Με αφορμή τη σημερινή (14/2) ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου…
Γράφει ο Ηλίας Αλεξόπουλος
Όλο και θα ‘χετε ακούσει τον αρχαίο μύθο για τη γέννηση της Κέρκυρας. Ο ασχημομούρης Ποσειδώνας, π’ αγάπησε τη νύμφη Κόρκυρα, θυγατέρα του (ποταμού) Ασώπου. Την έφερε εδώ, έδωσε στο νησί το όνομά της και από τον έρωτά τους προέκυψε ο Φαίαξ. Ο Όμηρος, πάλι… Η άσπιλη, αγνή βασιλοκόρη Ναυσικά αναφέρεται ως ο «τελευταίος πειρασμός» του Οδυσσέα. Η Αθηνά της εμπνέει έρωτα για τον πολύπαθο, η νεαρά μεσολαβεί να τον καλοδεχτεί ο λαός της, ο ίδιος κερδίζει την εκτίμηση των… πεθερικών, Αλκινόου και Αρήτης, στη μυθική ατμόσφαιρα υφαίνεται αδρά η πιθανότητα να παντρευτεί την κόρη και να ζήσει, εδώ, ζωούλα χαρισάμενη, αλλά… Το γεγονός ότι, εντέλει, «νίκησε» ο νόστος δεν αλλάζει κάτι στην οικονομία του πρώιμα ισχυρού διπόλου: έρωτας και Κέρκυρα βρέθηκαν σε σταθερό φλερτάκι, από παλιά. Πολύ παλιά. Τα αχανή ριζά του χρόνου. Με μπόλικα τα ανεκπλήρωτα love stories. Μέρα που ‘ναι, το Corfu Stories ανασύρει…
Ιωάννης Καποδίστριας – Ρωξάνδρα Στούρτζα

Aγ. Πετρούπολη, δεκαετία 1810. Αυτός, ένας νεαρός, περιζήτητος Κερκυραίος, με ήδη σπουδαία διπλωματική πορεία στην Ευρώπη, στο πλευρό του Τσάρου, Αλέξανδρου. Αυτή, μια όμορφη Ελληνο-Μολδαβή, «κυρία των τιμών» της Τσαρίνας, Ελισάβετ. Ερωτεύονται. Αλλά τα κοινωνικά συμφέροντα που τον χωρίζουν απ’ την (ανερχόμενη) φαμίλια της, «διαφωνούν». Και στεφανώνουν τη Ρωξάνδρα με τον Βαυαρό κόμη, Φον Έντλινγκ, ξάδελφο της αυτοκράτειρας. «Θυσία για σένα», του γράφει. «Αν δεν δεχόμουν, θα σου προκαλούσα προβλήματα στο ύψιστο αξίωμα που σου προσέφερε ο τσάρος…». Εκείνος, απαντά: «Δεν θα παύσω να σε αγαπώ ως το θάνατό μου». Μετά την «αυτοεξορία» του στην Ελβετία (1823), η μελαγχολία ρίχνει πέπλα. Η Ρωξάνδρα εγκαταλείπει τον Έντλινγκ. Καταφεύγει στην Οδησσό. Φορώντας πάντοτε το δακτυλίδι – δώρο του Ιωάννη: μια πεταλούδα που καίγεται. «Οι αποστάσεις δεν ημπορούν να χωρίσουν δύο ανθρώπους που ενώνονται με την αγάπη της καρδιάς…». Αίσθημα και αγωνία για τον (κοινό τους) Αγώνα, των Ελλήνων. Και μετά, την οργάνωση του Κράτους. Με εκείνον Κυβερνήτη. Της γράφει: «Πόσο θα ήθελα να σ’ έχω κοντά, τώρα, που με κυκλώνουν αγωνίες. Άραγε, πότε θα ξανασυναντηθούμε;» Δεν έμελλε… Την απάντησή της, δεν τη διάβασε ποτέ. Έφθασε στ’ Ανάπλι δυο μέρες μετά το κουμπούρι. Η Ρωξάνδρα το έμαθε δύο μήνες μετά. Σωριάστηκε. Όταν συνήλθε, πήρε τρεμάμενη την πένα: «Ό,τι ωραιότερο δημιούργησε ο Θεός, δεν υπάρχει πια. Ο Καποδίστριας, νεκρός. Είμαι κι εγώ…». Και η πεταλούδα που καίγεται στις φλόγες, έμεινε αιώνιο σύμβολο – δυνάστης του ανεκπλήρωτου έρωτα μιας άλλης εποχής…
Ισαβέλλα Θεοτόκη – Ούγκο Φώσκολο
Λόγια και κοσμική. Σπάνιας ομορφιάς και πνευματώδης. Πoθητή και παθιασμένη. Ήταν η «κόμισσα Ισαβέλλα». Σπόρος Κέρκυρας, του 1760, υψηλής κοινωνικής τάξης (θυγατέρα του κόντε Αντωνίου Θεοτόκη), μορφωμένη, παντρεμένη, μικρή, με τον Ενετό πατρίκιο, Κάρλο Αντόνιο Μαρίν. Στα 19, εγκαθίστανται Βενετία. Κι εγκαινιάζει το φιλολογικό σαλόνι της. Η δημοφιλία της αυξάνεται. Ο Μαρίν δυσαρεστείται. Ο γάμος τελειώνει. Και η Ισαβέλλα αφοσιώνεται στις συζητήσεις της παρέα με μορφές, όπως ο Λόρδος Βύρωνας. Κι αυτός: Ο Ούγκο Φώσκολο. Ο Ζακυνθινός «εθνικός ποιητής της Ιταλίας», γιος του γεννημένου στην Κέρκυρα, Αντρέα. Έφηβος, τότε. Η Ισαβέλλα, τα διπλά του χρόνια. Αλλά η σπίθα ανθεί. «Επιμελήθηκε της εκπαίδευσής σε όλους τους τομείς, του ερωτικού συμπεριλαμβανομένου» γράφτηκε. Κι όπως παρατηρεί η Μ. Θεοδοσοπουλου «ήταν μεν χωρίς επαύριον, όχι, όμως, της μιας νύχτας, η Ισαβέλλα φέρεται ως μούσα των πρώτων έργων του (βλ. «Οι τελευταίες επιστολές στον Ιάκωβο Όρτις»). Πιεσμένη απ’ τα σχόλια, η Ισαβέλλα αναχωρεί σε Φλωρεντία – Ρώμη. Και παντρεύεται, 36 πια, τον ευγενή, Τζουζέππε Αλμπρίτζι. Πριν επιστρέψει στο σαλόνι της, τα κείμενά της («Πορτραίτα»), τις συζητήσεις της. Χωρίς τον Ούγκο. Είχε πάρει πια το δρόμο του…
Λορέντζος Μαβίλης – Μυρτιώτισσα
Κόρη διπλωμάτη στην Κρήτη. Μετά την εγκατάστασή τους στην Αθήνα, σπουδάζει στη Σχολή Χιλ, ερωτεύεται τον Γρηγόριο Ξενόπουλο (εκείνη 18, αυτός 36), χωρίζουν, γίνεται ηθοποιός. Αρχαίο δράμα στο Εθνικό, Νέα Σκηνή του Χρηστομάνου… Φεύγει Παρίσι. Σπουδάζει στην Κρατική Δραματική, παντρεύεται τον (μακρινό εξάδελφό της), Σπύρο Παππά κι αποκτούν έναν γιο, τον Γιώργο (σπουδαίος, μετέπειτα, ηθοποιός). Χωρίζουν, επιστρέφει Αθήνα. Στο Ωδείο. Γνωρίζει Παλαμά, Παπαδιαμάντη, Σικελιανό, Καβάφη… Και γράφει. Ποίηση. Ως «Μυρτιώτισσα». Τότε ήταν που η, κατά κόσμο, Θεώνη Δρακοπούλου γνωρίζει τον Λορέντζο Μαβίλη. Αυτή, 27. Αυτός 52. Η νεαρή ποιήτρια (σημαντικότερη του Μεσοπολέμου) γοητεύεται. «Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ / Τίποτ’ άλλο να πω / Πιο βαθύ, πιο απλό / Πιο μεγάλο…» Μα, ο Μαβίλης φλέγεται απ’ τα μεγάλα ιδανικά. Βαλκανικοί, 1912. Παρά την ηλικία του, ο Κερκυραίος ποιητής κατατάσσεται εθελοντής λοχαγός των Γαριβαλδινών ερυθροχιτώνων. Στο Δρίσκο, επιτάφιος θρήνος. Η Θεώνη ψάχνει γιατρειά στην παλιά αγάπη της. Την πένα. «Όσο καλός κι αν ήταν, ευγενικός, μορφωμένος, στο βάθος έμεινε ξένος για μένα» («Έρωτας Τάχα»).
Γιάννης Χονδρογιάννης – Μαρία Πολυδούρη
Έμεινε στη μνήμη ως η αιώνια αγαπημένη του Καρυωτάκη. Ήταν. Η τελευταία δεν ήταν… Γιάννης Χονδρογιάννης. Κερκυραίος ποιητής και κριτικός. Γνωρίστηκαν το 1928. Κοινές ανησυχίες, ενδιαφέροντα. Αλλά και η μελαγχολία της τέχνης τους- κι ας ήταν μόλις 25. Μια θερμή κριτική για τις «Τρίλλιες» της, αποκαλύπτει: «Κάποιος είπε, για κείνη την κριτική μου, πως μοιάζει μ’ ερωτικό γράμμα…». Αλληλογραφούν. Εκδράμουν. Η σπίθα θεριεύει. Και Ιούνιο του ’29, της ζητάει ραντεβού. Τον προλαβαίνει η μοίρα. Η Πολυδούρη είχε μόλις εισαχθεί στο «Σωτηρία». Σπαρακτικά, παραδέχεται τα αισθήματά της. Αλλά «είμαι μια αλυσσίδα από κόκκαλα, δεν θα ’μουν ωραίο στολίδι για την αγάπη σας! Αντίο…». Το καλοκαίρι, ο Χονδρογιάννης το περνάει στο Σωκράκι. Επιστρέφοντας, αλληλογραφούν ξανά. Εξομολόγηση, ονειροπόληση, λυρισμός, πείσματα. Η τραγικότητα ενός καταδικασμένου έρωτα. «Μαρία, φωνάζω για τον έρωτα..». Η ποιήτρια σπαράζει: «Γιατί με βγάλατε από τη γαλήνη μου…». Μάρτη του ’30, τελευταία συνάντηση σε κλινική των Πατησίων. Μέρες μετά, του ‘στειλε φωτογραφία της: «Για να με γνωρίσεις, όχι να με θυμάσαι». Σύντομα, «έφυγε». Ο Χονδρογιάννης, πέθανε σχεδόν εξήντα χρόνια αργότερα. Το 1975 εξέδωσε αναμνήσεις: «Η Μαρία Πολυδούρη μετά τον Καρυωτάκη». Θα μπορούσε να ‘ναι κι έτσι: «Η Μαρία μου»…
Oδυσσέας Ελύτης – Έλενα Βεντούρα
Κατά τον ακαδημαϊκό, Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο, ήταν ένα ποίημα που έγραψε ο Ελύτης, κατά παράκληση του Νίκου Γκάτσου, «ερωτευμένου εξ αποστάσεως» μαζί της. Ώσπου κόπιασε η άλλη εκδοχή. Πως την «Ελένη» (1937) ο Ελύτης την έγραψε για τον δικό του έρωτα γι’ αυτήν! Κάποια στιγμή, το ’88, το υποψιάστηκε ο Μάνος Χατζηδάκις. Το 2011, ο Κυνοπιαστινός, Φίλιππος Φιλίππου («Ερωτευμένος Ελύτης»), το θεώρησε περίπου δεδομένο. «Μετά από έρευνα, κατέληξα ότι ερωτευμένος ήταν ο ίδιος. Ανακάλυψα αρκετές ενδείξεις στα ποιήματά του. To όνομα “Ελένη” εμφανίζεται σε πολλά, ενώ ο ίδιος λέει πως επέλεξε το επώνυμο “Ελύτης” από τα γράμματα “Ελ”, με τα οποία αρχίζουν οι λέξεις “Ελλάδα”, “Ελπίδα”, “Ελευθερία”, αλλά και “Ελένη” – ήταν ερωτευμένος με μιαν Ελένη…» Να συνέβη κατά την φοίτηση του ποιητή στην Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας, το ‘37; Η «ταυτότητα», πάντως, θεωρήθηκε συγκεκριμένη: η Κερκυραία, Έλενα Βεντούρα. Γόνος αριστοκρατικής φαμίλιας, κληρονόμος του Μαβίλη. Λάτρευε την ποίηση, σπούδασε Φιλολογία, ανέπτυξε αντιστασιακή δράση, μεταπολεμικά δίδαξε στο γυμνάσιο Θηλέων. Η σύζυγος του αείμνηστου αιματολόγου, Ηλία Πολίτη.