16.9 C
Corfu
Τρίτη, 23 Απριλίου, 2024

Old Christmas: Ο κυρ – Σπύρος Φουκαράς και… το κλύσμα!

Μια κορφιάτικη, χριστουγεννιάτικη ιστορία του Βλ. Γ. Βαλασσόπουλου, από την εφημ. «Επτάνησος» του 1936.

Επιμέλεια: Ηλίας Αλεξόπουλος

ΨΑΧΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ τις παλιές, κερκυραϊκές εφημερίδες ανακαλύπτεις μικρο-θησαυρούς. Απ’ αυτούς, που δύσκολα θα βρουν μια θέση σε κάποια «σοβαρή» ιστορική μελέτη του έπειτα ή κάποιο ανθολόγιο. Είναι τα «μικρά». Τα «καθημερινά». Ψηφίδες της κορφιάτικης ζωής αλλούτερων καιρών, τέκνα βιωματικών αφηγήσεων «της πιάτσας», ανεκδοτολογικές αράδες, αστείες ή λυπητερές, με τη δική τους, όμως, χάρη κι ενδιαφέρον. Οι χριστουγεννιάτικες ιστορίες δε λείπουν˙ ίσα – ίσα. Πρόσφατα αναφερθήκαμε στην ιστορία του Έρκολε και της… εκρηκτικής του γαλοπούλας, δια χειρός Φώτου Γιοφύλλη στον «Ανεξάρτητο» του 1933. Σήμερα, σειρά παίρνει η (κερκυραϊκή) «Επτάνησος», του Πίπη Μαρτίνη, εν έτει 1936 (φ. 29/12). Η, παραμονή Χριστούγεννα, ιστορία του Σπύρου του Φουκαρά˙ αληθινή ξιστόρηση, παραλλαγμένο τ’ όνομα. Υπογραφή, Βλάσσης Γ. Βαλασσόπουλος…

Πρέπει ευθύς εξ αρχής να δηλώσω μιάν αλήθεια: δεν είμαι ο γεννήτωρ της ιστορίας αυτής, ούτε και διεκδικώ την πατρότητά της. Ίσως να έχω δικαιώματα μόνον για νουνός. Και τώρα, ας αρχίσω.

Ήτανε παραμονή Χριστουγέννων και στην αγορά, ο κόσμος πηγαινοερχόντανε, για να ψωνίση για το σπίτι του, σύμφωνα με το χρήμα που διέθετε. Μα, κοντά σ’ αυτούς, που ποιος λίγο ποιος πολύ, κάτι ψώνιζαν για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, ήτανε και άλλοι, που η μοίρα τους κατεδίκασε να πάρουν διαζύγιο από τις χαρές των γιορτάδων. Κι’ ένας απ’ αυτούς, ήτανε και ο ήρως της ιστορίας μας αυτής.

Επειδή, σύμφωνα με το νόμο, πρέπει να έχη κάποιο όνομα, φαντάζομαι πως δεν τον πειράζη αν του δώσω εγώ ένα κι’ αν τον βαφτίσω -σύμφωνα και με την περίσταση- Σπύρο Φουκαρά. Ο κ. Σπ. Φουκαράς, λοιπόν, τριγύριζε από συνήθεια παληών καλών ημερών, στην αγορά, υπολογίζοντας τις σούπες που μπορούσαν να βγουν από ‘να κομμάτι κρέας ή πόσες σπαγετάδες φτιάχνονται με μια λίτρα μακαρόνια, όταν το μάτι του επήρε καθισμένον σε μια γωνιά και με το βλέμμα στηλωμένο ψηλά, σαν σφοδρόν ερασιτέχνην της αστρονομίας, κάποιον χωριάτη. Ίσως και να τον έπερνε για «συνάδελφο», εάν δεν έβλεπε –δεν μπορεί να τα δη κανείς μονομιάς όλα- πως στα χέρια του κρατούσε δυο ζευγάρια κότες, ομολογουμένως ολόπαχες και προκλητικές.

Τότε ο ήρως μας σκέφτηκε –οι σκέψεις είναι το μόνο ανέξοδο εμπόρευμα- πως αν είχε τις κότες, ασφαλώς το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι του θα ήτανε περίφημο και θα έπαυε η γκρίνια της γυναίκας του και των παιδιών του. Και επειδή, όπως λένε στα δικαστήρια, η μια σκέψις φέρει την άλλην και επειδή, όπως λένε και οι σοφοί, ο κατήφορος είναι πολύ πιο εύκολος –δεν αξίζει το κόπο να γίνη κανείς σοφός για να καταλάβη ένα τόσο απλό πράγμα- κατέληξε, ή, αν προτιμάτε, γλύστρησε, σ’ ένα συμπέρασμα και σχέδιο, που αμέσως το έβαλε σ’ ενέργεια, επειδή φαίνεται θα είχε ακούσει το ρητόν ότι «ο καιρός είναι χρήμα».

Πλησίασε το χωριάτη και με προστατευτικό ύφος κουρασμένου ευπατρίδου, ρώτησε:

-Ακόμη δεν τις πούλησες, πατριώτη, τις κότες;

Ο «πατριώτης» συνήλθεν από το ρεμβασμό του και με στεναγμό, που θα ράιζε και τα τείχη του φρουρίου, απήντησε:

-Δεν βαρυέσαι…  ο κόσμος τις θέλει τζάμπα!

-Και πόσο τις δίνεις;

-Εννενήντα φράγκα… να τελειώνω να φεύγω.

-Κι αν εγώ τις πουλήσω πιο ακριβά, συμφωνάς να παίρνω τη διαφορά;

-Και δεν την πέρνεις!… Εγώ τα εννενήντα μου να πάρω…

Με τουπέ, που ήτανε απολύτως αναγκαίο για την περίσταση, ο φίλος μας, κ. Σπ. Φουκαράς, επήρε τις κότες και προχώρησε προς το φαρμακείο της αντικρυνής γωνίας, αφού πρώτα εφρόντισε να νουθετήση τον ιδιοκτήτη τους:

-Θα τις πουλήσω στο μπάρμπα μου, το φαρμακοποιό… Επειδή έχουμε ξένο στο σπίτι, ξέρω πως θέλει κότες καλές, σαν τις δικές σου, και θα τις πληρώση καλά.

Εδώ αρχίζει η δευτέρα πράξις του έργου –χαρακτηρίστε το εσείς, αν είναι δράμα ή κωμωδία. Κρατώντας θριαμβευτικά τις κότες, στα χέρια του, πλησίασε τον επιστήμονα, απησχολημένον με κάτι πελάτες, και του είπε:

-Αφεντικό, είνε κάποιος συγχωριανός μου… ξέρεις, τον έχει πιάσει δυσκολία και πρέπει να του κάνεις κλύσμα… Μα, ντρέπεται…

-Ευχαρίστως. Μόνο θα περιμένη λίγο να ετοιμασθή το νερό.

-Αυτό το ξέρω και το είχα στο νου μου. Μόνο, που επειδή είναι φτωχός, να του κόψεις κάνα τάλληρο.

Κι αφού η συμφωνία έγινε, συνέχισε:

-Εγώ, αφεντικό, φεύγω, γιατί έχω κι άλλες δουλειές. Μόνο, σε παρακαλώ, για να ησυχάση, πες του πως τα κανονίσαμε στην τιμή και να περιμένη να τον φωνάξης.

Στην παράκλησι αυτή δεν μπορούσε να υπάρξη αντίρρησις γι’ αυτό και ο αγαθός Ασκληπιάδης, βγαίνοντας στην πόρτα του μαγαζιού του, εμίλησε στο χωριάτη, που από μακρυά και μέσα από τη τζαμόπορτα είχε παρακολουθήσει τις συνεννοήσεις:

-Ε, συ… Ήμαστε σύμφωνοι για τα λεφτά. Περίμενε λίγο και θα σε φωνάξω εγώ να σε τακτοποιήσω άμα είναι καιρός.

Και γύρισε στη δουλειά του, ρίχνοντας πότε – πότε ματιές στο «ιδιαίτερο» που έκαιε το καμινέτο ζεσταίνοντας το νερό για το κλύσμα και χωρίς, βέβαια, να δώση καμμία σημασία στο ότι ο προξενητής του πελάτου του είχε φύγει από την πλαϊνή μικρή πορτίτσα, που έβγαζε στο στενοκάντουνο.

Φαντασθήτε τώρα την έκπληξη του απονήρευτου φαρμακοποιού, όταν φωνάζοντας τον «πελάτη του», βρέθηκε να είναι ο ίδιος «πελάτης» του πελάτου του, για κότες που δεν πήρε αυτός, αλλά ο «κύριος ανεψιός του».

Κι έτσι, κοντά στα χαμένα έξοδα του οινοπνεύματος κλπ., του τόσον αδόξως ματαιωθέντος κλύσματος –για να μη μιλήσουμε για το «διαφυγόν κέρδος»- είχε και τα μαλλιοτραβήγματα με την αστυνομία.

Η συνέχεια; Δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Το μόνο που πρέπει να πω, πριν υπογράψω για το πιστόν της μεταβιβάσεως, είνε ότι ο «ανεψιός» δεν βρέθηκε έως σήμερα, ίσως γιατί κάθεται σπίτι του και χωνεύει τη Χριστουγεννιάτικη και εκ κοτών, σούπα του.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ