζης και να θυμάσαι το στίχο που ο Βιργίλιος τραγουδάει στα Γεωργικά του:
«Fortunatus et ille deos qui novit agrestes!»
Τ’ αμάξι μας σταμάτησε˙ μπροστά μας έχομε μια υπέροχη σύνθεση από δάση, ουρανό και θάλασσα˙ μια μεριά που έχει στήσει το θρόνο της και βασιλεύει η ευτυχία˙ ένα αθάνατο τοπείο˙ ένα τοπείο που η φύσις έχει κάνει τα πιο παράξενα νάζια της.
Από τη βορεινή πλευρά διακρίνομε την ακτή του Αγίου Νικολάου, τη λίμνη του Χαλικιόπουλου που φεγγοβολά ανάμεσα από τα φυλλώματα των δένδρων, τα δύο νησάκια που επέπνευσαν το πινέλο του Μπέκλιν και παρέστησαν το νησί των Νεκρών, έπειτα τη Βλαχέραινα και το ιστορικό Κανόνι. Κι’ απέναντι τα βουνά της Ηπείρου σκεπασμένα από ένα εναέριο πέπλο ελαφρότατης ομίχλης. «Εδώ», λέει ο Γρηγορόβιος, «είναι ο καθρέπτης της Αρτέμιδος. Ο Ενδυμίων κοιμάται μεταξύ των σμυρτιών. Οι νύμφες κατεβαίνουν να λουσθούν, δίχως κανείς να τις βλέπη, κάτω από το φως του φεγγαριού που λάμπει απάνω στα κύματα».
Απ’ την άλλη μεριά η θάλασσα˙ μια θάλασσα ατέλειωτη, μα ήσυχη με παράξενους χρωματισμούς˙ θάλασσα ναζιάρα, που στέλνει στο νησί του Αλκινόου, τα παράπονα των θαλασσινών…
«Θάλασσα βαρεί την άμμο,
σ’ αγαπώ μα τι να κάμω;
Θάλασσα πικρό είν’ το κύμα,
σ’ αγαπώ κι’ ας είναι κρίμα!»
…και τα τραγούδια των Ψαράδων…
«Μια βαρκούλα θ’ αρματώσω,
με σαράντα δυό κουπιά,
και μ’ εξήντα παλληκάρια
να σε κλέψω μια βραδειά!»
Λίγο δεξιά η γραμμή Μπενίτσα με τα μικρά χαριτωμένα σπιτάκια της, που καθρεφτίζονται μέσα στα νερά και στις απέραντες αμμουδιές. Κι’ από τη δυτική πλευρά μια θάλασσα, ένας απέραντος ωκεανός από δέντρα, βουνά, λόφους και λίμνες, σπήτια, μοναστήρια και νεκροταφεία.
Τα χωριά του νησιού με τ’ άσπρα σπητάκια τους βρίσκονται μπροστά μας. Ένα υπέροχο ταμπλώ από ήσυχες θάλασσες, καθαρούς ουρανούς και πλούσια δάση. Μια κινηματογραφική ταινία φυσικής μεγαλοπρέπειας άφθαστη, ασύγκριτη.
Μέσα σ’ αυτή την πηγή της ευδαιμονίας έζησε και η Ελισάβετ της Αυστρίας˙ η δυστυχισμένη εκείνη γυναίκα, η άτυχη Βασίλισσα, η πονεμένη Μητέρα, που τόσο δυνατά κτυπήθηκε από τη Μοίρα. Και για μια στιγμή, με Αρχιτέκτονα τα όνειρα της φαντασίας της που σκιρτούσε, έκτισε ένα παλάτι μυθικής ωραιότητος.
Η θάλασσα και οι ανθοστεφανωμένοι λόφοι του ωραιοτέρου νησιού της Μεσογείου της χαμογελούσαν. Η πληγωμένη της ψυχή ζητούσε καταφύγιο στην ερημιά. Κι’ έτσι ο Ιταλός αρχιτέκτων Ραφαήλ Καρίτο πραγματοποιεί τα όνειρά της. Της έκτισε το ονειρώδες παλάτι της, το άσυλό της, το καταφύγιο της βασανισμένης ψυχή της˙ μέσα στο πράσινο, μέσα στη φύση για να μπορή να τη ρουφάη άπληστα, αχόρταγα!…
Και το ρωμαντικό αυτό ανάκτορο, που κτίσθηκε στα θεμέλια του φτωχικού σπητιού του Κερκυραίου φιλοσόφου Βράϊλα, σε Πομπηϊανό ρυθμό, το ωνόμασε Εκείνη, Αχίλλειο! Του χάρισε το όνομα του Αχιλλέως, του θριαμβευτού ήρωος, του οποίου το άγαλμα στημένο βασιλεύει εκεί μέσα, συμβολικό αριστούργημα του ιστορικού παλατιού, που καθώς κρατάει το δόρυ και την ασπίδα πάνω από τη θάλασσα των αγαλμάτων και των λουλουδιών φαίνεται σαν ένας περίεργος Θεός του έρωτος και του θανάτου. Του χάρισε το όνομα του ήρωος, τον οποίο εθαύμαζε, περισσότερο ίσως κι’ από τον Χάϊνε, τον γλυκό Γερμανό ποιητή, τον οποίο ελάτρευε.
Όποιος πήγε ‘κεί μέσα στα παληά χρόνια, πριν αγορασθεί από τον Κάϊζερ κι’ είδε τον «Χάϊνε» και τον «θνήσκοντα Αχιλλέα», έργο του Βερολινέζου γλύπτου, Χέρτερ, ανάμεσα από πολύτιμα φοινικοειδή που κρύβουν «το Άντρον της Καλυψούς», το σπήλαιο αυτό των σταλακτιτών, που αν είχε καθρέφτες θα ‘μοιαζε με σπήλαιο μυθικής Νεράϊδας – είναι αδύνατο να μη θυμήθηκε το μεγαλούργημα του Γκαίτε.
Εκεί οι γάμοι της Ελένης του Μενελάου με τον Φάουστ στο γοτθικό του πύργο, συμβολίζουν την νεώτερη τέχνη, ένα γοητευτικό, υπέροχο προϊόν της ενώσεως του Μεσαιωνικού ρωμαντισμού προς τις παραδόσεις της Ελληνικής αρχαιότητος. Εδώ η ιδεώδης ένωσις της τελειοτέρας ηρωϊκής μορφής απ’ όσες εδημιούργησε η Ομηρική Μούσα, προς έναν από του πιο χαρακτηριστικούς αντιπροσώπους του νεωτέρου πνεύματος. Ένα δυσκολοσύλληπτο μίγμα, αφαντάστου αισθηματικότητος και διαβολικής ειρωνείας. Και εξηγούμαι: Απ’ τη μια μεριά ο αισθημαϊκός Χάϊνε, σου θυμίζει κάποιο τραγούδι του:
«Απ’ τη ζωή και την αγάπη την κρυμμένη,
απ’ τα κρυφά φιλιά που σε μεθούν,
από τα μάτια που γλυκά γελούν,
τι νόμισες αιώνιο πως θα μείνη;»…
Κι’ απ’ την άλλη μεριά, ο γυιός της Θέτιδος, ο ατρόμητος, ο μη υποχωρών προ ουδενός, ο φοβερός, ο ταχύπους, ο ακαταμάχητος Αχιλλεύς, που με ζωγραφισμένα τα χαρακτηριστικά της υπέρτατης οδύνης στο θεϊκό πρόσωπό του, τραβάει από την φτέρνα το μοιραίο βέλος, που κατώρθωσε να τον καταβάλη, να εκμηδενίση το ασήμαντο αυτό πραγματάκι. Εκείνον που σαν σίφουνας έπεφτε ανάμεσα στους εχθρούς, σε κάνει να νομίζης πως βρίσκεσαι προ της ειρωνείας προσωποποιημένης.
Ε! αυτή η ένωσις δίνει μια καθαρή εικόνα της ψυχής, της γυναίκας Εκείνης, την οποίαν αποτελούσαν και συνετάρασσαν συγκρούσεις, αντιθέσεις και ονειροπολήματα που ο καθένας δεν μπορεί να τα νοιώση.
Και να τώρα βρισκόμαστε μπροστά στο έρημο αυτό κομψοτέχνημα. Βαρύ κι’ επιβλητικό, ίσως δυσάρμοστο στη θελκτική εκείνη τοποθεσία και στο ειδυλλιακό πλαίσιο που το περιτριγυρίζει, θαρρείς και περιμένει Εκείνην κι’ έχει κλειστές τις πόρτες του για κάθε άλλον.
Ωστόσο προχωρούμε. Πεύκα, φτελιάδες, ιτιές, πορτοκαλλιές και θεώρατα κυπαρίσσια προβάλλουν μπροστά μας, σαν να θέλουν να μας εμποδίσουν να μπούμε, για να μην ταράξωμε τη γαλήνη του βασιλείου εκείνου των πουλιών, των μαρμάρων και των λουλουδιών. Άλση δεξιά κι’ αριστερά μονοπάτια καθαρά ολόϊσια, που δεν έχουν τη θλιμμένη όψη της εγκαταλείψεως, που φαίνονται σαν να περιμένουν με λαχτάρα, μα και υπομονετικά, τον ερχομό Της!
Μια έντονη συμφωνία από τις σφυριξιές των φειδιών και τα τραγούδια των πουλιών που οργιάζουν μέσα στις μαύρες τούφες των κυπαρισσιών και πάνω στους ευκάληπτους, αποχαιρετώντας την ημέρα με το μυριόστομο φωνητικό κοντσέρτο τους, που σκορπίζεται αρμονικά κι’ ανεβαίνει ψηλά σαν ύμνος ευχαριστήριος στον Δημιουργό, μας κάνει να σταματήσωμε για μια στιγμή.
Σε λίγο προχωρούμε˙ ένας χάλκινος Ερμής κάθεται αμέριμνος πάνω στη βάση του τη μαρμάρινη, που μόλις διακρίνεται ανάμεσα από τις σμυρτιές κι’ απέναντί του ένα λεβέντικο ναυτόπουλο μέσα σε μια τριήρη, έτοιμο να σαλπάρη. Σύμβολο που το δημιούργησε ο έρωτας της άτυχης γυναίκας προς τα ταξείδια και τις περιπλανήσεις, το πάθος αυτό που την έφερε τόσο γλήγορα και τόσο αναπάντεχα στο θάνατο.
Μια εκκλησούλα Βυζαντινού ρυθμού, μια αίθουσα φαγητού, ρυθμού Αναγεννήσεως και καπνιστήριο Πομπηϊανού ρυθμού. Δεξιά μας ανάγλυφος ο πατήρ «ανδρών τε Θεών», ο αφέντης Δίας, μέσα στο τέθριππο άρμα του, κρατάει περήφανα τον κεραυνό, τον οποίο προορίζει για να καταστρέψη τους Τιτάνες. Κι’ αριστερά ο πολυμήχανος Οδυσσεύς μέσα σ’ ένα άλλο τέθριππο. Άλλο σύμβολο μυθιστορηματικής περιπέτειας.
Στη μέση μια μεγάλη αίθουσα υποδοχών με έργα Τέχνης ονομαστών Καλλιτεχνών. Και γύρω, πάνω στους τοίχους και στην οροφή μια σειρά ατέλειωτη πινάκων, αναγλύφων και τοιχογραφιών. Όλα αυτά είναι φτιαγμένα με γούστο καλλιτεχνικό και καλαισθησία που δίνει πιστά τα ψυχικά χαρίσματα Εκείνης.
Μούσες και παρθένες μέσα σ’ ανθισμένους Παράδεισους, ερωτιδείς και κωμικοτραγικά συμπλέγματα Σατύρων – οι κακόμοιροι! Όταν το Αχίλλειο ήταν Γαλλικό Νοσοκομείο, επί της κατοχής, έπαθαν πολλές καταστροφές – που ποικίλουν τη μονοτονία των ερωτικών ζωγραφικών συνθέσεων.
Ξέχασα κάτι˙ αντίκρυ στην είσοδο «ο θριαμβεύων Αχιλλεύς», πάνω σε μια μαρμάρινη μαύρη, ραβδωτή στήλη. Ζωντανή απεικόνισις του θριάμβου και της πολεμικής αλκής, μπροστά στη μαρμάρινη σκάλα˙ στη σκάλα εκείνη που τόσες φορές ανέβηκαν, μια ρωμαντική Αυτοκράτειρα, που σήμερα δεν είναι πια, παρά μια ηρωϊς κάποιου παληού ρωμάντζου κι’ ένας θρυλλικός αυτοκράτορας, που τώρα βρίσκεται εξόριστος.
Προχωρούμε ακόμη. Σ’ ένα γυάλινο περίπτερο της βορεινής πλευράς, η ωραιοτέρα εκδήλωσις της ζωγραφικής του ανακτόρου. Μια ηρωϊκή σύνθεσις σε βαθμό αποθεώσεως˙ ο Αχιλλεύς σέρνει έπειτα από ένα θρίαμβο, πίσω απ’ το άρμα του τον Έκτορα, του βασιληά της Τροίας τον γυιό, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ενθουσιασμού˙ ο λαός μεθυσμένος απ’ τη νίκη ακολουθεί κι’ ο άτυχος Πατέρας, ο γέρο – Πρίαμος, βλέπει την κατάντια του παιδιού του, μα δεν τολμά να κινηθή˙ ίσως μονάχα κάποιο δάκρυ ν’ αυλακώνη το ρυτιδωμένο του πρόσωπο…
Και να τώρα το περιστύλιο των Νυμφών˙ ένας απέραντος διάδρομος˙ μια σειρά από μαρμάρινες στήλες με τις ωραίες σιωπηλές Νύμφες στη γραμμή, προκλητικές, ολόγυμνες˙ στα πρόσωπά τους, θαρρείς πως είναι ζωγραφισμένη η υπέρτατη ευχαρίστησις της ερωτικής μέθης.
Στον πρώτο όροφο ήσαν τα διαμερίσματα του Φραγκίσκου Ιωσήφ και της αρχιδούκισσας Μαρίας Βαλεντίνης, η οποία, όταν έγινε η καταστροφή του αστικού θεάτρου της Βιέννης κατά το 1884, ζήτησε ως πρωτοχρονιάτικο δώρο του 1885 να της παραχωρήσουν ένα παιδί από εκείνα που ορφάνεψαν απ’ την καταστροφή αυτή που έδωσε τόσο υλικό στις εφημερίδες κι’ έγινε αφορμή, την άλλη μέρα του δυστυχήματος, να στείλη το κεντρικό γραφείο του τηλεγράφου της Βιέννης 12.673 τηλεγραφήματα και να λάβη 11.227, σχετικά όλα με το φοβερό συμβάν.
Μια πλατειά σκάλα, φτιαγμένη κατ’ απομίμησι του θεάτρου του Μελοδράματος των Παρισίων, μας φέρνει στο δεύτερο όροφο, στα διαμερίσματα της Ελισάβετ. Μέσα στο λουτρό της, ένα σύμπλεγμα τρελλής αγάπης˙ ο Πάρις και η Ελένη είναι αγκαλιασμένοι, ευτυχείς. Κι’ έξω από τα διαμερίσματα των Κρόμπριντς, η Αφροδίτη με μια περιστέρα, τ’ αγάλματα του Απόλλωνος και της Ήρας κι’ η Άρτεμις με τη φαρέτρα και τα βέλη της. Κι’ από πάνω ο έφηβος των Αντικυθήρων σ’ ένα επιβλητικό μαρμάρινο θρόνο.
Ύστερα οι μικροί κήποι του μεγάλου εξώστη που οδηγεί στο περιστύλιο με τις μαρμάρινες προτομές. Ρήτορες, ποιηταί, στρατηγοί και φιλόσοφοι των αρχαίων Αθηνών, ποζάρουν ανακατεμένοι ‘κεί μέσα, περιστοιχισμένοι από τις ωραιότατες Μούσες.
Στη μέση του πάρκου η δεξαμενή με το συντριβάνι, με τα πολύχρωμα ψάρια και τα καθαρά της νερά, μέσα στα οποία καθρεφτίζονται τα κυπαρίσσια και οι ευκάληπτοι, και οι χάλκινες μορφές του Σατύρου – που θαρρείς πως σε κοροϊδεύει- του Τρίτωνος και του Διονύσου.
Και φτάνομε στο γλυπτικό κομψοτέχνημα, στο άγαλμα του «θνήσκοντος Αχιλλέα», του ήρωος γα τον οποίο τραγούδησε η λύρα του μεγαλειτέρου των ποιητών.
Όλα αυτά τα δωμάτια με τους αυτοκρατορικούς θυρεούς και τα στέμματα τα ζωγραφισμένα στους τοίχους, με τη σέλλα που καβαλίκευε ο Κάϊζερ, όταν υπέγραφε τα έγγραφά του, με τα δωμάτια του Κρόμπριντς και τις ταράτσες της Βικτωρίας, είναι έρημα. Κι’ η εκκλησιά με την περίφημη «Καπέλλα» που εικονίζει τη δίκη του Χριστού ενώπιον του Πιλάτου, με το «Αρμόνιο» και το αδαμαντοκόλλητο Ευαγγέλιο –δώρο του προτελευταίου Τσάρου- όλα έρημα, κλειστά, βουβά. Σιωπή νεκρική, παντού σιωπή. Και μονάχα ο αντίλαλος των βημάτων μας μοιάζει σαν εγερτήριο σάλπισμα που ξυπνάει τις αναμνήσεις.
Όλη η Ελληνική ιστορία, ο Όλυμπος με το μέγα κράτος των Θεών και ολόκληρη η Ελληνική Μυθολογία, είναι μπροστά μας, ζωντανή. Κι’ ανάμεσα σ’ αυτά καθρέφτες, μεγάλοι καθρέφτες, που στα κρύσταλλά τους καθρεφτίζονταν η νεραϊδένια ωμορφιά μιας δυστυχισμένης Αυτοκράτειρας, τα στριμμένα, σε σχήμα ωμέγα μουστάκια ενός αυτοκράτορος κι’ οι σιλουέτες τόσων πριγκήπων και πριγκηπισσών που έζησαν ‘κεί μέσα. Περασμένα χρόνια, περασμένα μεγαλεία, που χάθηκαν, που έσβυσαν…
Μέσα σ’ αυτό τον επίγειο Παράδεισο, μέσα στο Αχίλλειο, η ρωμαντική αυτοκράτειρα, η μυστικοπαθής και βασανισμένη Εκείνη ψυχή, έζησε πολύ λίγο. Έφυγε γλήγορα, πήγε σ’ άλλες μεριές, σ’ άλλα πυκνόφυλλα άλση, ζητώντας να κρύψη απ’ τον κόσμο της ύπαρξή της, να ξαλαφρώση το στήθος Της, από το βάρος του χαμού του Ροδόλφου της, που τόσο το πίεζε.
Και τώρα, ενώ Εκείνη κοιμάται τον βαρύ κι’ ανονείρευτο ύπνο κοντά στον τάφο του παιδιού Της, μέσα στις σκοτεινές κατακόμβες της Μονής των Καπουκίνων, στη Βιέννη, το ανάκτορο εκείνο, στο οποίο ξεφύτρωσαν Θεοί, Ημίθεοι και ήρωες, Νύμφες και Νεράϊδες με αγαλματένια κορμιά, και Μούσες, μέσα σε πίδακες, σπηλιές και άντρα, ζη μονάχο, έρημο, μα δίχως ζωή, δίχως ψυχή, με μόνη συντροφιά κάποια Σκιά, που παραπονιάρικα τριγυρίζει από πάνω του…