20.9 C
Corfu
Τρίτη, 6 Ιουνίου, 2023

«Το πεπρωμένο στο αφηγηματικό έργο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη» στην Αναγνωστική

Η Διοικητική Επιτροπή της Αναγνωστικής Εταιρίας Κερκύρας, στο πλαίσιο των επετειακών εκδηλώσεών της για τη συμπλήρωση 100 ετών από το θάνατο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1872-1923), σας προσκαλεί στην...

Σε λειτουργία ο Ξενώνας Φιλοξενίας Γυναικών στο Δήμο Κ. Κέρκυρας

Στο ∆ήµο Κεντρικής Κέρκυρας και Διαποντίων Νήσων, λειτουργεί  Ξενώνας Φιλοξενίας Γυναικών, θυμάτων έμφυλης βίας/ή και πολλαπλών διακρίσεων και των παιδιών τους. Ο Ξενώνας λειτουργεί µε χρηµατοδότηση...

Σύσκεψη για τη δημιουργία Κέντρου Καινοτομίας στην Κέρκυρα

Η δημιουργία Κέντρων Καινοτομίας με έδρα την Κέρκυρα για την Α’ θμια και Β’ θμια εκπαίδευση της Π.Ι.Ν. ήταν το αντικείμενο σύσκεψης εργασίας που...

Ο “Χονδρογιάννης Ηλεκτρικά” είναι online στο chondrogiannis.gr

Από το 1975 είναι ο άνθρωπος δίπλα μας. Τους γνωρίζουμε, μας γνωρίζουν. Τους εμπιστευόμαστε, μας σέβονται. Η εταιρεία "Χονδρογιάννης Ηλεκτρικά", παρέχει όλες εκείνες τις υπηρεσίες...

Η περίπτωση του Τζούλιο Καϊμη: «L’ Homme Perdu» πα’ να πει «χαμένος άνθρωπος»

Με αφορμή τη σαν σήμερα (31/1/1982) απώλεια μιας μάλλον λησμονημένης, γοητευτικής μορφής γραμμάτων και τεχνών και πρώτου μελετητή του ελληνικού Θεάτρου Σκιών, γέννημα της εβραϊκής κοινότητας της Κέρκυρας.

«Τον είδα, τυχαία, στο δρόμο, χαμένον μέσα στο ανώνυμο πλήθος,

να περιφέρη το μειλίχιο βλέμμα του,

πάνω από την τύρβη του αθηναϊκού δρόμου,

αυτόν τον παράξενο, τον αλλόκοσμο θα έλεγα, Ιούλιο Καΐμη»

Τέρπος Πηλείδης (Ελεύθερος Κόσμος, 9/3/1980)

Επιμέλεια: Ηλίας Αλεξόπουλος

© PhotoCredits: Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος (via lifo.gr)

Είχε πάρει το δρόμο για το σπίτι, όταν ένιωσε τους παλμούς του να χτυπούν σε τέμπο ακανόνιστο. Ξεκούρδιστο ταμπούρλο. Που πόναγε. Σουβλί… Λύγισε τα γόνατα˙ ένας στερνός βηματισμός. Τρεμάμενος. Μετέωρος. Κάτι πάλεψε να πει. Δεν μπόρεσε˙ ένα πνιχτό, μονάχα, μουγκρητό. Λυπητερό. Πριν σωριαστεί. Ακίνητος. Στο βρώμικο τσιμέντο… Δυο – τρεις περαστικοί έτρεξαν να δουν. Ζούσε; Και ποιος ήταν; Ζύγωσαν τ’ απεριποίητο, ασκητικό του μούτρο. Τ’ αχτένιστα μαλλιά. Το φθαρμένο, λερωμένο του παλτό ˙ «ο καημένος», είπε κάποιος. Και ψελλίζοντας, πίσω απ’ τα δόντια, μια ευχή για «τον φτωχούλη του Θεού», τράβηξε, είπαν, την τσαλακωμένη άκρη ενός χαρτιού, που ξεμύτιζε απ’ τσέπη. Το διάβασε˙  είχε τη σφραγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού. Και ημερομηνία ημερών: «Βεβαιούμεν ότι ο κ. Giulio Caimi…» Το περίμενε για χρόνια ετούτο το χαρτί. Η έγκριση. Μιας σύνταξης. Μικρής. Για χρόνια το Υπουργείο του αρνούνταν. Όταν το κατάφερε, ήταν πια 85. Το έβαλε στην τσέπη. Και τράβηξε για σπίτι του. Με τα δυο μικρά δωμάτια και τον χορταριασμένο κήπο. Δεν μπόρεσε. Δεν πρόφτασε – ίσως, γράφτηκε, απ’ το κρύο… ή την πείνα… ή την (αιώνια) μοναξιά…

Στο εβραϊκό κοιμητήριο της Αθήνας, μια γραφή στο κρύο μάρμαρο, στέκει πάντα να θυμίζει: «Ιούλιος Χαϊμης • Κέρκυρα 1897 – Αθήνα 1982 • Λογοτέχνης – Ζωγράφος». Ήταν. Και αυτά. Και πόσα ακόμα…

ΤΑ ΤΕΛΗ του 19ου αι., ήταν μια κρίσιμη στιγμή για την εβραϊκή κοινότητα της Κέρκυρας. Επίκεντρο, τα «Εβραϊκά». Τότε (1891), που η ανακάλυψη του πτώματος μιας Εβραιοπούλας, της Ρουμπίνας, σ’ ένα σακί στην Παλαιολόγου και η, εκ του αντιθέτου, εντόπια διαρροή, πως την έλεγαν Μαρία, ήταν χριστιανή και «τη σκοτώσαν’ οι Εβραίοι για να της πιουν το αίμα» πότισε μισάνοιχτες πληγές με καθαρό οινόπνευμα. Μίσος, τρόμο, αίμα, πογκρόμ, κλυδωνισμούς και προσφυγιές…

ΕΤΟΣ 1897. Ο απόηχος, μπερδεμένος με τα χνώτα του (ατυχούς) ελληνο-τουρκικού πολέμου. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον θα έφερνε η οικογένεια Καϊμη / Χαϊμη, τον πρώτο της βλαστό. Τον Τζούλιο / Ιούλιο…

ΚΑΛΗ φαμίλια οι Καϊμηδες, Ρωμανιώτες (ελληνόφωνοι Εβραίοι). Εύρωστη, με τ’ αρχοντικό δίπλα στην «ελληνική» συναγωγή, την «Γκρέκα».

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ, Μωϋσής (1864-1929), δάσκαλος, πρόεδρος της τοπικής κοινότητας, προσωπικός φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου, σημαντικός εβραιολόγος, εκδότης του «Ισραηλίτη Χρονογράφου» (πρώτα Κέρκυρα, αργότερα Αθήνα), αιώνιος αναζητητής των δεσμών ελληνικού και εβραϊκού στοιχείου, φίλος του κύκλου των Ντ. Θεοτόκη, Πάλλη, Μαβίλη, Γαβριηλίδη, Παπαδιαμάντη, Καρκαβίτσα, ακραιφνής δημοτικιστής (και παρών, κατ’ εκδοχή, στα «Ευαγγελικά» του 1901), αρθρογράφος στον «Νουμά» και σειράς ξένων εντύπων (Ιταλία, Πόλη, Κάιρο, Λονδίνο). Η μάνα του, Φανή Γιασουλά («έφυγε» το 1951), γόνος παλιάς οικογένειας Ηπειρωτών εμπόρων στη Μασσαλία και πρώτη εξαδέλφη του πλέον διαπρεπούς, διαχρονικά, εκπροσώπου της κορφιάτικης εβραϊκής κοινότητας: του Άλμπερτ Κοέν.

Ο Τζούλιο Καΐμη (άνω δεξιά) στις Δελφικές γιορτές, το 1927.

ΕΝΑ ΣΠΑΝΙΟ, εν περιλήψει, σύμπλεγμα πνευματικών, προοδευτικών αναφορών, που, διάσπαρτες στον αέρα που ανέπνεε ο Τζούλιο και υπό τη… μεντορική ράβδο του πατέρα του, διαμόρφωσαν και τη δική του κουλτούρα. Όχι ως απλή, στείρα μάθηση. Αλλά (και) ως οπτική. Τρόπο. Προτεραιότητες. Ένα αλλιώτικο ανοικτό παράθυρο με θέα («δάσκαλο στην υψηλή περιέργεια για τον κόσμο…», τον είπε κάποτε), ασυμβίβαστη με την αποδοχή του προφανούς ή του ακαδημαϊκά «σωστού». Αλλά μ’ εμφανή την ανάγκη αναζήτησης του διαφορετικού. Του «εσωτερικού». Του πίσω απ’ τη βιτρίνα, ακόμη του «περιθωριακού». Μια πιο μποέμ, ευαίσθητη ματιά. Πέρα, μοιραία, απ’ την persona του κλασικού κοσμικού καλλιτέχνη – διανοούμενου (μια «άλλη όψη» του… νομίσματος Κοέν) ή του επαναπαυμένου γόνου της ευκατάστατης φαμίλιας. Γοητευτικό. Μα, κι επικίνδυνο. Δυνητικά αυτοκαταστροφικό˙ σαν κάθε λογής περπατησιά σ’ ανήλιαγους δαιδάλους…

Ο ΚΟΥΤΡΟΥΛΗΣ το ‘πε έτσι: «Αδιάφορος για τα πρακτικά ζητήματα της ζωής, δυσεξιχνίαστος και μυθολογικός… Ένας μαιτρ της αυτοεγκατάλειψης…». Άλλοι, φέρνοντας στο νου την ώριμη εικόνα του στους δρόμους της Αθήνας, επέλεξαν αυτό: «L’ Homme Perdu». Χαμένος άνθρωπος. Προχειροντυμένος, μ’ ένα παλιό κουστούμι και μια φθαρμένη καμπαρντίνα. Ψηλόλιγνος, «σκούρος», αξύριστος και ασκητικός. Λιγόλογος και απομονωμένος (εκτιμάται πως μέτρησαν σ’ αυτό τα οξύτατα προβλήματα ακοής, που κουβαλούσε από μικρός).

ΣΤΟΝ ΩΜΟ, έφερε πάντoτε μια ταλαιπωρημένη τσάντα, «μπαλωμένη» με πινέζες, όπου φύλαγε χαρτιά, σχέδια, μολύβια (κατά τον Ρακά, δώρο του παλαιόθεν φίλου του, ζωγράφου, Στέρη – την έκαψαν στο «Αγία Όλγα» όταν πέθανε), ένας ελεύθερος «τσιγγάνος» του (λιγότερο χαρτογραφημένου) κόσμου, με δική του διάσταση του χρόνου, λάτρης όσων ικανοποιούσαν την αλήθεια του, σε πείσμα των «κανόνων» (της τάξης ή της τέχνης του) και του ιδανικού πλατωνικού έρωτα (με μία Ιταλίδα), αντί του ατελούς σαρκικού, «υπεράνω ψόγου ή επαίνου», όπως έλεγε ο Τσαρούχης (εφημ. «Καθημερινή», φ. 8/3/1982). «Ήταν τόσο ανεξάρτητος… Είχε ξεπεράσει τόσο τις ανθρώπινες ανάγκες, που το να τον βοηθήσεις ήταν σαν να τον προσβάλλεις…»

Αριστερά, 1971. Δεξιά, σχέδιο του Φώτη Κόντογλου (1938).

ΕΚΦΡΑΣΤΗΚΕ από νωρίς αυτό το σύμπαν τ’ ανικανοποίητου. Από τα πρώτα χρόνια μετά τη μετακόμιση της φαμελιάς από Κέρκυρα, Αθήνα (το 1906) και τις σπουδές του στο τότε Σχολείο των Τεχνών (τα πρώτα μαθήματα τα ‘χε πάρει απ’ τον Βικάτο, στο νησί). Με την «ποιότητα» των πρώτων συνεργασιών του (ανταποκριτής της «La Tribuna», αρθρογράφος σε «Φραγκέλιο» και «3ο μάτι»). Ή την επιλογή των «χώρων», που επέλεξε να καταστεί συνδαιτημόνας: απ’ τις «Δελφικές Εορτές» του Σικελιανού, ως το «Άσυλο Τέχνης» (του Βέλμου)…

ΕΚΦΡΑΣΤΗΚΕ με τα «μπροστά απ’ την εποχή τους» πρόσωπα του κύκλου του. Τσαρούχης, Χατζηκυριάκος – Γκίκας, Καζαντζάκης, Κόντογλου, Πικιώνης, Vrieslander… Εκφράστηκε με τις στοχαστικές, πεζές περιπλανήσεις του, σε Παλαιστήνη, Αίγυπτο και Άγιο Όρος… Δύση και Ανατολή… Τη συνεχή του αναζήτηση δεσμών ανάμεσα σ’ ελληνισμό κι εβραϊσμό (οξύτατος, κριτικός μελετητής Βίβλου, Καμπάλα και Ταλμούδ), την συγκλονιστική πολυγλωσσία (12 οι γλώσσες που μιλούσε) ή τις πρωτοποριακές του μεταφράσεις, ακόμη κι απευθείας απ’ τα σανσκριτικά…

ΕΚΦΡΑΣΤΗΚΕ με την ιδιοτυπία των εικαστικών του έργων. Πίνακες με, συχνά, υλικά ευτελή. Φτιαγμένα, αρκετά, σε κάποια ταβέρνα του Περαία ή κάποιο καπηλειό της Πλάκας, ανάμεσα σε μισομεθυσμένα χνώτα και καημούς… Κάποτε τους δώριζε. Σπάνια τους πουλούσε (όσο – όσο, για κάποιο πιάτο φαγητό). Ποτέ δεν τους εξέθετε. Είναι χαρακτηριστικό πως το έργο του (κάπου 70 «λάδια», κυρίως φιγούρες ή τοπία / Κέρκυρα, Αττική, Ιερουσαλήμ…) συγκεντρώθηκε και εκτέθηκε, πρώτη φορά, μόλις το 1995, με πρωτοβουλία του Ελληνοεβραίου, Μισέλ Φάις, συνοδεία λευκώματος (εκδ. Caratzas)˙ εν πολλοίς, το «σημείο μηδέν» της εξόδου του άγνωστου, ως τότε, Τζούλιο Καϊμι απ’ τη λήθη.

ΕΚΦΡΑΖΟΤΑΝ κι απ’ το σπίτι που επέλεξε να μένει: ένα ταπεινό δυαράκι στον Περισσό, μ’ ελάχιστα έπιπλα, γεμάτο χαρτιά, βιβλία, εφημερίδες, πίνακες και σχέδια – νύχτα, σε σχέση με τα αρχιτεκτονικά πρότυπα των αστικών οικιών της πόλης και τον οικογενειακό «πύργο» στο Θησείο. Και το οποίο, λέει ο Μιχάλης Κατσαρός, κατάφερε να χτίσει απ’ το πενιχρό του εισόδημα (και) ως σκαλιστής επιγραφών σε επιτύμβια μάρμαρα! Κυρίως, όμως, εκφράστηκε μ’ αυτό…

«Karaghiozi: ou, La comédie grecque dans l’âme du théâtre d’ombres». Στα γαλλικά – η γλωσσική μόδα της ελίτ. «Καραγκιόζης, η (αρχαία) ελληνική κωμωδία στην ψυχή του Θεάτρου Σκιών»…

ΕΤΟΣ 1935, έκδοση «Ελληνικές Τέχνες», Αθήνα – διανθισμένη με 42 σκίτσα του Δεδούσαρου και του Vrieslander. Η πρώτη μελέτη που γράφτηκε ποτέ στον τόπο για το Θέατρο Σκιών. Κι αυτός, ο Τζούλιο Καϊμη, ο πρώτος του μελετητής…

ΤΑΙΡΙΑΖΑΝ με τον Καραγκιόζη. Λαϊκο-περιθωριακός˙ τον γοήτευε. Δίχως «βιβλιογραφία»˙ τον ιντρίγκαρε. Με, θεωρούσε, ένα υπόβαθρο που βαστούσε, λαογραφικά, από αιώνες˙ τον κινητοποίησε . Κι έπιασε δουλειά˙ υποκλινόμενος, ως θάνατον, σε ό,τι θα κατέθετε ως απολύτως θαυμαστό σε σπάνια συνέντευξή του στον Αχ. Χατζόπουλου («Ελευθεροτυπία»), το ’79 (φ. 4/11): «Από τότε που το ελληνικό κράτος ανασυστάθηκε, στα πρώτα μισά του περασμένου αιώνα, μια πλούσια άνθηση από τα ποικίλα στοιχεία, ειδύλλια, σάτιρες, βουκολικά τραγούδια κ.ά., έδωσαν τη γέννηση στο λαϊκό θέατρο. Και, πράγμα παράξενο, η παράδοση αυτή, που διατηρήθηκε στο πνεύμα και στην ψυχή του λαού, συγχωνεύτηκε και μορφοποιήθηκε σε μια θαυμαστή ενότητα, πάνω στη σκηνή του θεάτρου σκιών του Καραγκιόζη…»

ΤΑΞΙΔΕΨΕ σε Αττική και Πελοπόννησο, όπου ήκμαζε η τέχνη. Έψαξε ρίζες, ιστορία, εξέλιξη, τους μύστες˙ υλικό πρωτογενές. Ξένο ή βιωματικό (κι έτσι, διεσώθη η παλαιότερη γνωστή αναφορά σε παράσταση θεάτρου Σκιών στην Κέρκυρα, πρώτη δεκαετία του αιώνα: «Θυμάμαι κάποιες κωμωδίες του Καραγκιόζη, που είδα να παίζονται, όταν ήμουν παιδί στο όμορφο νησί όπου γεννήθηκα, και οι οποίες μου άφησαν μια ανάμνηση γεμάτη γοητεία, φαντασία και χαρά»). Βρήκε δασκάλους του Θεάτρου Σκιών, μίλησαν, είδε παραστάσεις, μυήθηκε σε μυστικά, τον τρόπο που ο Καραγκιόζης, κατά την πάγια πεποίθησή του, απορροφά κι εκφράζει, ως συνέχεια, «την αρχαία τραγική παράδοση με το σατιρικό και ηρωολατρικό χαρακτήρα που εκφράζει» (Πετσάλης). Συνέλεξε (επιλέγοντας, συχνά, την ασυνήθιστη, τότε, μέθοδο της συνέντευξης), φίλτραρε, έραψε κι εντέλει, «γράφοντας για τον Καραγκιόζη τα ωραιότερα, τον συνέλαβε πρώτος ως ένα πολύπλευρο πολιτιστικό φαινόμενο, με διαστάσεις ιστορικές, κοινωνιολογικές και αισθητικές» (Πετρόπουλος).

ΠΕΠΕΙΣΜΕΝΟΣ πως ο Καραγκιόζης ήταν, πια, ο «ήρως της ζωής του», το ’37, επανήλθε. Βγάζοντας, εκδόσεις «Κύκλος», το «Η Ιστορία και Τέχνη του Καραγκιόζη» – ένα μικρό βιβλιαράκι, πρώτη προσπάθεια καταγραφής των (66) καραγκιοζοπαικτών στη χώρα, απ’ την έλευση του Καραγκιόζη στην Ελλάδα, ως τις μέρες του (1860 – 1935)… Φθάνοντας από την άγουρη κατανόηση, στην πίστη πως, πίσω απ’ τον Καραγκιόζη, έστεκε ακμαίο το αιώνιο αερικό τ’ Αριστοφάνη («μήπως στα παράξενα αυτά νευρόσπαστα θα κρύβονταν τα ίχνη της αρχαίας διονυσιακής παράδοσης, τα οποία πιστεύονταν χαμένα για πάντα;»), ενσαρκώνοντας, ουσία, τον ελληνικό λαό, μέσα απ’ τη διαχρονικότητα των αντιθέσεών του.

«Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ», έλεγε, «δεν είναι μόνο, ο αντίθετος τύπος απ’ τον συμπαίκτη του, όσον αφορά τον χαρακτήρα του. Είναι ακόμα σε διαρκή αντίθεση με τον ίδιο του τον εαυτό.» Ο καλός και ο κακός. Ο κωμικός και ο τραγικός. Τα βράδια και οι λιακάδες του. Οι γκάφες. Και η εξυπνάδα του. Ο Έλληνας…

Info

Η πρωτοποριακή μελέτη του 1935 εξεδόθη εκ νέου, κρίσιμα για την «αναβίωση» του Καϊμη, το 1990, απ’ τις εκδόσεις Γαβριηλίδη: «Καραγκιόζης ή Η αρχαία κωμωδία στην ψυχή του Θεάτρου Σκιών». Σε επιμέλεια Κ. Μέκκα – Τ. Νήλια και bonus τις αυθεντικές ξυλογραφίες του Ολλανδού, Κλάους Φρισλάντερ.

Με πληροφορίες από… Μ. Φάις, «Τζούλιο Καϊμη – Ο οδοιπόρος, ο ζωγράφος, ο αφηγητής», περ. «Αντί»τ. 627, 31.1.1997 & κείμενο αναδρ. έκθεσης Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος, Μάιος 2003 • Γ. Πετσάλης, «Τζούλιο Καϊμη – Εβραϊκής καταγωγής διανοούμενος από την Κέρκυρα» (corfu-museum.gr) • Σαμσών Ρακάς, «Τζούλιο Καϊμη: ο λησμονημένος διανοούμενος της αυτοεγκατάλειψης» (1-2.gr) • Δ. Ρηγίνος, «Ελληνικές εβραϊκές προσωπικότητες του 20ου αιώνα», περ. «Χρονικά», Ιούλιος – Αύγουστος 2008 (via lifo.gr, «Μια σκέψη για τον Τζούλιο Καϊμη, Ανακαλύπτοντας τυχαία τον τάφο του», επιμ. Στ. Σταβέρης) • Σπ. Κουτρούλης, «Ο νεοελληνιστής Τζούλιο Καϊμη» (koutroulis-spyros.blogspot.com) • Ηλ. Πετρόπουλος, «Υπόκοσμος και Καραγκιόζης», εκδ. Νεφέλη, 2013.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

«Το πεπρωμένο στο αφηγηματικό έργο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη» στην Αναγνωστική

Η Διοικητική Επιτροπή της Αναγνωστικής Εταιρίας Κερκύρας, στο πλαίσιο των επετειακών εκδηλώσεών της για τη συμπλήρωση 100 ετών από το θάνατο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1872-1923), σας προσκαλεί στην...

Σε λειτουργία ο Ξενώνας Φιλοξενίας Γυναικών στο Δήμο Κ. Κέρκυρας

Στο ∆ήµο Κεντρικής Κέρκυρας και Διαποντίων Νήσων, λειτουργεί  Ξενώνας Φιλοξενίας Γυναικών, θυμάτων έμφυλης βίας/ή και πολλαπλών διακρίσεων και των παιδιών τους. Ο Ξενώνας λειτουργεί µε χρηµατοδότηση...

Σύσκεψη για τη δημιουργία Κέντρου Καινοτομίας στην Κέρκυρα

Η δημιουργία Κέντρων Καινοτομίας με έδρα την Κέρκυρα για την Α’ θμια και Β’ θμια εκπαίδευση της Π.Ι.Ν. ήταν το αντικείμενο σύσκεψης εργασίας που...

Ο “Χονδρογιάννης Ηλεκτρικά” είναι online στο chondrogiannis.gr

Από το 1975 είναι ο άνθρωπος δίπλα μας. Τους γνωρίζουμε, μας γνωρίζουν. Τους εμπιστευόμαστε, μας σέβονται. Η εταιρεία "Χονδρογιάννης Ηλεκτρικά", παρέχει όλες εκείνες τις υπηρεσίες...

infoDATA: Μας αρέσει όταν μας αποκαλούν “Εργαλείο των επιχειρήσεων”

Η infoDATA ιδρύθηκε το 2004 από τον Άκη Μεσσιάν, με σκοπό την παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών πληροφορικής για χώρους Τουρισμού και Μαζικής εστίασης, την παροχή...