Προετοιμάζοντας τη γιορτή για τη βραδιά της 10ης Αυγούστου, ήρθα σε επαφή με πολλούς από τους ανθρώπους που προσφέρουν στον τόπο μου. Λόγιους και καλλιτέχνες, που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στα γράμματα και στην τέχνη αλλά και ανθρώπους του μόχθου, που ζουν όλη τους τη ζωή στη θάλασσα.
Τους άκουγα με δέος να μιλάνε για την ιστορία του τόπου μου. Για νύχτες αυγουστιάτικες. Για καντάδες. Για μεθυσμένους βαρκάρηδες που τραγουδούσαν μεσοπέλαγα πάνω σε μαούνες. Ή για πομπές από στολισμένες βάρκες. Για λεμβωδίες. Για βαρκαρόλες… Για εικόνες του χτες.
Εικόνες και γεγονότα που με το πέρασμα του χρόνου μάλλον είχαν εξιδανικευτεί στο μυαλό μου και που τώρα, με την άμεση εξιστόρηση των ανθρώπων που τις έζησαν, που τις έφτιαξαν, άρχισαν να παίρνουν τις σωστές τους διαστάσεις.
Αναγνώρισα πίσω από την ρομαντική θολούρα της απόστασης, τον κόπο, την προσφορά, αλλά και τις αστοχίες, τα λάθη. Εκείνες οι δράσεις δεν ήταν τέλειες. Δεν ήταν ιδανικές. Αλλά μας αποκαλύπτονταν όμορφες. Γιατί ήταν αυθόρμητες. Σχεδόν ενστικτώδεις. Μίλαγαν τη γλώσσα της εποχής τους. Αντικατόπτριζαν το παρόν τους. Και κυρίως, έδιναν χαρά.
Και αναρωτήθηκα για το σήμερα: Μήπως έχουμε γίνει το νησί του κάποτε; Μήπως δεν ονειρευόμαστε πια, αλλά μόνον αναπολούμε; Μήπως έχουμε πάψει να διεκδικούμε και αρκούμαστε στις δάφνες – τις πικροδάφνες μάλλον – του παρελθόντος; Μήπως τελικά αφεθήκαμε στο μέτριο, στο ελάχιστο ή και στο καθόλου, και επιτρέπουμε στο ευτελές, στο δήθεν να κρατάει το τιμόνι;
Αλήθεια, μας αρκεί να βαυκαλιζόμαστε ότι κάποτε είμασταν πρώτοι; Μας αρκεί να φοράμε το ξεραμένο, πένθιμο στεφάνι του παρελθόντος;
Μας πείθουν αλήθεια, οι παράτες και τα ενδύματα – τάχαμου πιστά αντίγραφα άλλων εποχών, πριγκιπισσών και αρχόντων; Μας αρκούν οι θλιβερές αντανακλάσεις του πάλαι ποτέ κόσμου; Είμαστε ευχαριστημένοι με τα ανεπαρκή όσο κακόγουστα και αν είναι; Και πως γίνετε να μην τα ξεχωρίζουμε, αλλά να επιβραβεύουμε, χειροκροτούμε τα πάντα – όσο κακά και αν είναι – σαν να είναι αυτά που ποθούμε;
Τι θέλουμε αλήθεια; Μουσειακές, στείρες αναπαραστάσεις περασμένων εποχών, κάτι σαν μνημόσυνα αλλοτινών καιρών; Κάτι που να λέει πόσο όμορφα ήταν τότε και πόσο άσχημα είναι σήμερα; Ή κάτι που να μας δώσει χαρά; Κάτι που να γίνει έμπνευση;
Και τότε ήρθε σαν αστραπή η σκέψη των εκατοντάδων παιδιών μας που αγαπάνε τη μουσική, το χορό, το θέατρο! Και σκέφτηκα πως έχουμε υποχρέωση να τους προσφέρουμε πολύτιμη γνώση. Όραμα. Ποίηση. Ομορφιά. Ποιότητα. Έμπνευση. Χαρά. Όχι με ότι πρόχειρο μας βρίσκετε, αλλά με ότι σπουδαίο.
Αποφάσισα τότε, να σταθώ ελεύθερος από ταμπού. Να εμπνευστώ από ότι όμορφο έρχεται από χτες αλλά κυρίως να εστιάσω στον τόπο μου όπως είναι σήμερα. Και να ονειρευτώ πως θα τον ήθελα αύριο.
Και άρχισαν τότε να με πυρπολούν χίλιες δυο εικόνες. Χίλια δυο όνειρα. Όμορφες εικόνες του σήμερα. Πανέμορφες εικόνες του αύριο.
Και με τη σκέψη των παιδιών μας, πήρα δύναμη και Θεέ μου, πόσο θα ήθελα να ανέβω στην κορφή του Φρουρίου μας και να φωνάξω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, για να ακουστεί στον ουρανό τον απέραντο:
Το νησί μου δεν είναι νησί του κάποτε. Το νησί μου είναι νησί του σήμερα! Το νησί μου είναι νησί του αύριο!