Η εκδίωξη της πανώλης στη σημερινή «ουρανία» του Ι.Ν. του Αγίου αποτελεί την αντικατάσταση της αρχικής επιβλητικής σύνθεσης του, κατά Δε Βιάζη, «Σχολάρχου της νεοελληνικής τέχνης».
Γράφει ο Ηλίας Αλεξόπουλος
Η ΔΙΠΛΗ (1630, 1673) θαυματουργή διάσωση της Κέρκυρας απ’ το θανατερό δρεπάνι της πανώλης, εξελίχθηκε γρήγορα σ’ ένα απ’ τα δημοφιλή «θέματα» του εικονογραφικού κύκλου του Σπυρίδωνος. Κατ’ αρχήν, σε εικόνες. Ξύλινες, φορητές. Ώσπου ήρθε η δεκαετία του 1720. Και η απόφαση στολισμού του «ουρανού» του Ναού του˙ η ιστορία της θρυλικής «ουρανίας» (soffitto) άρχιζε κάπου εκεί…
ΤΟ ΦΙΛΟΔΟΞΟ έργο ανατέθηκε στον Παναγιώτη Δοξαρά (1662 – 1729). Τον, κατά την υποψία της Αδαμοπούλου, πιθανό εισαγωγέα του όρου (ουρανία), «για τις διακοσμημένες οροφές εκκλησιών με ένθετους πίνακες».
Η ΕΠΙΛΟΓΗ του δεν ήταν τυχαία. Το ’27 ο Μανιάτης Δοξαράς, δεν είχε απλά παγιωθεί ως κορυφαίος ζωγράφος – αγιογράφος της εποχής εντός του ευρύτερου ενετοκρατούμερου χώρου, αλλά και σε δημιουργό – σηματοδότη της στροφής της ελληνικής ζωγραφικής απ’ τη βυζαντινή τεχνοτροπία στη δυτικότροπη αναγεννησιακή τέχνη. Ο Σπ. Δε Βιάζης δεν τσιγκουνεύεται στο λόγο του: «Σχολάρχης της νεοελληνικής τέχνης». Με βασικά, ανανεωτικά χαρακτηριστικά τη χρωματική αρμονία – ζωηρότητα και την πρωτόφαντη, για τα ελληνικά δεδομένα, natural απόδοση προσώπων κι εκφραστικής.
ΕΠΙΠΛΕΟΝ, το 1719 είχε προηγηθεί η απόδοση του περίφημου ολόσωμου πορτραίτου του στρατάρχη, Johann Matthias von der Schulenburg (συν ένα δεύτερο, αργότερα), με τη Binion να σημειώνει πως ο ζωγράφος (νωρίτερα, σε Ρώμη, Βενετία) «πιθανόν να βρισκόταν στην ακολουθία του Στρατάρχη στην Κέρκυρα προκειμένου να απαθανατίσει τις επιχειρήσεις του» (ο Π. Γιοχάλας εμφανίζει δεδομένα τον Δοξαρά, ως αξιωματικό, στον Ι.Ν. Αγίου Σπυρίδωνος κατά την πανηγυρική δοξολογία με αφορμή τη λύση της πολιορκίας του 1716). Όπερ προσθέτει το δεδομένο της ήδη οικείωσης δεσμών του καλλιτέχνη με τον τόπο. Ενώ παράλληλα, η (ήδη) σύνθεσή του, «Αποθέωση της Βενετίας», για το δούκικο παλάτι της Γαληνοτάτης (έργο με σαφείς αντιστοιχίες απαιτήσεων μ’ αυτές της «ουρανίας»), αποτελούσε ένα εντυπωσιακό δείγμα γραφής, που δεν γινόταν να αγνοηθεί.
ΟΠΩΣ και να ‘χει, η επιλογή του Δοξαρά αποδείχτηκε ιδανική. Παραδίδοντας μια καταπληκτική, πολύπτυχη σύνθεση (1724 – ’27) 17 διαφορετικών θεματικών εικόνων – φατνωμάτων: στις τέσσερις γωνίες οι Ευαγγελιστές. Κι ενδιαμέσως, στον κυρίως χώρο, 13 στιγμιότυπα απ’ τον θαυματουργό βίο του Αγίου. Μεταξύ τους και το θαύμα της εκδίωξης της πανώλης, σε δύο μάλιστα εκδοχές – κατ’ αντιστοιχία προφανώς Βαϊων και Πρωτοκύριακου. «Έργο κάλλιστο και μέγιστο», κατά τον Σπύρο Λάμπρο. «Δαπάνη ευσεβών Κερκυραίων», ελαιογραφίες «επί υφάσματινου ιστού», στο πάνω και κάτω δεξί μέρος της σύνθεσης.
«Ο ΑΓΙΟΣ», περιγράφει η Κουρή για το δεύτερο, «κρατάει με τα δυο του χέρια ανεστραμμένο ξύλινο Σταυρό μεγάλων διαστάσεων (σ.σ. στο έτερο σχεδίασμα ο σταυρός αποδίδεται ορθός) και με αυτόν είναι έτοιμος να καταφέρει θανατηφόρο πλήγμα κατά της πανώλης. Η χολέρα απεικονίζεται σαν ανθρωπόμορφο πτερωτό τέρας, που κρατάει στα χέρια της δρέπανο, με το οποίο θερίζει ανθρώπινες ζωές (σ.σ. στο έτερο, εμφανίζεται πεσμένη στο έδαφος)». Ενώ «κάτω από το τέρας διακρίνουμε μία γυναίκα, που κρατάει στην αγκαλιά της ένα άρρωστο ή ίσως νεκρό παιδί, θύμα της φοβερής αρρώστιας. Η γυναίκα κοιτάζει τον Άγιο με δέος και τον παρακαλεί να επέμβει θαυματουργικά, για να δώσει λύση στο δράμα των κατοίκων της νήσου (σ.σ. τούτο απουσιάζει παντελώς απ’ την δεύτερη εικόνα)».
ΔΥΣΤΥΧΩΣ, το αυθεντικό έργο δεν σώθηκε. Φθορά και υγρασία «ζήτησαν» έναν και κάτι αιώνα έπειτα, την «ανανέωσή» του. Το ένα σενάριο, έλεγε «επιδιόρθωση». Το άλλο, «αντικατάσταση». Ο λόγος, για τον οποίο ο τότε ιδιοκτήτης του ναού, Γεώργιος Βούλγαρις, αποφάσισε το δεύτερο, δεν είναι ευκρινής. Δεδομένα, ωστόσο, μεταξύ 1852 και 1871 ο Κερκυραίος, Νικόλαος Ασπιώτης, ανέλαβε την «αντιγραφή» των έργων Δοξαρά. Χαρίζοντας τις εικόνες που κοσμούν την «ουρανία» ως σήμερα.
ΕΡΓΑ εξαιρετικά, το δίχως άλλο. Αν και ο Παπαγεωργίου, συγκρίνοντάς τα μ’ αυτά του Δοξαρά, ομιλεί αυστηρά περί «κοινών και πόρρω απεχόντων της καλλιτεχνίας των πρώτων», άποψη την οποία ασπάζεται και η Ελ. Παπάζη («ουδεμία ισοστάθμιση προς εκείνες τις εικόνες κατά την ευτέλεια και το υπερφυσικό τους στοιχείο δεν υπήρχε»).
Η ΤΥΧΗ των αρχικών συνθέσεων του Δοξαρά, αγνοείται. Ο Παπαγεωργίου έγραφε πως «άτινα διεσκορπίσθησαν, τινά ηγοράσθησαν βραδύτερον υπό Ευρωπαίων αρχαιοκαπήλων και ιεροκαπήλων και άλλα εντελώς κατεστράφησαν». Προσθέτοντας πως γύρω στα 1890 είχε προσωπικά την ευκαιρία να διακρίνει δύο εξ αυτών (δεν τα κατονομάζει) «εν τω ναϊσκω του παρά το Κανόνι νησιδίου Υ.Θ. των Βλαχερνών˙ αλλά και αύται τανύν (σ.σ. 1920) δεν σώζονται…». Το λες και κρίμα…
ΠΗΓΕΣ
• Σπυρίδων Παπαγεωργίου, «Ιστορία της Εκκλησίας της Κέρκυρας, από της συστάσεως αυτήν μέχρι του νυν», Κέρκυρα, 1920.
• Αναστασία Κουρή, «Η ιδαιτερότητα των εκκλησιών της Κέρκυρας», σε enromiosini.gr
• Έλενα Παπαζη, «Ο ζωγράφος Παναγιώτης Δοξαράς», σε trattatodellapittura.blogspot.com (απ’ όπου και η αναφορά Δοξαρά, εκ του «Περί ζωγραφιάς Παναγιώτου Δοξαρά», Αθήνα, 1871).
• Mίλτος Καρκαζης, «Ο ζωγράφος Παναγιώτης Δοξαράς και ο στρατάρχης Σούλενμπουργκ», σε academia.edu.
• Μαίρη Αδαμοπούλου, «Ο ιππότης – ζωγράφος που σύστησε τον “Λιονάρδο του Βίντζη”», tanea.gr