Η γέννηση, η διάδοση, ο εξελληνισμός του Καραγκιόζη και η θέση της Κέρκυρας στην ιστορική πορεία του Θεάτρου Σκιών.
Γράφει ο ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ
Credits (βασική φωτό): Σκίτσο Ν. Κόκκαλη (προσφορά «Κουμ Κου Art»).
Αυτός, ο φουκαράς φιλόσοφος, ο άφραγκος ασχημομούρης, με τη μεγάλη μύτη, την καμπούρα, ο κουρελής, ξυπόλυτος μπαλωματής· μα, που να πάρει, ο τόσο αξιαγάπητος. Αυτός, ο αισιόδοξος τεμπέλης. Ο αγαθός αγράμματος, ο ευφυής καπάτσος. Ο καλόκαρδος πανούργος, γιος της πονηράδας και του θράσους, είρωνας και θεομπαίχτης, κατεργάρης και ετοιμόλογος, καρπαζώνεται και καρπαζώνει, ένας ξυπόλυτος κι απένταρος σοφός με γυαλισμένο μάτι. Λιγάκι τυχοδιώκτης, λιγάκι κουτσομπόλης, λιγάκι τσαρλατάνος, πειράζει, κοροϊδεύει, πεισμώνει και πεινάει – πάντοτε πεινάει. Προφήτης. Και γελωτοποιός, ο (κατά Τσαρούχη) «σίφουνας της άρνησης», ο εκ φύσεως ανυπότακτος μέσ’ τη μεγαλοπρεπή του ταπεινότητα, ο τρυφερός μέσα στην ακατέργαστη «ατσαλιά» του. Μα, πάνω απ’ όλα, αυτός. Ο προαιώνιος Έλληνας. Με τα καλά και τα στραβά του. Τα ξέφωτα και τα σκοτάδια του. Ο νικητής και νικημένος. Μα, πάντα «ζωντανός»…
Καραγκιόζης, Θέατρο Σκιών… Η ιστορία μας, το λαϊκό μας θυμικό. Πίσω απ’ το λευκό πανί, μια λυχνία, τέσσερα δοκάρια, κάποιες χάρτινες «ψυχές» και τις κοφτές «πενιές» του δοξαριού. Ήκμασε, μεγάλωσε γενιές. Και παιδικότητες. Αποτυπώθηκε σε συνειδήσεις – γέλιο, βάλσαμο, πίκρα και συγκίνηση. Κι άντεξε. Παντού. Κι εδώ. Στην κερκυραϊκή περπατησιά του. Την άγνωστη. Ανεξερεύνητη. Θολή. Το Corfu Stories ξετυλίγει το κουβάρι…
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Corfu Stories Mag. (έντυπη έκδοση), τ. 12, Ιανουάριος 2019.
ΓΙΑ ΤΙΣ απαρχές του Θεάτρου Σκιών, η επικρατέστερη άποψη «δείχνει» τις θρησκευτικές παραδόσεις της μακρινής Ανατολής (Ινδία / Ιάβα, Ταϊλάνδη, Σιγκαπούρη, Μαλαισία, Μπαλί, Καμπότζη, Ινδονησία κ.λπ.): απεικονίσεις, μέσω σκιών, του κόσμου των νεκρών. Με πηγή τα δύο γνωστά ινδικά έπη (Ramayana, Μahabarhata) και «πρόσωπα παρμένα απ’ τον κόσμο των θεών, των δαιμόνων του κάτω κόσμου, των πνευμάτων».
ΩΣ «ΚΑΒΟΥΡΚΑΚ» ή «καμπαρκούκ», η «τέχνη της σκιάς» εντοπίζεται σε αραβοτουρκικό λεξικό του 13ου αι. Και ήδη, ως τον 17ο, μέσα απ’ τις προσαρμογές της βυζαντινής και μετα-βυζαντινής περιόδου, ο τύπος του Karagöz (αποκτώντας σταδιακά την κωμική του υπόσταση) εμφανίζεται πια εξαιρετικά δημοφιλής σε πλήθος οθωμανικών επαρχιών, απλωμένων και στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, δια χειρός Τούρκων, Εβραίων, Ελλήνων και Αθίγγανων.
ΕΤΣΙ εκτιμάται ότι πέρασε και στον σημερινό ελλαδικό χώρο – και ο Karagöz έγινε Καραγκιόζης. Με «οδηγό» δύο κύριους γεωγραφικούς άξονες. Πρώτος, η Ήπειρος. Όπου ήδη, στα 1808, ο Hobhause, απ’ την Αυλή του Αλή, κάνει λόγο για «θέαμα με χάρτινες φιγούρες στη γωνία ενός ρυπαρού καφενείου», υπό τη διεύθυνση ενός Εβραίου (οι ντόπιοι αναφέρουν κάποιο Ιάκωβο).
ΔΕΥΤΕΡΟΣ, αργότερα, η Πάτρα. Ενδιαφέρον, ωστόσο, εμφανίζει μια «εναλλακτική» αναφορά απ’ την παράδοση του Χαρίδημου, κατά την οποία «ο Καραγκιόζης πρωτοήρθε στην Ελλάδα από κάποιον περιοδεύοντα Κερκυραίο θιασάρχη». Σε μια, συμπληρώνει, εποχή, που «αι βωμολοχίαι του ήσαν χονδροειδείς, άξεστοι, ιταμώτατοι, ενίοτε δε εξήρχοντο παντός θεμιτού ορίου και εξετρέποντο εις χυδαίας βωμολοχίας».
ΟΠΩΣ και να ‘χει, μέσα απ’ το «κανάλι» Ιωάννινα – Πελοπόννησος, ο Καραγκιόζης, δίπλα σ’ άλλες περιοχές (Άρτα, Πρέβεζα, Αμφιλοχία, Αγρίνιο κ.ά.) οικείωσε επαφές και με τα Επτάνησα. Λευκάδα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος, Κέρκυρα˙ ίσως, απ’ το πρώτο μισό του 19ου αι., αν σκεφθούμε ότι ως το 1850-‘60 παραστάσεις μαρτυρούνται πια σε Ναύπλιο, Τρίπολη, Χαλκίδα και, ασφαλώς, Αθήνα – Πειραιά (με φορέα τον θρυλικό, Γιάννη Μπράχαλη, απ’ την Πόλη)…
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ του Καραγκιόζη (και) με το κερκυραϊκό κοινό, προκύπτει, ως χαρακτήρας και περιεχόμενο, σε συνέπεια με την εξελικτική πορεία του. Με κύρια αναφορά, αυτή: τον σταδιακό εξελληνισμό του. Μια διαδικασία που άρχισε να συντελείται στην ηπειρωτική παράδοση (1850-1880) και κορυφώθηκε την 30ετία 1880-1910, με κυρίαρχο το ρόλο του περίφημου «Μίμαρου», απ’ την Πάτρα (Δημήτρης Σαραντούνης ή Σαρδούνη, 1865-1912). Ο θεωρούμενος αναμορφωτής του «ελληνικού Καραγκιόζη». Του δίχως τις παλαιές, οθωμανικές βωμολοχίες, της «ελληνικής» θεματολογίας (1821, αρχαία ιστορία, μυθολογία), της αφομοίωσης της εγχώριας παράδοσης, της νέας σκηνικής δομής, των νέων σκαλιστών φιγούρων από χαρτόνι, των νέων ηρώων (σιορ – Διονύσης, Βεληγκέκας, Κολλητήρης), των ελληνικών ήχων (κλέφτικα και λαϊκά). Και δίπλα του, ο Γιάννης Ρούλιας (εμπνευστής του Μπαρμπα-Γιώργου) και ο Μέμος Χριστοδούλου.
ΑΠ’ ΟΛΗ αυτή την πρώιμη πορεία, οι αρχειακές αναφορές είναι ελάχιστες˙ γενικά για τον «ελληνικό καραγκιόζη». Αφ’ ενός, ο πιο λαϊκό-περιθωριακός του χαρακτήρας, αφ’ ετέρου, η, σε μεγάλο βαθμό, προφορικότητα του θεάματος (οι διάλογοι σπάνια γράφονταν, με συνήθη αιτία το γεγονός ότι οι περισσότεροι καλλιτέχνες του είδους ήταν αγράμματοι) δεν ευνόησαν τις γραπτές αναφορές.
ΜΙΑ, ΠΑΝΤΩΣ, του 1879, στην εφημερίδα της Χαλκίδας «Εύβοια», βάζει εμμέσως το νησί στο κάδρο – έστω, σημειώνοντάς την ως δευτερεύουσα εστία…
«Εκτός των Αθηνών και της Κερκύρας, ενίοτε δε των Πατρών και της Σύρου, όλαι αι άλλες πόλεις της Ελλάδος, ως μόνην ενίοτε “διδαχήν” έχουσι τον Καραγκιόζην…»
ΕΔΩ, προηγούνταν άλλα. Η μουσική, η όπερα, το θέατρο. Ο μπερντές, σε υγρούς και ανήλιαγους καφενέδες και στις πρόχειρες τάβλες των πλατειών και της υπαίθρου, έπονταν. Σ’ απόσταση…
ΜΙΑ ΑΠ’ ΤΙΣ πρώτες σωζόμενες μαρτυρίες για Καραγκιόζη στο νησί, ανήκει στον (Κερκυραίο) Τζούλιο Καϊμη – μετέπειτα (1935) πρώτο συστηματικό μελετητή του Θεάτρου Σκιών στην Ελλάδα:
«Θυμάμαι κάποιες κωμωδίες του Καραγκιόζη, που είδα να παίζονται, όταν ήμουν παιδί στο όμορφο νησί όπου γεννήθηκα, και οι οποίες μου άφησαν μια ανάμνηση γεμάτη γοητεία, φαντασία και χαρά…».
Πρώτη δεκαετία του 20ού αι…
ΠΡΟΤΟΥ κοπιάσει η μνημειώδης περιγραφή του Lawrence Durrell, στο «Prospero’s Cell» (καθρεπτίζοντας, κατά τον Pulhner, μια εποχή «περίπου στα 1937»): παράσταση Καραγκιόζη, κοντά στην παλιά ιταλική σχολή˙ «Έχει έρθει ο Καραγκιόζης στην πόλη και πρόκειται να δώσει παράσταση το βράδυ. Θα πάνε όλα τα παιδιά της πόλης και πάρα πολλοί χωρικοί…»
ΕΝΩ στο πάνθεον είχαν ήδη αρχίσει να διεκδικούν την ιστορική τους θέση οι πρώτοι ονομαστοί Κερκυραίοι Καραγκιοζοπαίκτες (απ’ τον Νίκο Δροσόπουλο και τον Περικλή Παγκράτη, έως τους Ασπιώτηδες, με τη σπουδαία πορεία εκτός νησιού και τον εμβληματικό, Σπύρο Γραμμένο), οι Παξοί δεν εξαιρούνται απ’ το κάδρο. Πολύτιμο, πρώιμο τεκμήριο, το πρωτόβγαλτο δημοσίευμα της εφημερίδας «Παξοί» του 1925 (φ. 15/8), το οποίο αναφέρει παραστάσεις, «δις της εβδομάδος εις την ρωμαντικήν θέσιν “Γιαννάς” του Γαϊου». Με «παίκτη», τον (Παξινό) Δημ. Βερονίκη ή Γάρδα, «πανελληνίου φήμης Καραγκιοζοπαίκτης» (αν και τ’ όνομά του δεν εντοπίστηκε σε καμιά απόπειρα καταγραφής των παλαιών καραγκιοζοπαικτών της χώρας).
ΣΩΘΗΚΕ κι ένα στιχούργημα, που, τραγουδούσαν για δαύτον στο νησί:
«Συχνά τα βράδυα στου Γιαννά / ο Γάρδας παρασταίνει
τον Καραγκιόζη, και εκεί / πολύς κόσμος πηγαίνει.
Εκεί ο Μήτσος και ποτά / εκεί τα βράδυα τώρα,
και τζιντζιμπύρες δροσερές / με πάγο από τη χώρα…»
ΑΡΓΟΤΕΡΑ –και, περιστασιακά, ως σήμερα (περίπτωση «Koum Kou Art»), η παξινή δράση μετατοπίστηκε, πλην της υπαίθρου, στο θρυλικό (και πάντα ακμαίο) καφενείο του Θεόφραστου (Σπύρου Πέτρου), στη Λάκκα. «Οι παλιότεροι το θυμούνται ως χώρο θεάτρου (σ.σ. και σκιών), ως τον πρωταρχικό τους χώρο για δημόσια διασκέδαση», επιβεβαίωνε το 1999 o Μark Ottewey στους «Sunday Times»: «To μέρος που εκτυλίσσεται όλη η τοπική, δημόσια ζωή…».
ΟΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ αυξάνονται κάπως αργότερα, στην μεταπολεμική Ελλάδα – στη μεγάλη ακμή του Θεάτρου Σκιών. Όχι «εκκωφαντικές». Αρκετές, ωστόσο, για να επιβεβαιώσουν την τακτική έλευση στο νησί, καραγκιοζοπαικτών κι απ’ την απέναντι ακτή, Ήπειρο ή Πελοπόννησο. Όπως, απόλυτα ενδεικτικά, του σπουδαίου –κερκυραϊκής καταγωγής- Ιωάννη Πρωτοψάλτη, απ’ τον Πύργο: «Έπαιζα», διηγείται, «στα Καβάσιλα και σε όλη την περιοχή γύρω – γύρω. Και στην Πάτρα, σε φεστιβάλ και σε κάποια σχολεία. Έπαιζα όμως και στα κοντινά νησιά. Τη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά… Την Κέρκυρα…»
Συνεχίζεται
• Για (1) τους παλαιούς Κερκυραίους Καραγκιοζοπαίκτες, (2) την περίπτωση Καϊμη και (3) τη μνημειακή περιγραφή του Durrell, θα ακολουθήσουν ειδικές αναρτήσεις στα επόμενα μέρη του αφιερώματος.
Karagöz & Kαραγκιόζης
«Καραγκιόζης», εκ του «Karagöz». Σημαίνει «μαυρομάτης». Σωρός οι εκδοχές. Κατά μία, επειδή οι Ίωνες, χαρακτήριζαν «σοφό» τον έχοντα «μέλαν όμμα» (μαύρο μάτι). Κατά μια δεύτερη, επειδή ο ήρωας έχει, ως σύμβολο της πονηράδας του, «ένα ορθάνοιχτο μαύρο μάτι» (Κολονάρος). Μια τρίτη λέει ότι κάποτε υπήρχε ένας Τούρκος χτίστης, γελωτοποιός, ο Karagöz. Κι έλεγε τόσα αστεία, ώστε δεν μπορούσε να προχωρήσει η κατασκευή απ’ το σεράι. Ο Σουλτάνος θύμωσε. Και πρόσταξε να τον σκοτώσουν. Αλλά ο εργολάβος βούλιαξε στις τύψεις κι έφτιαξε μια χάρτινη φιγούρα, για να τον κρατήσει «ζωντανό». Τέταρτη εκδοχή: οι Τούρκοι γνώρισαν το Θέατρο Σκιών από έναν Έλληνα, τον Μαυρομάτη, που το ‘χε μάθει στην Κίνα. Ιστορικά πάντως, δημιουργός του (τούρκικου) Θεάτρου Σκιών θεωρείται ο σεΐχης Μεχμέτ Κιουστερή, απ’ την Προύσα.