17.9 C
Corfu
Κυριακή, 6 Οκτωβρίου, 2024

Ο καρχαρίας έφαγε την Βάντα…

Η δραματική ιστορία του 1951, που κληροδοτήθηκε, σε μυθικές διαστάσεις, στις επόμενες γενιές. Έως σήμερα…

Γράφει ο Ηλίας Αλεξόπουλος

ΕΓΙΝΕ τραγούδι. Παραμύθι. «Στοιχειό» της παιδικής ανεμελιάς. Αιματηρό. Εφιαλτικό. Αλλά, έτσι ή αλλιώς, από τις ιστορίες που μεγάλωσαν γενιές σε τούτο το νησί…

ΚΕΡΚΥΡΑ, Αύγουστος του ’51, δυο μέρες μετά της Παναγίας. Παρασκευή, γύρω στις 2. Παραλία Mon Repos. Ο 18χρονος Γιώργος Αθανάσαινας, Γαστουριώτης, δευτεροετής της στρατιωτικής, ιατρικής σχολής και η 16χρονη φίλη του, Βάντα Πιέρρη, μαθήτρια του Γαλλικού Ινστιτούτου και κόρη του τότε διευθυντή του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας, απολαμβάνουν το δροσάτο των νερών.

ΚΟΛΥΜΠΟΥΝ, μιλούν και ξεμακραίνουν. Κι άλλο, περισσότερο˙ κάπου, γράφτηκε, 400 μ. απ’ την ακτή, σε βάθος 6-7 μ. Η στιγμή. Ο τρόμος. Aφήγηση και πένα, απ’ την εφημερίδα «Ελευθερία» (φ. 21/8)…

«Η Βάντα όταν είδε τον συνοδόν της να γίνεται κάτωχρος, διότι αντελήφθη τον κίνδυνον, τον ηρώτησε:

Τι έχεις;

-Δεν είναι τίποτε, της απάντησε εκείνος δια να μην τρομάξη. Είναι ένα δελφίνι…»

ΔΕΝ ΗΤΑΝ. «Ο τεράστιος (μήκους 8 μ., λευκός / Carcharodon) καρχαρίας», συνέχιζαν τα ρεπορτάζ, «αφού προσπέρασε ολίγον το ζεύγος των κολυμβητών δεξιά, διήλθε κάτω από την Βάνταν και έμεινε πίσω εις μικράν απόστασιν 7-8 μέτρων…».

Η ΑΦΗΓΗΣΗ του Αθανάσαινα, σπαρακτική: «Ενώ ηρχίσαμεν να επιστρέφωμεν προς την ακτήν, σαν να προησθάνθημεν το δράμα, ελιποφυγήσαμεν. Είδα το κήτος να “ζυγίζεται” δια να μας επιτεθή. Πριν προφθάσω να παρακολουθήσω τας κινήσεις του, επετέθη κατά της Βάντας, την άρπαξε με το ρύγχος του και είδα τα πόδια της μόνον εις την επιφάνειας. Την στιγμήν εκείνην την εκομμάτιασε προφανώς. Επέρασεν έπειτα κοντά μου. Με έσπρωξε με το ρύγχος του εις απόστασιν 3-4 μέτρων. Επέστρεψε κατόπιν εις το σημείον όπου ήσαν τα υπόλοιπα της Βάντας και τα κατεβρόχθισε…»

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ (αν κι αμφιλεγόμενης αξίας, σημασίας): Φορούσε κόκκινο μαγιό…

ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ που διεσώθησαν, σπαρακτικές. Έξω, στην πλαζ, στο καφενείο, το πρώτο σάστισμα δίνει σκυτάλη σ’ έναν πανικό, περίπου ανεξέλεγκτο. Κλάμα. Εκκωφαντικό. Φωνές. Μ’ όλη τη δύναμη του μέσα. Κι όλοι τρέχουν. Να μάσουν «τα παιδιά». Απ’ το νερό κι από τον πόντε.

ΤΟ ΜΑΝΤΑΤΟ μεταδίδεται. Στόμα με στόμα. Σε Γαρίτσα. Ανεμόμυλο. Στη χώρα. Κι έτρεχαν, ουρλιάζοντας, μανάδες να δουν ποια ήταν «η κοπέλα»˙ κι αν ήταν η δική τους; «Άγιε, βοήθα μας…»

Ο ΣΠΥΡΟΣ Β. – πέντε, τότε, ετών, διηγείται: «Βρισκόμασταν στα Μπάνια του Αλέκου, όταν ήρθαν, θυμάμαι, έντρομοι απ’ το Λιμεναρχείο νομίζω, να μας πουν να βγούμε έξω… Οι μεγάλοι φώναζαν “καρχαρίας, καρχαρίας”, δίχως ακόμη να ξέρουν λεπτομερώς τι είχε συμβεί – ήταν και η επικοινωνία δύσκολη τότε. Η θάλασσα άδειασε αμέσως. Τι πραγματικά συνέβη, μαθεύτηκε το απόγευμα στην πλατεία. Όλη η Κέρκυρα γι’ αυτό μιλούσε – για τι άλλο; Και θρηνούσε…»

Ο ΑΘΑΝΑΣΑΙΝΑΣ «διεσώθηκε μετά κόπου», τραυματισμένος ελαφρά. Στον ώμο, το χέρι και το στήθος (τα σημάδια από το στέρνο του δεν έφυγαν ποτέ). Τον περιμάζεψαν –κι έσωσαν- «προστρέξαντες με τις βάρκες τους ψαράδες» (μεταξύ τους, λέει, και κάποιος Γιούργας), π’ ακούσαν’ τα ουρλιαχτά. Mετέπειτα, αφού σπούδασε Αθήνα, διέπρεψε ως γιατρός (ψυχίατρος). Και ιστορικός. Συγγραφέας των εμβληματικών «Το Ασέδιο των Κορυφών», «Η Πολιορκία της Κέρκυρας από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή» και «Κέρκυρα, Σεπτέμβρης 1943». Υπέροχος άνθρωπος. Αλλά ο εφιάλτης του «σημάδεψε» τη ζήση. Και φρόντιζε, πάντα, ίσαμε το «αντίο» του (λίγα χρόνια πριν, πλήρης Μαϊων) ν’ αποφεύγει συζητήσεις…

Εφημ. “Ελευθερία”, φ. 18/8/1951

Η ΒΑΝΤΑ, απ’ την άλλη τάισε την κερκυραϊκή κοινωνία, μια ανατριχιαστική τραγωδία. Λέει, μια άλλη διήγηση, πως στο φέρετρο, έβαλαν τα ρούχα που ’χε αφήσει στην καμπίνα και την προσκοπική σχολή της. Αμφισβητήθηκε: «Στο κενοτάφιο, στο Καθολικό, ρίξανε μόνο την κοτσίδα της. Σώθηκε, γιατί είχε κόψει τα μαλλιά, κοντά, μια χούφτα, μόλις, μέρες πριν…»

ΑΛΛΟΙ θυμούνται πως για χρόνια έπειτα, η φωτογραφία της κι ένα σημείωμα, έστεκαν, εις μνήμην, στον τοίχο του τότε Γυμνασίου Θηλέων. Στο διάδρομο, μετά την είσοδο. Δωρεά, είπαν, των δικών της, «σε κορνίζα ασημένια». Και «στις Προσκοπίνες». Και πως για χρόνια,τέτοια μέρα, «μας έπαιρνε ο πατέρας μας στη σκάλα του Δημάρχου, όπου μαζεύονταν πολλοί Κερκυραίοι και πετάγαμε, μαζί με τους γονείς της, στο νερό, στεφάνια και λουλούδια…».

ΚΑΤΑ ‘ΚΕΙ ΕΜΕΝΕ η οικογένεια της Βάντας. Απέναντι και βάθος, προς το (απερίφρακτο, ακόμη) τένις – Καλοσγούρου 2, μας λέει η Άννυ Νούνεση («δίπλα, στο 1, μέναμε εμείς»). Και δεν το έμαθε το τραγικό μαντάτο. Το είδε – τουλάχιστον, ο αδελφός της, ο Ευγένιος και η μάνα της, το γένος Κόντη, που είχαν αφιχθεί μαζί στο Mon Repos, με καϊκι από τη Σκάλα…

Στη σκάλα του Δημάρχου (Άγγελος Γιαλλινάς)

ΟΠΩΣ ΣΗΜΕΙΩΝΕΙ ο Γιάννης Καλαϊτζόγλου, «για μέρες έπειτα, όλα τα καϊκια, τα ψαράδικα της Κέρκυρας, έψαχναν να βρουν τον καρχαρία». Κάποιοι ισχυρίζονται πως δεν τον εντόπισαν ποτέ. «Πατώντας» σε δημοσιεύματα των επομένων ημερών για εμφάνιση «θαλασσίου κήτους 15 περίπου μέτρων, το οποίον υποτίθεται ότι κατεβρόχθισεν εις Κέρκυραν την νεάνιδα Βάντα Πιέρρη», κοντά στη λιμάνι της Λευκάδας. Κάποιοι επιμένουν πως τον ψάρεψε «το γρι-γρι του Μπονέτη», στο Μούρτο, δένοντας σ’ ένα βαρέλι αγκίστρι με κρέατα πολλά.

ΗΤΑΝ το λιγότερο που είχε σημασία, μπροσ’ τον πόνο. Αυτόν, που ύμνησε αργότερα, το πενάκι του Άγγλου ποιητή, Jim Potts, παρών εκείνη την περίοδο στην Κέρκυρα, με δύο στιχουργήματα˙ σαν ταπεινή μικρανταπόδοση στον Σολωμό, για τον, προ αιώνα, «Πόρφυρά» του….

«Βάντα και Γιώργος»…

«Ευλογημένο μπάνιο, στα κερκυραϊκά νερά
Μυστικό, ερωτικό ραντεβού.
Η τύχη της, απλώς, να συναντήσει έναν αδέσποτο καρχαρία…»

«Η μάνα της Βάντας»…

«Όλα τα παραθυρόφυλλα
του σπιτιού
έμειναν κλειστά.
Δεν μπορούσε να υποφέρει
να βλέπει τη θάλασσα…»

ΣΤΟΙΧΕΙΩΝΟΝΤΑΣ για πάντα τη μυθολογία του Mon Repos, με κόκκινες σταγόνες. Κι αγωνία. Μην τύχει και ξανασυμβεί. Κι έβαλαν το δίχτυ. Έκτοτε…

Η ιστορία της Βάντας απασχόλησε και την εκπομπή «Η Μηχανή του χρόνου» με τον Χρήστο Βασιλόπουλο

«ΤΟ ΚΑΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ» (δημοσίευμα της εποχής)

Πολλά χρόνια θα κυλήσουν, η φοβερή όμως ιστορία δε θα ξεχαστή. Ακουμπισμένοι στα κρηπιδώματα του μουράγιου τους, με τα μάτια στο Ιόνιο, οι γέροι της Κέρκυρας θα την παραδίδουν σαν παραμύθι στα παιδιά τους κι αυτά με την ίδια φρίκη που την παρέλαβαν θα την αφηγούνται στα δικά τους παιδιά. «Μια φορά κι ένα καιρό σε τούτο εδώ το νησί ζούσε η πεντάμορφη…»

Το κακό παραμύθι το ξέρετε. Τώρα όμως που οι Κερκυραίοι άρχισαν να συνέρχωνται από την παραζάλη, συγκρατημένοι πάντα και σε τόνο αβρό που είναι ο τόνος του νησιού, εκφράζουν σ’ επιστολές το παράπονό τους: Τόση απρονοησία από τις αρχές που είν’ επιφορτισμένες με τη φρούρηση των ακτών τους!

Δεν ήταν αιφνιδιαστική η επίσκεψη του κήτους στην Κέρκυρα. Επί ένα σχεδόν μήνα το θηρίο περιπολούσε. Και δε σκέφθηκαν να βάλουν μια βάρκα μ’ ένα ναύτη, για να επισημαίνη στους κολυμβητές τον κίνδυνο. Δεν είχαν τουλάχιστον την πρόνοια να τοποθετήσουν στην πλαζ μια πινακίδα…

Στην ξεγνοιασιά της νεότητας και στην απρονοησία των υπευθύνων κατέθεσε τα δεκαοχτώ χρόνια της η Βάντα Πιέρρη. Ναυσικά των σύγχρονων καιρών. Στο πρώτο της άνθισμα όπως εκείνη, απλή στην ομορφιά της σαν την κόρη του Αντίνοα, αρχοντογεννημένη σαν τη βασιλοπούλα των Φαιάκων.

Έξη αιώνες πίσω πρέπει ν’ αναζητήσετε το γενεαλογικό δέντρο της. Στο 1390 θα συναντήσετε τις πρώτες του ρίζες. Από τα πιο παλιά Κερκυρέϊκα τζάκια. Έξη αιώνων ιστορία. Γενεές γενεών έσκυψαν για να κεντήσουν την ομορφιά της Βάντας. Η μανόλια που αναπηδούσε μέσα από το πράσινο περίβλημά της. Μπουμπούκι πάνω στο μίσχο του…

Χαρά στα μάτια που σε βλέπουν, ψιθύριζαν τραγουδιστά οι Κερκυραίοι στο πέρασμά της…

Με τα υγρά της μπράτσα την αγκάλιασε η θάλασσα και της έστρωσε για να λικνίζεται το γλυκό της κύμα… Ταξίδι στ’ όνειρο… Λευκά κρινάκια άνθιζαν σε κάθε κίνηση των χεριών της για να της ραίνουν με τον αφρό τους το κορμί. Πόσο πρέπει να χαιρόταν το κρόουλ της, για ν’ ανοίγεται κι’ όλο ν’ ανοίγεται…

Θα την κούρασε, όμως κάποτε η κίνηση και θάστρεψε στον ουρανό το στήθος της και το πρόσωπό της. Η στάση της μακαριότητας. Οι παλάμες που δένονται η μία με την άλλη και σχηματίζουν το πουπουλένιο μαξιλάρι τους για ν’ ακουμπήση πάνω σ’ αυτό τον αυχένα η κόρη. Με τα μάτια μισόκλειστα, με τους πόθους και τα χαμόγελα που αναβλύζουν από τα μισανοιγμένα χείλη, όνειρο η ίδια μέσα στ’ όνειρό της, συνέχιζε το ταξίδι στο πέλαγος.

Και ήρθε το θηρίο…

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ