Στο «Κελί του Πρόσπερου» o Lawrence Durrell περιγράφει παράσταση Καραγκιόζη («Οι δημόσιες εκλογές») στην Κέρκυρα των late 30s. Είναι η πιο παλιά περιγραφή Θεάτρου Σκιών στο νησί…
MEΡΟΣ 2ο
Για το 1ο μέρος, πατήστε ΕΔΩ.
Επιμέλεια: Ηλίας Αλεξόπουλος
«PROSPERO’S CELL»˙ «Το κελί (Σπηλιά) του Πρόσπερου». Γραφή του Lawrence Durrell (1912 – 1990). Αυτός ήταν, λέει, που νιώθοντας ασφυκτικά στο «απολιθωμένο» περιβάλλον της Αγγλίας, έπεισε τη γυναίκα του, τη μάνα και τ’ αδέλφια του (τον Gerald και τους άλλους) να μετακομίσουνε στην Κέρκυρα (1935)˙ και χτίστηκε ο μύθος των «The Durrells». Ήρθαν. Kαι ζήσαν’ αρχικά στη βίλα Ανεμογιάννη, στο Κοντόκαλι. Ώσπου, αρχές του ’36, μαζί με τη γυναίκα του, τη Nancy, μετακόμισαν: στο «Άσπρο Σπίτι», στο Καλάμι. Και την παλαιά καλύβα «του ψαρά». Είναι, ακριβώς, η, έως το ’39, περίοδος π’ αργότερα θα αποτύπωνε, με μάλλον λυρική γραφή, στον «Πρόσπερο». Στιγμές, εικόνες, βιώματα˙ ο ένας καταγεγραμμένος πόλος της «κερκυραϊκής εμπειρίας» των Durrells, με δεύτερο άκρο την «τριλογία» του Gerald (και «κλου» το «Η οικογένειά μου και άλλα ζώα»). Το έργο εκδόθηκε, πρώτη φορά, με το τέλος του Πολέμου (1945). Και πλην των άλλων, στις σελίδες του, περιελάμβανε κι αυτό: την παλαιότερη σωζόμενη περιγραφή παράστασης καραγκιόζη στο νησί («Οι δημόσιες εκλογές»). Με τον Durrell θεατή. Για την ιστορική οικονομία του Θεάτρου Σκιών στην Κέρκυρα, κειμήλιο…
• ΕΧΕΙ έρθει ο Καραγκιόζης στην πόλη και πρόκειται να δώσει παράσταση, το βράδυ. Θα πάνε όλα τα παιδιά της πόλης και πάρα πολλοί χωρικοί. Στέλνουμε τον Σταύρο να κλείσει θέσεις…
• ΣΗΜΕΡΑ είναι μία από τις αναρίθμητες γιορτές του Aγίου… Γύρω στις εφτά, με ανεβασμένη διάθεση από το εξαιρετικό κρασί της «Πέρδικας», διασχίζουμε τη μικρή πλακόστρωτη πλατεία κοντά στην εκκλησία του Αγίου και κατευθυνόμαστε από τα καντούνια και τ’ απομεινάρια της βενετσιάνικης πόλης προς το μέρος όπου έχει στηθεί το θέατρο σκιών. Καταλαβαίνουμε πού είναι από τα φώτα και τη βοή του κόσμου, που έχει μαζευτεί σ’ έναν σκαφτό κηπάκο κοντά στο ιταλικό σχολείο.
• ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ ποσότητες ζαχαρωτών και τσιτσιμπίρας αγοράζονται από τα σχολειαρόπαιδα και τους χωρικούς, που στριμώχνονται στη μικρή πλατεία… Δυο βιολιά κι ένα ταμπούρλο παίζουν για εισαγωγή κάτι κακόηχο, που κάνει αντίστιξη με τα χαχανητά των παιδιών και το άνοιγμα των μπουκαλιών της τσιτσιμπίρας…
• ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ μας είναι μπροστά, η ορχήστρα γρατζουνίζει κάτω από τη μύτη μας… Ξαφνικά σβήνουν οι λάμπες ασετυλίνης στο φράχτη και τα ανυπόμονα πρόσωπα φωτίζονται πια μόνο από το φως της λευκής οθόνης με το κατακόκκινο πασαμέντο. Οι ηθοποιοί παίρνουν θέσεις, γιατί πού και πού περνούν σκιές πίσω από την οθόνη και τα χωριατόπουλα φωνάζουν όλο ενθουσιασμό…
• Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ βγάζει ένα τελικό σκούξιμο και σταματά. Τώρα η αναμονή φθάνει στην ύψιστη ένταση, γιατί πίσω από την οθόνη ακούγεται ο θόρυβος από τα ξυλαράκια που χτυπά το ένα το άλλο. Η ένδειξη, το έργο αρχίζει…
• Η ΑΝΑΣΑ κόβεται από προσμονή καθώς στην οθόνη εμφανίζεται τρεκλίζοντας η ακόλαστη μορφή του Χατζηαβάτη, σηκώνοντας ψηλά το τεράστιο φρύδι του και λέγονται μερικά εισαγωγικά. «Ο Χατζηαβάτης!» σκούζουν διαπεραστικά τα μικρά στην πρώτη σειρά… Όλοι τον αγαπούν τον Χατζηαβάτη, επειδή είναι πέρα για πέρα βλάκας. Είναι για τον Καραγκιόζη ό,τι ο Γουάτσον για τον Σέρλοκ Χολμς – ταυτόχρονα στόχος πειραγμάτων, αλλά και αφορμή για ατάκες.
• ΜΟΛΙΣ εμφανίζεται ο Χατζηαβάτης, η ορχήστρα παίζει μια μελωδία τυπική και καλύπτει το μονόλογό του, γι’ αυτό ο ήρωας τραντάζεται σύγκορμα από αγανάκτηση και τη διατάζει να σταματήσει, ενώ ξαναπιάνει τα παράπονα και τους στεναγμούς.
• ΟΛΑ του πάνε στραβά… Είναι φτωχός, δεν έχει να πληρώσει το νοίκι, τις προάλλες κάποιος τον πέρασε γι’ άλλον και τον έδειρε –το σύμπαν πάει κατά διαόλου. Γι’ αυτό περιπλανιέται άσκοπα σ’ αυτόν τον χαρτονένιο δρόμο με τα ξυλόγλυπτα σπίτια ψάχνοντας για κάνα φιλαράκι – κι ασφαλώς, υπάρχει μόνο ένας φίλος που ο Χατζηαβάτης θα αναζητούσε σε τέτοιες περιστάσεις: ο Καραγκιόζης.
• ΧΤΥΠΑ επίμονα την πόρτα της παράγκας και φωνάζει: «Καραγκιόζη, είσαι μέσα;» Για λίγο δεν υπάρχει απόκριση. «Eίσαι μέσα;» φωνάζει ο Χατζηαβάτης πιο επίμονα. Μια ξεχαρβαλωμένη άμαξα περνάει στη σκηνή και παραλίγο να τον πατήσει. Ο Χατζηαβάτης βρίζει και, μόλις συνέλθει, ξαναχτυπά πιο επίμονα την πόρτα της παράγκας. Με τα πολλά, ανοίγει ένα παραθυρόφυλλο και βγαίνει το κεφάλι του πρωταγωνιστή. Μεμιάς σηκώνεται ένα σούσουρο από τα παιδιά, που ξεσπούν σε ζωηρά χειροκροτήματα…
• Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ έχει μεγάλη, γαμψή μύτη, καμπούρα κι ένα πελώριο φαλλικό χέρι. Επίσης, ένα μοχθηρό μάτι, χωρίς βλέφαρο, που ξεχειλίζει από κατεργαριά. «Θες να μιλήσεις με τον Καραγκιόζη;» ρωτάει με επιφύλαξη. «Αν είναι για το νοίκι, λυπάμαι, αλλά λείπω. Όσο για τα λεφτά που μου δάνεισες την περασμένη εβδομάδα, σου τα γύρισα, όπως θυμάσαι κι εσύ φυσικά».
• ΜΕ ΤΟ που τα λέει αυτά, εξαφανίζεται και ο Χατζηαβάτης ξαναρχίζει να βροντοχτυπά την πόρτα. Αυτήν τη φορά εμφανίζεται το κεφάλι ενός από τα αναρίθμητα παιδιά του Καραγκιόζη. Ο πατέρας είναι στο κρεβάτι και δεν κάνει να τον ενοχλήσουνε. Ο Χαζηαβάτης εκλιπαρεί με ένρινη φωνή να τον δει, αλλά κατά τα φαινόμενα αρνείται η γυναίκα του Καραγκιόζη.
• ΤΕΛΙΚΑ, στη διάρκεια του διαλόγου, αναφέρεται η λέξη «ψωμί», οπότε η μπροστινή πόρτα ανοίγει διάπλατα και ο πρωταγωνιστής πετάγεται έξω και ρωτά γεμάτος ελπίδα και πείνα: «Άκουσα τη λέξη “ψωμί;”». Ο Χατζηαβάτης καταφέρνει να βρει ένα ξεροκόμματο επάνω του, που το δίνει στον πεινασμένο Καραγκιόζη, ο οποίος συμφωνεί να του μιλήσει.
• Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ τους διαρκεί κάμποση ώρα, ενώ κάθε τόσο παρεμβάλλονται άκρως γοητευτικοί σκηνικοί ψίθυροι του ήρωα. «Όμορφη γυναίκα, είπες; Τότε κράτα τη μακριά μου. Η ομορφιά, η γοητεία και, κυρίως, η κοινωνική μου θέση, θα την έκαναν να με ερωτευτεί αμέσως».
• ΟΛΟΙ ευχαριστιούνται πολύ μ’ αυτήν τη δευτερεύουσα σκηνική δράση. Η παράλογη ματαιοδοξία που έχει ο Καραγκιόζης είναι ένα από τα πιο έντονα χαρακτηριστικά του και προκαλεί τα περισσότερα γέλια. Ωστόσο, το πραγματικό πρόβλημα που βασανίζει τον Χατζηαβάτη είναι αυτό της ισχύος. Γιατί οι άλλοι να ‘χουν άμαξες και υπηρέτες κι αυτός να μην έχει; «Γιατί, αλήθεια;» επαναλαμβάνει ο Καραγκιόζης, βουτώντας στη ζούλα μερικά φρούτα από έναν πάγκο. «Θα σου πω κάτι» λέει ο ήρωας. «Θα ‘θελες να είσαι πρωθυπουργός;»
• Ο ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ, παρά τις αναρίθμητες φορές που έχει βρει τον μπελά του εξαιτίας του απαράμιλλου ταλέντου του Καραγκιόζη να τους μπλέκει, συμφωνεί πρόθυμα. «Πολύ καλά, τότε» λέει ο Καραγκιόζης. «Έχεις λεφτά;» Κατά πώς φαίνεται, πρέπει να εξασφαλίσουν τις ψήφους. Δυστυχώς, ο Χατζηαβάτης έχει μόνο δύο δραχμές κι ο βλάκας τις δίνει. Τα κορακίσια μάτια του Καραγκιόζη λάμπουν από απληστία, και τα παιδιά στο κοινό (που ξέρουν πολύ καλά πως, ό,τι και να συμβεί, ο Χατζηαβάτης θα χάσει τα λεφτά του) ξεσπούν σε πονηρά γέλια.
• Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ βεβαιώνεται ότι τα λεφτά δεν είναι κάλπικα και μετά, μ’ ένα από τα εφευρετικά κόλπα για τα οποία φημίζεται το ελληνικό πνεύμα του, αποφασίζει να κάνει και τους δύο πλούσιους.
• Ο ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ, όπως ο δόκτωρ Γουάτσον, πιστεύει μεν, αλλά μισόκαρδα και είναι απρόθυμος να δώσει τα λεφτά του. «Είναι απλό» λέει ο Καραγκιόζης. «Θ’ αγοράσουμε μια μπουκάλα κρασί με τη μια δραχμή και μετά θα το πουλήσουμε στο κοινό μία δραχμή το ποτήρι. Έτσι θα βγάλουμε πολλά κέρδη. Με τα κέρδη θ’ αγοράσουμε κι άλλες μπουκάλες κρασί και θα το πουλήσουμε μία δραχμή το ποτήρι. Έτσι θα γίνουμε πολύ πλούσιοι και θα δωροδοκήσουμε όσους ψηφοφόρους χρειάζεται για να φτιάξουμε κόμμα».
• ΔΙΑΣΧΙΖΟΥΝ διάφορες πλατείες από σελυλόιντ, η καθεμία πιο φανταχτερή και κακόγουστη από την προηγούμενη, με το πολύχρωμο σκαλιστό πλαίσιό της. Με τα πολλά, αγοράζουν ένα μπουκάλι κρασί και στήνονται σ’ ένα δρόμο για να πουλήσουν το εμπόρευμά τους. Ο Καραγκιόζης αρχίζει μια ομοβροντία από ήπιες αισχρολογίες–κάνει το ακροατήριο να μην κρατιέται από τα γέλια…
• ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, τα πράγματα δεν πάνε τόσο καλά. Ξεσπάει καβγάς μ’ ένα χωροφύλακα. Περνάνε άμαξες, αλλά ελάχιστοι ενδιαφέρονται για το κρασί και στο τέλος ο Καραγκιόζης λέει: «Άκουσε, Χατζηαβάτη. Μου έχει μείνει μία δραχμή. Ας γίνω εγώ ο πρώτος πελάτης. Κάνει πολλή ζέστη και –ποιος ξέρει;-, αν ανοίξουμε το μπουκάλι, ίσως τραβήξουμε πελάτες».
• ΤΟΥ ΔΙΝΕΙ τη δραχμή κι ο Χατζηαβάτης ανοίγει το κρασί και γεμίζει ένα ποτήρι, το οποίο ο ήρωας πίνει με παρατραβηγμένη απόλαυση. Έλα όμως που κι ο Χατζηαβάτης νιώθει να τον τσιγκλάει η στέρηση και λέει ότι κι ο ίδιος θα ήθελε ένα ποτηράκι «ίσα για να ξεπλύνω το στόμα μου απ’ τη σκόνη».
• Η ΔΡΑΧΜΗ αλλάζει πάλι χέρια. Ο Καραγκιόζης τον διαβεβαιώνει ότι, αφού το ποτήρι πληρώθηκε, δεν είναι ανάγκη να φοβούνται μήπως δεν βγάλουν κέρδος, μια σκέψη που φαίνεται να παρηγορεί και τους δύο – διότι, πριν περάσει ώρα, ο Καραγκιόζης νιώθει να του ‘ρχεται λιποθυμία κι αγοράζει άλλο ένα ποτήρι, όπως και ο Χατζηαβάτης. ‘
• ΟΛΟΙ ξεκαρδίζονται στα γέλια από τη βασανιστικά αστεία σκηνή, εκτός από ένα χλωμό παιδάκι, με γυαλιά, στην πρώτη σειρά. Αυτό σκύβει προς τα εμπρός και φωνάζει: «Καλέ, προσέξτε, τρώτε το κεφάλαιό σας!» Ο κόσμος ξεσπά σε περισσότερα γέλια ακούγοντας τα λόγια του μπόμπιρα…
• ΜΕ ΤΑ ΠΟΛΛΑ, το κρασί τελειώνει και οι δύο φιγούρες καταπιάνονται με τον υπολογισμό των κερδών. Το τεράστιο, κορακίσιο μάτι του Καραγκιόζη δεν μπορεί να κρύψει την ικανοποίησή του, ενώ η πιο αργόσυρτη ομιλία του δείχνει ότι έχει έρθει στο κέφι.
• ΑΠΟΔΩ και πέρα, το έργο μετατρέπεται σε σουρεαλιστική φαντασμαγορία… Οι φιγούρες διαδέχονται η μία την άλλη, έχοντας σχεδόν μια δική τους αυθύπαρκτη, εφήμερη ζωή˙ οι φωνές τριζοβολούν και σπινθηρίζουν με μια υστερία που μετά βίας κρατιέται υπό έλεγχο.
• ΟΛΗ Η ΕΛΛΑΔΑ εμπεριέχεται σ’ αυτό το πάλκο – οι λαϊκές αγορές, οι τούρκικες μορφές, η υπέροχη δύναμη και πλαστικότητα της σκέψης και της εκφραστικής δεινότητας, η τρυφερότητα και η χυδαιότητα του Καραγκιόζη… Αντικρίζεις το πνεύμα και την ακαταδάμαστη προσαρμοστικότητα του Έλληνα, ο οποίος με τη μαγιά της άστατης ειρωνείας του και του χιούμορ του έχει φτάσει απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλη την οικουμένη…
• ΗΔΗ, έχουμε γνωρίσει κάμποσους χαρακτήρες στον κύκλο των αθάνατων έργων του Καραγκιόζη. Είναι ο Νιόνιος, ένας παλαβιάρης με ημίψηλο καπέλο, ρεντικότα και τραγουδιστή ζακυνθινή προφορά – απόλαυση να την ακούς. Είναι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, όλοι μικροκαμωμένοι και ντυμένοι μ’ ένα χουχούλικο ρούχο σαν τσουβάλι, που μιλάνε τσιριχτά αλλά έξυπνα κι έχουν τα χέρια μονίμως σταυρωμένα μπροστά.
• ΥΠΑΡΧΕΙ άλλη μια ασυνήθιστη μορφή, «ο Λόρδος», ο οποίος φοράει ό,τι θαρρείς ότι είναι η τυπική αγγλική μόδα, δηλαδή φράκο, λουλούδι στο πέτο, γκέτες και ημίψηλο καπέλο. Υπάρχει κι ο αποκρουστικός Σταύρακας από τον Πειραιά, τόσο ματαιόδοξος και χυδαίος, που δικαίως τον κοροϊδεύουν τα μικρά παιδιά.
• ΕΧΟΥΜΕ και τον Μεγάλο Βεζύρη, μια συμπαθητική μορφή, εντυπωσιακών διαστάσεων – για να μην αναφέρω τον Καδή, που δίνει διαταγές για ξυλοδαρμούς με άκρως ψυχρό, απρόσωπο αέρα…
• ΤΟ ΔΡΑΜΑ φτάνει στην αποκορύφωση με τη διεξαγωγή εικονικών εκλογών, στις οποίες ο Καραγκιόζης, προκειμένου να κερδίσει, ανασταίνει όλους τους νεκρούς από τα νεκροταφεία, οι οποίοι περνούν ένας – ένας από τη σκηνή σε μια μακάβρια φάλαγγα, καθώς πάνε στις κάλπες να ψηφίσουν τον ήρωα.
• ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΤΙΚΑ, ο Καραγκιόζης απαγγέλει έναν ολιγόλογο επίλογο. Η οθόνη σβήνει και μένουμε στο σκοτάδι, ενώ γύρω ξεσηκώνεται οχλοβοή από τα χειροκροτήματα. Η ορχήστρα τα έχει μαζέψει από ώρα κι εμείς φεύγουμε από τον κήπο με χασμουρητά, ενώ από παντού μας σκουντάνε ένα σωρό παιδιά, που βιάζονται…
• Η ΘΑΛΠΕΡΗ πινακίδα της «Πέρδικας» μας καλωσορίζει… Στην ταβέρνα εμφανίζονται οι τρεις καραγκιοζοπαίκτες για ένα ποτηράκι κρασί. Αρχηγός, ένας νεαρός με έντονα χαρακτηριστικά, αλλά έκφραση αδιάφορη, η οποία κρύβει το ταλέντο του στη μίμηση. Βοηθοί του είναι δύο μικρόσωμοι και κοντόχοντροι, με συνηθισμένα χαρακτηριστικά. Και οι τρεις φοράνε φθηνά κοστούμια και τσόχινα καπέλα…
• ΚΑΤΑΓΟΝΤΑΙ από την Πάτρα. Κάθε χρόνο το φθινόπωρο ανεβαίνουν Πρέβεζα για να παίξουν και ύστερα περνάνε απέναντι, τουρνέ σε Κέρκυρα, Κεφαλλονιά και Ζάκυνθο.
• Ο ΕΝΑΣ έχει μερικές φυλλάδες του Καραγκιόζη στην τσέπη. Ανοίγω το κακόγουστο εξώφυλλο (που δείχνει τον ήρωα να μαλώνει με τον Βεζύρη) και τα μάτια μου πέφτουν σε μια λίστα εκατό περίπου τίτλων από έργα που αφορούν την πλέον πρόσφατη προσθήκη στο ελληνικό πάνθεον: «Ο Καραγκιόζης αρχιτέκτων», «Ο Καραγκιόζης μάρτυρας της αρετής», «Ο Καραγκιόζης αρχαιολόγος», «Ο Καραγκιόζης ερωτευμένος», «Ο Καραγκιόζης χρηματιστής»…
• ΟΙ ΤΡΕΙΣ καραγκιοζοπαίκτες μας αποχαιρετούν με θέρμη κι υπόσχονται να μας παίξουν όποιο έργο θέλουμε την επομένη…
Συνεχίζεται