Κάθε βδομάδα σας προτείνουμε κι ένα βιβλίο για το Σαββατοκύριακο.
Συγγραφέας: Lucy Foley (Μετάφραση: Βεατρίκη Κάντζολα- Σαμπατάκου)
Εκδόσεις: Μίνωας
Ημερομηνία έκδοσης: 01/09/2022
Η Τζες χρειάζεται ένα νέο ξεκίνημα. Είναι απένταρη και ολομόναχη και μόλις άφησε την τελευταία της δουλειά κάτω από συνθήκες κάθε άλλο παρά ιδανικές. Ο ετεροθαλής αδερφός της, ο Μπεν, δεν χάρηκε ιδιαίτερα όταν του ζήτησε να μείνει για λίγο μαζί του, αλλά δεν της είπε και όχι… Σίγουρα πάντως όλα θα μοιάζουν καλύτερα όταν η Τζες θα βρίσκεται σε μια πόλη όπως το Παρίσι. Φτάνοντας, όμως, στο σπίτι του, ένα μεγάλο, πανάκριβο διαμέρισμα που σίγουρα ξεπερνάει τις οικονομικές του δυνατότητες, ανακαλύπτει με έκπληξη ότι ο αδερφός της δεν βρίσκεται εκεί.
Όσο ο Μπεν παραμένει άφαντος, πυκνώνουν τα ερωτήματα της Τζες, που αρχίζει να ερευνά τι μπορεί να του έχει συμβεί. Οι γείτονές του, παράξενοι και ετερόκλητοι χαρακτήρες, δεν είναι και τόσο φιλικοί μαζί της. Η Τζες μπορεί να ήρθε στο Παρίσι για να ξεφύγει από το παρελθόν της, αλλά τελικά αυτό που μοιάζει να έχει σημασία είναι το μέλλον του Μπεν.
Μια κοσμική κυρία… ένα καλό παιδί… ένας αλκοολικός… ένα κορίτσι στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού… και μια παράξενη θυρωρός που εμφανίζεται σαν σκιά εκεί που δεν το περιμένεις…



«Το διαμέρισμα στο Παρίσι» της Λούσι Φόλεϊ (εκδ. Μίνωας):
Διαβάστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο:
Υπάρχει μια πόρτα στ’ αριστερά μου. Γράφει Cave. Ποτέ στη ζωή μου δεν αφήνω μια κλειστή πόρτα να μείνει κλειστή για πολύ· θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό είναι το κύριο πρόβλημά μου, υποθέτω. Την ανοίγω μ’ ένα σπρώξιμο και βλέπω κι άλλες σκάλες, που οδηγούν προς τα κάτω. Με χτυπάει αμέσως ένα ρεύμα ψυχρού υπόγειου αέρα, φορτωμένου υγρασία και μούχλα.
Και τότε ακούω έναν θόρυβο κάπου από πάνω μου. Το τρίξιμο ξύλου. Αφήνω την πόρτα να ξανακλείσει και σηκώνω το βλέμμα μου ψηλά. Το μάτι μου πιάνει κάποια κίνηση κάμποσους ορόφους πιο πάνω. Περιμένω να δω κάποιον να εμφανίζεται από τη γωνία, στα κενά ανάμεσα στην κουπαστή. Αλλά η σκιά σταματάει, σαν να περιμένει κι εκείνη κάτι. Κι έπειτα, ξαφνικά, όλα σκοτεινιάζουν, καθώς σβήνουν τα φώτα. Βρίσκω ψηλαφητά τον διακόπτη και τα ξανανάβω.
Η σκιά έχει εξαφανιστεί.
Πλησιάζω τον μεταλλικό κλωβό του ασανσέρ. Είναι σίγουρα πανάρχαιο, αλλά είμαι τόσο εξαντλημένη, που δεν μπορώ καν να διανοηθώ ότι θα μπορούσα να σύρω τη βαλίτσα μου σ’ όλες αυτές τις σκάλες. Ίσα που χωράω εγώ και η βαλίτσα μου. Κλείνω τη μικρή πόρτα, πατάω το κουμπί για τον τρίτο όροφο και κάνω να στηριχτώ στο εσωτερικό του ασανσέρ. Η επιφάνεια υποχωρεί κάτω από την πίεση της παλάμης μου και σπεύδω ν’ αποτραβήξω το χέρι μου. Το ασανσέρ ξεκινάει μ’ ένα τράνταγμα και κρατάω την αναπνοή μου.
Ανεβαίνω. Η πόρτα για κάθε όροφο φέρει τον χάλκινο αριθμό του. Άραγε υπάρχει μόνο ένα διαμέρισμα σε κάθε όροφο; Θα είναι πολύ μεγάλα τότε. Φαντάζομαι τους αγνώστους που κοιμούνται πίσω απ’ αυτές τις πόρτες. Αναρωτιέμαι ποιοι μένουν εδώ, τι άνθρωποι είναι οι γείτονες του Μπεν. Και σε ποιο διαμέρισμα μένει ο κόπανος που συνάντησα κάτω, στην πύλη.
Το ασανσέρ σταματάει μ’ ένα νέο τράνταγμα στον τρίτο όροφο. Βγαίνω στο πλατύσκαλο σέρνοντας τη βαλίτσα μου πίσω μου. Να το: το διαμέρισμα του Μπεν, με τον χάλκινο αριθμό 3 στην πόρτα.
Χτυπάω δυνατά κάμποσες φορές.
Καμία απάντηση.
Σκύβω και περιεργάζομαι την κλειδαριά. Είναι από τις παλιές, που η παραβίασή τους είναι παιχνιδάκι. Όταν δεν έχεις άλλη λύση… Βγάζω τους κρίκους που έχω κρεμασμένους στα αυτιά μου και τους λυγίζω –να που αποδεικνύονται χρήσιμα τελικά τα ψεύτικα, φτηνά κοσμήματα–ώσπου να μετατραπούν σε δύο μακριά και λεπτά κομμάτια μετάλλου. Τα χώνω στον αφαλό και τα στριφογυρίζω επιδέξια. Ο Μπεν μού το έμαθε αυτό, όταν ήμασταν μικρά, έτσι δεν μπορεί διαμαρτυρηθεί τώρα. Κατέληξα να γίνω τόσο καλή, που μπορώ να παραβιάσω έναν απλό μηχανισμό κλειδαριάς μπίλιας σε λιγότερο από ένα λεπτό.
Κουνάω μπρος πίσω τα λυγισμένα σκουλαρίκια μέσα στην κλειδαριά, ώσπου ακούω ένα κλικ και μετά γυρίζω το πόμολο. Ναι! Η πόρτα αρχίζει ν’ ανοίγει. Σταματάω. Έχω την αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά εδώ. Όλα αυτά τα χρόνια, χρειάστηκε πολλές φορές να εμπιστευτώ το ένστικτό μου. Και το έχω ξανανιώσει αυτό το συναίσθημα: να έχω το χέρι μου σφιγμένο γύρω από το πόμολο και να μην ξέρω τι θα βρω στην άλλη πλευρά…
Βαθιά ανάσα. Για μια στιγμή νομίζω ότι ο αέρας λιγοστεύει γύρω μου. Πιάνω ασυναίσθητα το μενταγιόν στον λαιμό μου. Είναι ένα φυλαχτό με τον άγιο Χριστόφορο. Μας έδωσε από ένα η μαμά, για να μας φυλάει – αν κι αυτό ήταν δική της δουλειά και όχι κάτι που αναθέτεις σ’ έναν μικρό μεταλλικό άγιο. Δεν είμαι θρήσκα και νομίζω ότι ούτε η μαμά ήταν. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα το έβγαζα ποτέ από τον λαιμό μου.
Με το άλλο μου χέρι σπρώχνω το πόμολο προς τα κάτω. Άθελά μου, κλείνω σφιχτά τα μάτια μπαίνοντας.
Μέσα είναι θεοσκότεινα.
«Μπεν;» φωνάζω.
Καμία απάντηση.
Προχωρώ πιο μέσα, ψάχνοντας ψηλαφητά να βρω κάποιον διακόπτη. Μόλις ανάβω το φως, το διαμέρισμα αποκαλύπτεται. Η πρώτη μου σκέψη είναι: Θεούλη μου, είναι τεράστιο! Μεγαλύτερο απ’ ό,τι περίμενα. Και πιο μεγαλόπρεπο. Ψηλοτάβανο. Με σκούρα ξύλινα δοκάρια στο ταβάνι, γυαλιστερό παρκέ στο πάτωμα, πελώρια παράθυρα που βλέπουν στην αυλή.
Κάνω άλλο ένα βήμα. Και ξαφνικά, κάτι προσγειώνεται στον ώμο μου· κάτι βαρύ με χτυπάει. Και νιώθω κάτι μυτερό να μου σκίζει το δέρμα.
Λίγα λόγια για την συγγραφέα
Η Λούσι Φόλεϊ σπούδασε αγγλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ και στο Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Λονδίνου (UCL).
Εργάστηκε για αρκετά χρόνια ως επιμελήτρια εκδόσεων στον χώρο του βιβλίου πριν αφοσιωθεί αποκλειστικά στη συγγραφή.
Το Καταφύγιο είναι το πρώτο της μυθιστόρημα στην κατηγορία του ψυχολογικού θρίλερ. Έχει γράψει ακόμη τρία ιστορικά μυθιστορήματα, τα οποία έχουν γνωρίσει μεγάλη εμπορική επιτυχία, ενώ συνολικά τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες.
Για περισσότερες προτάσεις βιβλίων, πατήστε ΕΔΩ