Ο πρωτοχρονιάτικος μπουναμάς της παλιάς Κέρκυρας και η μακρά παράδοσή του, μ’ αφετηρία τη ρωμαιο-βυζαντινή περίοδο και τις ελληνόφωνες περιοχές της Καλαβρίας.
Γράφει ο Ηλίας Αλεξόπουλος
BONA MANO (bona mano). «Kαλό χέρι», πα’ να πει – και βγήκε απ’ αυτό, ο (εξελληνισμένος) «μποναμάς». Η μαγική τούτη στιγμή των πιτσιρικαραίων, κορωνίδα των ευχάριστων του εορταστικού τους σύμπαντος, με, παλαιόθεν, καθιερωμένη τη στιγμή: σαν έπιανε Πρωτοχρονιά – μόνο τότε γίνονταν τα δώρα κατά τ’ ανέκαθεν κορφιάτικο εθιμικό. Και μόνο τότε, έπεφτε κι ελόγου της: η «στρίνα». Το κέρμα˙ ο μποναμάς για το καινούργιο έτος (η… Barbie και τα playstation κόπιασαν πολύ αργότερα).
ΓΙΝΟΤΑΝ μετά τον πρωϊνό εκκλησιασμό – πρώτο του χρόνου. Στα σπίτια οι κυράδες είχαν στρωμένο το τραπέζι με κεράσματα (συκομαϊδες και τηγανίτες φτιαγμένες από μπονώρα), ο νοικοκύρης γέμιζε ποτήρια, να τσουγκρίσουν για τη χρονιά που ξεκινούσε και τα μικρά παίρναν’ τη στράτα, γειτονιά με γειτονιά, και γέμιζαν ευχές το κάθε σπιτικό. Τον «κύρη του σπιτιού».
ΚΙ ΑΥΤΟΣ -με πρώτους πατεράδες, παππούδες και τους θειούς- «για το καλό», τα «στρίνιαζε» ή «τους έκανε τη στρίνα»˙ τους έδινε το νόμισμα. Στο χέρι, στο σακούλι ή… στο λεμόνι˙ λέει γι’ αυτό μια παλαιά αφήγηση της κορφιάτικης υπαίθρου: «Το έθιμο κράτησε έως τη δεκαετία του ’60… Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, η μάνα μας έδινε ένα λεμόνι χαρακωμένο κάθετα και μας έλεγε “πήγαινε να σου κάνουν στρίνα”. Βγαίναμε στη γειτονιά και οι μεγάλοι από συνήθειο μας έβαναν κέρμα στο χαραγμένο λεμόνι. Και αν δεν είχαμε λεμόνι, μας έλεγαν “δεν έχεις λεμόνι”; Και το έδιναν στο χέρι» (πατήστε ΕΔΩ).
ΕΚ ΤΟΥ λατινικού «strena», η ρίζα του συνήθειου. Που σήμαινε, εν πρώτοις, «αίσιος οιωνός»- κι έπειτα «δώρο». Πηγή, κατ’ εκδοχή, η ρωμαϊκή «θεά του νέου έτους», Strenia ή Strenua > Strena (δημοφιλής και σε Σαβίνους κι Ετρούσκους). Της δύναμης, της ελπίδας, της υγείας, της αντοχής. Kαι την οποία οι Ρωμαίοι «τ’ Αύγουστου» τιμούσαν (επιβεβαιωμένα απ’ το 153 π.Χ.) κατά τις «καλένδες» (αρχιμηνιά) του Ιανουαρίου (Calendae Januarie), με συγκεκριμένο εθιμικό, το οποίο περιελάμβανε κατ’ αρχήν την προσφορά «στους μεγιστάνας ως δώρο κλαδιά δάφνης (σ.σ. κι ελιάς) από το ιερό δάσος της θεάς» (σ.σ. Via Sacra), δεμένα με κόκκινες κλωστές κι έπειτα σύκα, μέλι και χουρμάδες, συνοδεία ασμάτων εξευμενισμού της. Μια πρώιμη κορφή καλάντων, με παγανιστικά ίχνη, στο τέλος των οποίων οι «καλαντιστές», απ’ ένα σημείο κι έπειτα, λάμβαναν νομίσματα «βαπτισμένα» -όπως και τα στιχάκια και τα δώρα, το έθιμο εν γένει- από τ’ όνομα της ίδιας της θεάς: «Στρίνες».
ΚΑΤΑ τον Α. Κούρκουλο* (σελ. 7), επί Τιβερίου το έθιμο καταργήθηκε. Για να επανέλθει επί Καλιγούλα. Επί βυζαντινών πλέον καιρών, εμφανίζεται ιδιαίτερα διαδεδομένο, συντηρούμενο και τονωθέν, απ’ το ελληνικό στοιχείο της Μεσημβρινής Ιταλίας / Σικελίας. Με τη «Στρίνα» να προσδιορίζει σταθερά, τόσο τα (ελληνόφωνα) «κάλαντα» π.χ. της περιοχής του Σαλέντο / Καλαβρίας και τα οποία ερμήνευαν «σε μια παραδοσιακή διάλεκτο, την “κουσαντίνα” (A Strina Cusantina – βλ. ΕΔΩ), συνοδεία ενός εξαφανισμένου σήμερα οργάνου, στον τύπο του λαούτου, με μακρύ μανίκι, το “κολασκιούνι”»…
«Άρτε που εστά (έφθασα) στην ώρια (ωραία) μασσαρία (αγρόκτημα)
Βλοώ (ευλογώ) την πόρτα με το λιμπιδάρι (κατώφλι)
Βλοώ τη μάνα μ’όλο τα παιδία
Κι απόι (ύστερα) το τσούρη (πατέρας) που ‘ναι o τζενεράλη (αφέντης – ιδιοκτήτης)
Κι απόι το τσούρη που ‘ναι o τζενεράλη…»
… όσο, βεβαίως, και το νόμισμα π’ ακολουθούσε˙ κι όποια παρέα, λέει, προλάβαινε και τα πρωτόλεγε, τούτη έπαιρνε και το «καλύτερο» το νόμισμα, γιατί έφερνε «το γούρι».
ΤΟΥΤΗ η διατήρηση – ακμή κατά τη βυζαντινή περίοδο (όπου το νόμισμα / μποναμάς εμφανίζεται και με τον όρο «ευαρχισμός») ήταν που «μοίρασε» το έθιμο της «Στρίνας» στην ευρύτερη επικράτεια. Από την Κέρκυρα, έως τα Δωδεκάνησα (βλ. «στρίνα» Αμοργού ή Κύθνου, «μπουλιστρίνα» Σύμης, «μπουλουστρίνα» Νισύρου κ.λπ.) ή την Κύπρο («πουλουστρίνα»).
ΜΑΣ λέει κάτι ακόμη ενδιαφέρον η παλαιά γραφή του Κούρκουλου (σελ. 9): πως μια συνηθισμένη τακτική της κορφιάτικης υπαίθρου ήταν, τα παιδιά που «βγαίνουν με τα πουγγιά κρεμασμένα στο λαιμό, πηγαίνουν στα σπήτια, εύχονται χρόνια πολλά και ζητούν να τους κάμουν “Στρίνα”» (σ.σ. πλην του νομίσματος, εντάσσει στο ίδιο πλαίσιο και τη δωρεά αυγών, σταφίδας, συκομαϊδων κ.λπ.), συχνά προσκαλούνταν, πριν πάρουνε τον μπουναμά, να κάμουν κάτι ακόμα: «…να ανακατέψουν τη στάχτη του τζακιού». Κρατήστε το: κι επανερχόμαστε…
(*) Α. Κούρκουλου, «Ημερολόγιον των Φαιάκων, 1933», Αθήναι, 1932.