6.9 C
Corfu
Παρασκευή, 17 Ιανουαρίου, 2025

Η Υβόν, κόρη Σανσόν, στην Κέρκυρα των 30s…

Με αφορμή τη σημερινή (13/2) Παγκόσμια Ημέρα Κινηματογράφου, η ιστορία της… Κερκυραίας ντίβας της Cinecitta, που έλαμψε ως «Μπιμπί» στο μνημειώδες «Μια ζωή την έχουμε» των Τζαβέλα – Φίνου (1958).

Γράφει ο Ηλίας Αλεξόπουλος

ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 23/7/2020

ΕΝΑ ΣΕΝΑΡΙΟ. Του Τζαβέλλα. Μια ιδέα. Του Φίνου. Συναντήθηκαν. Τα «είπαν». Κι όταν, γρήγορα, το πλαίσιο ωρίμασε, άρχισε να ρέει το μελάνι. Πολύ μελάνι. Κι άλλο μελάνι. Για τη νέα ταινία «των δυο F» (Finos Films). «Πώς το ‘πες; “Μια ζωή την έχουμε”; Aυτό…».

ΠΡΩΤΗ, λέει ο urban μύθος, σκέψη ήταν ο Λογοθετίδης. Αλλ’ η υγεία του σήκωνε αντιρρήσεις. Κι επιλέχθηκε ο Χορν. Ως «Κλέων». Παρτενέρ; Όλα έδειχναν τη Βουγιουκλάκη. Αλλά ο Φίνος έβαζε τον πήχη (ακόμη) πιο ψηλά. Όχι τυχαία. Πέρα απ’ την προοπτική της διεθνούς προώθησης του φιλμ, ο μεγάλος Φιλοποίμην έπιανε παλμό και καταλάβαινε πως λίγη ψευδαίσθηση χρυσόσκονης, ήταν ό,τι έπρεπε για να ταϊσει την ψυχολογία μιας Ελλάδας, του ’57, που, αφήνοντας πίσω τα τουφέκια, δίψαγε να οικοδομήσει μια στέρεη συνθήκη ελπίδας και χαμόγελου. «Θέλω μια diva», φώναξε. «Απ’ την Cinecitta. Αυτή θα παίξει την “Μπιμπί”…».

ΟΤΑΝ οι συζητήσεις έπαψαν, τα φώτα σημάδευαν αστράφτοντας μια κομψή, μεσογειακή σιλουέτα, με μαύρα, μακριά μαλλιά, όμορφο πρόσωπο, πηγαία θηλυκότητα και μπόλικα καντάρια κοσμοπολίτικου «αέρα». Και η οποία, καλλιτεχνικά, είχε κάνει αίσθηση στο ελληνικό κοινό με το μελοδραματικό «Torna» («Γύρνα Πίσω») του Ραφαέλο Ματαράζο (1953, το απαραίτητο στοιχείο της επίκαιρης αποθέωσης), στο πλευρό του γόη, Αμαντέο Νατσάρι και το, λίγο νωρίτερο, ίδιου team, «Τα Παιδιά της Αμαρτίας» (1951), που, όπως θυμόταν ο Σαράντης Καργάκος, «παιζόταν επί ένα εξάμηνο στον κινηματογράφο “Βρετάνια”…».

ΤΗΝ ΕΛΕΓΑΝ Yvonne. Yvonne Sanson. «Ιταλίδα», βιάστηκαν κάποια απ’ τα (ατελείωτα) εξώφυλλα, «Ελληνογαλλίδα» κάποια άλλα, πιο προσεκτικά. Ώσπου βγήκε η αφίσα: «…η πανέμορφη Ελληνίδα». Στο βορειοδυτικό άκρο του χάρτη, τ’ άκουσαν. Και τούτα κι εκείνα. Κι έσκασαν χαμόγελο. Με τρόπο…

ΚΕΡΚΥΡΑ, τέλη δεκαετίας του ’20. Η οικογένεια «του Σανσόν», διάγει ημέρες στο νησί, ακολουθώντας τον, υπό μετάθεση, pater familiae της, τον Βάλτερ, αξιωματικό στρατολογίας του ελληνικού στρατού. Ήταν αυτός, η γυναίκα του, το γένος Γεωργιάδη (μεγαλέμπορος από την Πόλη, κατά την εκδοχή των Μανωλικάκη – Πηλιχού, π’ ασπάζεται ο Ελ. Σκιαδάς) και η κόρη τους. Η Υβόννη, «του Σανσόν». Γεννήθηκε Θεσσαλονίκη, το ’25. Μεγάλωσε στην Κέρκυρα…

ΓΑΛΛΟ, ελληνο-ρωσικής καταγωγής, αναφέρουν τα κιτάπια τον Σανσόν. Oρθό. Στενών, όμως, δεσμών με το νησί, πέρα απ’ τα… τυχαία χούγια μιας υπηρεσιακής μετάθεσης. Υφέρπει αξιόπιστα πίσω απ’ τη μαρτυρούμενη παρουσία της φάρας των Σανσόν στον τόπο, ήδη απ’ τον 18ο αι. Επιβεβαιώνεται απόλυτα απ’ το γενεαλογικό κορμό, που μας προσφέρει ο Δημήτρης Κονιδάρης…

Υβόν Σανσόν, Μαρί Σανσόν, Σπύρος Τζουβέλης στην Κέρκυρα του ’31. Η σπάνια φωτογραφία απ’ το αρχείο Δημ. Κονιδάρη / περ. “Πόρφυρας”.

ΠΡΟΠΑΠΠΟΥΣ, λέει, του Βάλτερ ήταν ο Ιάκωβος. Και παππούς του ο Αντώνιος, φημισμένος ιατρός του 19ου αι. (π. 1820) στους Αγ. Θεοδώρους Λευκίμμης. Ο Αντώνιος απέκτησε μια κόρη, τη Χλωρίντα κι έναν γιο. Τον Γεώργιο, πατέρα του Βάλτερ. Γιος, δε, της Χλωρίντα (και πρώτο, άρα, ‘ξαδέλφι της Υβόν) ήταν ο, μετέπειτα, γνωστός ποιητής και πεζογράφος, Σπύρος Τζουβέλης (Τζουβελόπουλος, 1925 – 2019). Τ’ αγόρι, ακριβώς, με το κοντοπαντέλονο δεξιά στη σπάνια εικόνα που προσφέρει ο Κονιδάρης – Κέρκυρα, γράφει, του ’31 (βλ. και «Πόρφυρας», #155). Στο μέσον, εικονίζεται η (έτερη) εξαδέλφη του(ς), Μαρί Σανσόν. Κι αριστερά, μαντέψτε: η Υβόν! Κειμήλιο…

Οι ώριμοι Κορφιάτες, θυμούνται ακόμη, απ’ το «δέντρο» των Σανσόν (πολιτογραφημένοι Κερκυραίοι, απ’ ένα σημείο κι έπειτα) τις δύο αδελφές, τη Φιλίππα και την Εσμέ (με τα καπελάκια και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα), που δίδασκαν αγγλικά και γαλλικά. Η μία κόρη της Φιλίππα, η Μαρί (η άλλη, η Λία – έμεναν στ’ «αρχοντικό Λάσκαρι», στα Μουράγια), εξαδέλφη Υβόν και Τζουβέλη, «έφυγε» προ διετίας, υπερήλιξ, στην Αθήνα κι ετάφη στο οικογενειακό κοιμητήριο της Γαρίτσας.  

Η ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ diva της Cinecitta (αν και, όπως σημειώνει ο Μποσκοϊτης / Lifo, ασχέτως της εντυπωσιακής υποδοχής, που της επιφύλαξε η Ελλάδα του ’57, στην Ιταλία υπήρξε απλά «μία στάρλετ που εμφανιζόταν σε λαϊκές ταινίες, κυρίως αισθηματικές κομεντί»), αφού βίωσε την πρώιμη απώλεια του πατέρα της (δεκ. ’30, πνευμονία) και τα σκληρά χρόνια του Πολέμου (κατά Σκιαδά, «προσπαθώντας να επιβιώσουν –αυτή και η μητέρα της- με την πενιχρή στρατιωτική σύνταξη»), έμεινε στην Κέρκυρα μέχρι το ’44. Tότε, μετακόμισαν στην Ιταλία (είχαν, γράφτηκε, συγγενείς). Η Υβόννη (που έγινε Yvonne) συμπλήρωσε τις γυμναστικές σπουδές της στη Σχολή Καλογραιών της Βίλας Πάτσι, ώσπου το ’46, ανακάλυψη (κατά μία εκδοχή) του σκηνοθέτη, Ρικάρντο Φρέντα ή (κατά μια δεύτερη) του Άλμπερτ Λατουάλα, πέρασε το κινηματογραφικό κατώφλι.

ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ, ιστορία. Μια ιστορία διανθισμένη, ενίοτε, με διάφορα, έωλα bio σενάρια: πως η μάνα της δεν ήταν κόρη Γεωργιάδη, αλλά Τουρκάλα, ο παππούς της Ρώσος και η γιαγιά της, Πολωνέζα, πως το βαφτιστικό της ήταν Ελένη ή Φωτεινή ή τ’ άλλο που έγραφε ο «Οικογενειακός Θησαυρός» του πρώιμου ’53 (τ. 25/1): πως η Υβόν όχι απλά μεγάλωσε, αλλά γεννήθηκε στην Κέρκυρα, «κόρη του Γάλλου, Ανρί Σανσόν (σ.σ. για Βάλτερ, ούτε λόγος) και μιας Ελληνίδας, η οποία, μετά το θάνατό του, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη με τ’ όνομα Σαπουντζάκη». Εκεί, συνέχιζε, μεσούντος του Β’ Παγκοσμίου, ερωτεύτηκε –και παντρεύτηκε- έναν Ιταλό αξιωματικό, (έτσι) κατέληξαν στη Ρώμη, πριν τούτος επιστρέψει στα πεδία των μαχών κι εξαφανιστεί δια παντός.

Η παρουσία 50 ημερών της Σανσόν εξελίχθηκε στο Νο1 κοσμικό γεγονός της Αθήνας του ’57. Αναρίθμητα πάρτι, δεξιώσεις, «σφαγή» για μία δήλωση και… μετρημένες 27 προτάσεις γάμου (γραπτές ή προφορικές) από γόνους της καλής μας κοινωνίας. Από εφοπλιστές, έως εν αποστρατεία στρατηγούς!

ΠΟΥ σ’ όλα αυτά καταγράφεται η παραμεθόριος αλήθειας – φαντασίας, άγνωστο. Και τότε, δεν απασχόλησε ιδιαίτερα κανένα. Ούτε το λαϊκό αναγνώστη που απλά διψούσε για εύπεπτα αναγνώσματα, ούτε την ίδια την «La Bella Greca», έτσι φώναζαν την Υβόν στην Ιταλία, που ουδέποτε θέλησε να προβεί σε διευκρινήσεις. Ασπαζόμενη το κλασικό, έκτοτε, manual των stars, να πλέκουν –και να συντηρούν- γύρω απ’ τον μύθο τους, αραχνοϋφαντες κουρτίνες μυστηρίου. Μαζί μ’ αυτό το στιλιζαρισμένο, ημι-απόμακρο icon κύρους (έτσι το ‘βλεπαν οι «κανόνες» εποχής), που, για να επανέλθουμε στα της ταινίας του Τζαβέλα, έκανε τον τότε οπερατέρ (και μετέπειτα σκηνοθέτη) Ντίνο Κατσουρίδη, να της «κολλήσει» το προσωνύμιο «η Λοσπέκιο». Αφήγηση μνήμης του ιδίου στο «Βήμα» του 2000, φ. 17/9:

«… “Lo specchio”, για τους μη ιταλομαθείς, πάει να πει “καθρέφτης”… Επί τρεις και βάλε ώρες “κτιζόταν” στο μακιγιάζ, μιλούσε χωρίς να ανοίγει το στόμα της, για να μη ραγίσει ο “σοβάς” και, κάθε φορά που πηγαίναμε για πλάνο και έλεγε ο Τζαβέλλας “Μοτέρ”, αυτή τον σταματούσε. “Momento”, του έλεγε και ούρλιαζε στην παρατρεχάμενη, που είχε φέρει μαζί της: “Irene, lo specchio…”. Έτρεχε η άλλη αλαλιασμένη και έφερνε τον καθρέφτη, έριχνε η “Λοσπέκιο” μια τελευταία ματιά, έφτιαχνε κάποια τρίχα, “pronta” έλεγε και πηγαίναμε για πλάνο…».

ΟΠΩΣ… έτρεχε και ο Φίνος! Πρώτα, γιατί, για χάρη της, έκρινε πως όφειλε να προχωρήσει σε μια εκτενή και πολυδάπανη ανακαίνιση των studios των Αγ. Αναργύρων, φτιάχνοντας, πρώτη φορά, ακόμη και… τουαλέτες (τότε γεννήθηκε και η ατάκα – μνημείο του Ορέστη Μακρή, «έπρεπε να έρθει η… ακατονόμαστη για να κατουρήσουμε σαν άνθρωποι!»). Μετά, διαπιστώνοντας πως η Σανσόν δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη στα ελληνικά (με αποτέλεσμα να την ντουμπλάρει, σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν, η Θεανώ Ιωαννίδου). Και τέλος, κοιτώντας το ταμείο…

ΒΛΕΠΕΙΣ, ανεξάρτητα της θέσης που βρήκε αργότερα η ταινία στην αξιολογική συνείδηση της κινηματογραφικής διαχρονίας, εισπρακτικά, τότε, δεν… οργίασε: λιγότερα από 100.000 εισιτήρια στην πρώτη προβολή (5 Μαϊου του ’58) και ηχηρό «καπέλωμα» απ’ τη «Θεία απ’ το Σικάγο» (του… Μακρή και της Βασιλειάδου), που ‘χε γυρίσει, ταυτόχρονα σχεδόν, η Finos Films με, συγκριτικά, ελάχιστο budget. Συμβαίνουν…

ΓΙΑ ΤΗΝ ιστορία, τα επόμενα χρόνια, η Σανσόν θα μετρούσε κάποιες επιτυχείς εμφανίσεις δίπλα σε σπουδαία ονόματα («This angry age» / 1958, με Άντονι Πέρκινς – Σιλβάνα Μαγκάνο και «World of Miracles» / 1959, με Βίρνα Λίζι), απ’ τα 60s, όμως, κι έπειτα, το άστρο της σταδιακά θα έγερνε προς δύση (εξαίρεση, ίσως, το «il Conrformista» / 1970 του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, υποψήφιο για Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου).  Ώσπου, απ’ το ’72 (κι αφού το ’71, επέστρεψε για λίγο Ελλάδα, για «Θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι εμείς» του Κώστα Ζώη), γύρισε σελίδα. Μακριά από τα φώτα. Αποσύρθηκε Μπολόνια, κοντά στην κόρη της και στα 78 της, «αποχώρησε». Μια μέρα σαν και σήμερα: 23 Ιουλίου του 2003…

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ