Τα παραδοσιακά πρωτοχρονιάτικα κάλαντα της Κέρκυρας, τα παλαιά ταμπουρλονιάκαρα και η προσέγγιση του εκ Καισαρείας Βασιλείου ως «άγιος γραμματικός».
Επιμέλεια: Ηλίας Αλεξόπουλος
ΤΑ ΕΘΙΜΙΚΑ ριζά τους, απ’ τις ρωμαϊκές «calendae», έως τα βυζαντινά «αγύρτικα» / «αγερμικά», σημειώθηκε ήδη στην αντίστοιχη ανάρτηση των Χριστουγέννων (πατήστε ΕΔΩ). Τα κάλαντα. Του Χριστού, των Φώτων, του Μάρτη, του Μαγιού – ποικίλες, λαογραφικά, οι αφορμές για λίγους στίχους εγκωμιαστικούς κι ευχετήριους, για το καλόπιασμα της τύχης. Της ευημερίας. Της υγείας.
ΒΕΒΑΙΩΣ, η Πρωτοχρονιά, η έλευση του νέου έτους, μπήκε πρώιμα στο κάδρο. Κάθε τόπος τα δικά του – δεκάδες οι παραλλαγές. Με τη δική του οπτική, τους δικούς του σπόρους λαϊκής κουλτούρας, τη δική του προσέγγιση εκείνης της τεράστιας δεξαμενής που ονομάζεται «παράδοση». Τα «έφτιαξε» πρώιμα και η Κέρκυρα. Με ίδιον στίχο, ρυθμό, τρόπο (εκφορά του στίχου απ’ τον κορυφαίο κι επανάληψή ενός εκάστου απ’ το χορωδιακό υπόλοιπο), μελωδία – «που, μοναδική, θυμίζει εκείνη της καντάδας παλιού ελληνικού κινηματογράφου», γράφει ο Κώστας Καλλιαντέρης (πατήστε ΕΔΩ)…
ΠΑΛΑΙΑ, λέει, στις γειτονιές, προτού κοπιάσει η κιθάρα, το βιολί και τα υπόλοιπα, τα λέγανε με τα ταμπουρλονιάκαρα˙ δύο επιμέρους παραδοσιακά χειροποίητα όργανα: ένα πνευστό, η «νιάκαρα» ή «ανιάκαρα» (σαν πίπιζα, ζουρνάς, αυλός) κι ένα κρουστό, το «ταμπούρλο» (νταούλι, με μεμβράνη από δέρμα ζώου). Και λόγια – υμνητικό αφιέρωμα (εκεί εστίαζε το λαϊκό «λιμπρέτο», όπως και τ’ αντίστοιχο ηπειρώτικο) στη μνήμη του Αγίου Βασιλείου. Που ‘ρχόμενος απ’ την Καισάρεια, μετέφερε, με γνώση και με θεία φώτιση, το θάμα…
«Πάλιν ακούσατε άρχοντες, πάλιν να σας ειπώμεν / ότι και αύριον εστί ανάγκη να χαρώμεν…»
ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ κάλαντα της Κέρκυρας, στις επιμέρους εκδοχές τους, διεσώθησαν από τ’ αστείρευτο μεράκι λαογράφων – ερευνητών, όπως ο αείμνηστος δάσκαλος, Νίκος Πακτίτης (βλ. «Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια», Αθήνα, 1989) και ο Ιωάννης Μπουνιάς. Λέει ένα απ’ τα σώσματα…
«Ας την καλησπερίσουμε τούτην την φαμελίαν, / ο Θεός να την πολυχρονά και να’ χει την υγείαν.
Βασίλειε θαυματουργέ ήλθα να σε παινέσω, / που στων αγγέλων το χορό βρίσκεσαι εν τω μέσω.
Της Καισαρείας γέννημα, φλαστός Καππαδοκίας / και ποιητής και λυτρωτής της θείας λειτουργίας.
Κάμνω λοιπόν καλήν αρχήν, επαίνους να συνθέσω, / τον Άγιον Βασίλειον για να τον επαινέσω.
Να σας ειπώ τα θαύματα που έκαμε ο εαυτός του, / με του Θεού τη δύναμη που ήτανε βοηθός του».
ΚΑΙ ΜΙΑ δεύτερη εκδοχή, πιο δημοφιλής σε περιοχές του κορφιάτικου βορρά – με αξιοσημείωτη την αποτύπωση του Βασιλείου, ως «άγιος και θαυματουργός γραμματικός» (σε κάλαντα της υπόλοιπης Ελλάδας, τον συναντάμε ως ζευγά ή γεωργό κ.λπ.)…
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, πρώτη του Γεναρίου / Αύριο ξημερώνεται τ’ Αγίου Βασιλείου.
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία. / Βαστάει εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε!
– Βασίλη, πόθεν έρχεσαι και πόθε κατεβαίνεις;
– Από τη μάνα μ’ ἔρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω / να μάθω τ’ άγια γράμματα και τ’ άγιο Ευαγγέλιο!
-Κάτσε να φας, κάτσε να πιης, κάτσε να τραγουδήσης.
-Εγω γράµµατα εµάθαινα, τραγούδια δεν ειξεύρω.
-Κι αφού ειξέρεις γράµµατα, πες µας την Άλφα Βήτα.
Και το ραβδί του ακούµπησε να πη τηv Άλφα Βήτα.
Και το ραβδί ‘τανε ξερό και βλάστησε κλωνάρια. / Κι απάνω στα κλωνάρια του πέρδικες κελαϊδούσαν.
Πέρδικες µε χρυσά φτερά και µ’ ασηµένια νύχια…»
ΠΡΙΝ ΚΛΕΙΣΕΙ το στιχούργημα, με την εθιμοτυπική ευχή στον νοικοκύρη, σ’ αναμονή «του όβολου». Για το καλό…
«Σ᾿ αυτήν την πόρτα πού ‘ρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει, / κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει!
Να ζήσει χρόνους εκατό και νά τους απεράσει, / και στων παιδιών του τις χαρές κουφέτα να μοιράσει!
Κυρά χρυσή, κυρ’ αργυρή, κυρά μαλαματένια, / που σε χτενίζουν άγγελοι με τα χρυσά τους χτένια,
άνοιξε το πουγκάκι σου το μαργαριταρένιο, / και δώσε μ’ ένα τάλληρο, ας είναι κι ασημένιο!
Και τώρα καληνύχτα σας, καλό ξημέρωμά σας, / κι ο Άγιος Βασίλειος νάναι βοήθειά σας…»
Αμήν…