Μια άγνωστη αφήγηση για την παράδοση των Καλικαντζαραίων στην παλαιά Κέρκυρα.
Επιμέλεια: Ηλίας Αλεξόπουλος
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ στην παλιά Κέρκυρα… Πλησίαζαν οι μέρες, ανάβαν’ οι φουφούδες και μαζεύονταν τα πιτσιρίκια γύρω «απ’ τη στια», για ν’ ακούσουν το παραμύθι από τη νόνα. Για τους «καλικαντζαραίους», τα «παγανά». Τα παλιά δαιμονικά, τα λίγο αστεία, τ’ άτσαλα, φοβιστικά…
ΤΑ ΑΣΧΗΜΑ, τα φασαριόζικα, που κόπιαζαν απ’ τα έγκατα της γης για να «πριονίσουν το δέντρο της ζωής», να τρομάξουν τους πιστούς «τώρα που ο Χριστός είναι, ακόμη, αβάπτιστος». Να κογιονάρουν παπάδες και αφεντάδες, να ξεγελάσουν τα παιδιά με το γλυκό, να μπερδέψουν τις κλωστές απ’ το πλεχτό, ν’ ανακατώσουν τα τσουκάλια, ν’ αφήσουνε ακαθαρσίες, αέρια και λερώματα στα πιάτα, τις πινιάτες, τις γωνιές…
ΗΤΑΝ διάφοροι οι «παγάνες», που ‘ξιστόραγε η νόνα. Ο «Μαλαγάνας» και ο «Μαγάρας», ο «Τρικλοπόδης» και ο «Περίδρομος», ο «Στραβολαίμης», ο «Γουρλός», ο «Κωλοβελόνης», ο «Μαντρακούκος» και ο «Κατσιποδιάρης»- καθείς με το κουσούρι του. Μαυριδεροί και τριχωτοί, άλλοι κοντοί, με χέρια και νύχια μακριά, με ουρά και μάτια κόκκινα… Κουτσοί, στραβοί και στραβοπόδαροι (με «το ποδάρι του γαϊδάρου»). Στραβόστομοι και άπλυτοι, σαλιάρηδες και σαπιοδόντηδες, κάποιοι καμπούρηδες, ξεπλατισμένοι και αλλήθωροι, κασιδιάρηδες, γρουσούζηδες, «κακομούτσουνα σιχάματα», σατανοπαίδια με ξυπόλυτα ποδάρια ή τρύπια γουρουνοτσάρουχα.
ΞΕΜΥΤΙΖΑΝ, λέει, χιλιάδες, παραμονή Χριστούγεννα. Πλατσούριζαν στα δοχεία με το λάδι˙ γι’ αυτό και οι νοικοκυρές φροντίζανε να τα βάλουν μέσα αποβραδίς. Πάλευαν να χωθούν στις καμινάδες˙ γι’ αυτό και οι παλιές κυράδες, όχι μόνο δεν έσβηναν λεπτό «τη στια» στο «Δωδεκάμερο», αλλά έβαζαν στο «στόμα» του φουγάρου κι ένα κόσκινο, ώστε να μπερδευτούν οι καλικάντζαροι (κατεξοχήν κουτούτσικοι), καθώς εμέτραγαν τις τρύπες.
ΚΑΠΟΤΕ, λέει, οι καλικάντζαροι, απόειδαν και έψαξαν γι’ άλλο τρόπο για να μπούνε στις οικίες. Παραμόνευαν, μόλις έπεφτε η νυχτιά, ποιος θα περνούσε το κατώφλι. Ανέβαιναν στον ώμο ή το κεφάλι του κι έμπαιναν μαζί του˙ γι’ αυτό και ο λεγάμενος –ο κύρης, ο συγγενής, ο φίλος- μόλις πέρναγε στην πόρτα, έπρεπε να πάει σούμπιτος να σκαλίσει τη θράκα του τζακιού. Για ν’ ανακατωθεί ο καλικάντζαρος, που έφερνε μαζί του. Να καεί, «ν’ ασβολωθεί»…
ΩΣΠΟΥ έρχονταν «τα Φώτα τα ολόφωτα». Η Βάπτιση, η «θεότρομη γιορτή». Και οι Καλικατζαραίοι έβρισκαν το μάστορή τους «απ’ την αγιαστούρα και τη βρεχτούρα» του παπά. Και ξαναχώνονταν στα έγκατα. Ίσα που να ξαναβγούν. Του χρόνου…
Η παράδοση των Καλλικάτζαρων δεν εξαίρεσε την Κέρκυρα. Μια σπάνια αφήγηση για πολλά απ’ όσα πίστευαν για δαύτους οι παλιοί Κορφιάτες, το CorfuStories.com την εντόπισε στο «Ημερολόγιον των Φαιάκων» του 1933, κόπος του δημοδιδασκάλου, Αναστασίου Κούρκουλου (Αθήνα, 1932). Ίσως ν’ αντιστοιχούν σ’ ελόγου του τα αρχικά υπογραφής (Α.Σ.Κ.)…
• Mαζεμένοι γύρω τριγύρω στη φωτιά του σπιτιού, ψήναμε κάστανα και τρώγαμε με μεγάλη σοβαρότητα, χωρίς ο ένας να μιλή στον άλλο. Το χιόνι απ’ έξω είχε χώσει πόρτες και παράθυρα.
• Ήταν παραμονή των Χριστουγέννων και από στιγμή σε στιγμή προσμέναμε να σημάνουν. Τέτοιο χειμώνα άγριον δεν τον εθυμόντανε ούτε οι γεροντότεροι του νησιού. Αυτή η παγωνιά είχε κάτσει, σαν μαρμάρινη πλάκα τάφου, απάνω στης συντροφιάς τα στήθια. Μας είχε πιάσει μια πρωτοφανής μελαγχολία και ενώ όλοι θέλαμε να βρούμε καμμιά ομιλία, για να περάση η ώρα μας, αν και όλοι εβιάζαμε το κεφάλι μας να κατεβάση τίποτε, και κουταμάρες έστω, για να διώξουμε τον ύπνο, δεν το κατωρθώναμε˙ όλα τα κεφάλια, που είχαν μαζευτή εκεί μέσα είχαν αποστειρωθή. Όλη η γρηγοράδα μας, είχε πέσει στα κάστανα.
• Εκεί που καθόμαστε όλοι αμίλητοι και σαν αποχαυνωμένοι, άξαφνα ακούμε, μέσ’ από το παραθυράκι του κελλαριού, τρίξιμο δυνατό και σαν κλαμουργιάσματα παιδιού μικρού.
• Στη συντροφιά μας ήταν και μια γριούλα του παλιού καιρού, η Γκαόνα του Φουσκάλα, που το κεφάλι της ήταν γεμάτο όλο και φαντάσματα, όλο και βρυκολάκους. Μόλις άκουσε αυτό το τρίξιμο του παραθυριού, ανατινάχτηκε, αναποδογύρισε τα μάτια της από την τρομάρα και άρχισε να κάνη για πολλή ώρα σταυρούς και να ψιθυρίζη εξορκισμούς.
• Επροσπάθησα, αλλά δεν το κατάφερα να μη σκάσω στα γέλοια και τα γέλοιά μου μεταδοθήκανε σ’ όλη τη συντροφιά. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον εφοβήθηκε;
-Αυτά ξέρετε σεις οι γραμματιζούμενοι˙ μα έννοια σας, στραβά πας κάβουρα, μα πιάσ’ και την κατάντια σου. Γιάντα γελάτε; δεν το ξέρετε πως απόψε είναι Χριστούγεννα και οι αναθεματισμένοι, όξ’ απ’ εδώ, οι Καλλικάτζιαροι παίρνουνε βόρτα όλα τα σπίτια;
• Και μόλις επρόφερε τη λέξι, Καλλικάτζιαροι, έφτυσε τρεις φορές, έκαμε το Σταυρό της και είπε πάλι άγνωστα ξόρκια.
• Η περιέργεια ανάγκασε να σταματήσουν τα γέλοια. Έπειτα και η ευγλωττία της κυρά Γκαόνας ήταν τόσο γοητευτική, που σταθήκαμε όλοι με το στόμα ανοικτό να την ακούμε τι λέει.
-Απόψε ο Χριστός δεν είναι στα σπίτια˙ γυρνά μέσ’ στης ματζιαούρες και μιλεί με τα βούγδια και με τα πρόβατα˙ τις κατσίκες ούτε γυρνά να δη. Τη βραδυά που γεννήθηκε τον κυνηγούσαν οι Εβραίοι να τον σφάξουν. Η αγιότη του για να γλυτώση το μαχαίρι πήγε κ’ εχώθηκε μέσα στη ματζιαούρα πούχανε για τα βούδγια˙ όση ώρα έκατσε κειδά κρυμμένος ητζεστενόντανε από την αναπνοή των βογδιώ, που ανακατέψανε το φαϊ τους και τον κρύψανε… Από κεί έφυγε και πήγε σε μια στάνη κ’ εκρύφτηκε κάτ’ από την οργιά ενός αρνιού. Το πρόβατο μόλις έννοιωσε πως είν’ ο Χριστός από κάτω του, ηκετάβασε την οργιά του και τον έκρυψε.
-Ε! πρόβατο, του λέν’ οι Εβραίοι, μπας κ’ ηπέρασε αό πα ο Χριστός;
-Ίσκια κάτω ‘πέρασε τώρα και πάει, λέει το πρόβατο.
• Γι’ αυτό βλέπεις τα πρόβατα κ’ έχουν πλατειά οργιά και γυρμένη όλο κάτω.
• Για να μην τον μυριστούνε οι Εβραίοι έφυγε κ’ εκρύφτηκε κάτ’ από την οργιά μιανής κατσίκας. Οι Εβραίοι πέρασαν κι’ από την κατσίκα και θυμωμένοι καθώς ήταν, γιατί δεν τα κατάφεραν να τον εύρουν, την ρώτησαν αν είδε το Χριστό.
• Η κατσίκα, χωρίς να χάση καιρό, σηκώνει την οργιά της και λέει στους Εβραίους: «Άϊτον, επά τον έχω».
• Από τότες η οργιά της κατσίκας μένει απάνω, γιατί την καταράστηκε ο Χριστός.
• Από ‘κείνη τη βραδυά λοιπόν κάθε χρόνο, σαν κι’ απόψε κάνει τη βόρτα του κ’ αφίνει τα σπίτια. Οι Καλλικάτζιαροι λοιπόν βρίσκουν καιρό και γυρίζουν όλα τα σπίτια και μαγαρίζουν τα φαγιά και χορεύουν σαν τους δαιμονισμένους, χωρίς να μπορή κανείς να τσι πιάση γιατί είναι αγέρας. Όποιος σηκωθεί μονάχος του ή πεθάνει τα Χριστούγεννα γίνεται Καλλικάτζιαρος.
• Τον είδα μια φορά, μα έκαμα όρκο και σταυρό. Πιο συχαμένο πράμα δε γένεται. Τα μαλλιά τους αχτένιστα, φτάνουν μπροστά ίσια με το στόμα κα πίσω ίσια με τις πλάτες. Μέσ’ από τα μαλλιά τους τ’ άγρια σπιθοβολούν δυο μάτια σαν αναμμένα κάρβουνα˙ σαν περπατή, θαρρείς πως χαλά ο κόσμος, γιατί αντί ποδάρια έχουν δυο καλίκια, σαν της κατσίκας˙ αν πης για τα νύχια των χεριώ του, είναι όσο μακρύ και το δάκτυλο. Τα δόντια τους είναι απαράλλακτα με τα καπρόδοντα. Τα ρούχα τους είναι εκείνα που φορούσαν σαν ήταν ζωντανοί. Σα τσαγγρουνή με δάκτυλο, σαν και προτήτερα, ανατριχιάτζει κανείς ολάκερος. Άμα δεν του μιλήσης, δεν σε πειράτζει.
• Εκείνη τη στιγμή, που μας έλεγε αυτά, ένας θόρυβος απερίγραπτος έγινε μέσα στην κουζίνα˙ το παραθυράκι άνοιξε με μεγάλο σαματά και στη στιγμή όλα τα καζάνια και τάλλα πράματα που ήταν στην παροστριά έπεσαν κάτω.
-Ωγού! βοήθησέ με την αμαρτωλή, είπε η κυρά Γκαόνα.
• Ετρέξαμεν αμέσως όλοι στην κουζίνα για να δούμε τι τρέχει˙ η Γκαόνα ερχόνταν από πίσω με τρόπο σα νάλεγε: «τα βλέπετε; κ’ ύστερα λέτε πως δεν πιστεύετε».
• Αλλ’ ω του θαύματος! Μια γάτα βρεγμένη είχε χωθή κάτ’ από το τζάκι και μας κύτταζε απελπισμένη.
• Εκρύωνε φαίνεται και γι’ αυτό άνοιξε το παραθυράκι για να μας επισκεφθή˙ ηθέλησεν όμως να δοκιμάση πρώτα το φαϊ, αλλά δυστυχώς έπεσε σ’ ένα καζανάκι γεμάτο κρύο νερό, από την τρομάρα επήδηξεν, αλλ’ αντί να φύγη έμπλεξε χειρότερα, όσο που στο τέλος εξεμπέρδεψε αφού πήρε μαζί της ό,τι είχε το τζάκι.
• Όλοι γυρίσαμε και είδαμε την κυρά Γκαόνα του Φουσκάλα και μπήξαμε τα γέλοια, ενώ αυτή θυμωμένη και βγάζοντας αφρούς από το στόμα εξακολουθούσε να προσεύχεται και να εξορκίζει τον Καλλικάτζιαρο.