Το Corfu Stories εξασφάλισε την αποκλειστική αφήγηση της συγκλονιστικής περιπέτειας του Κερκυραίου, Φρειδερίκου Μαραμπού, που το 1984 διέσχισε με τη μοτοσικλέτα του την έρημο Σαχάρα.
Επιμέλεια: Ηλίας Αλεξόπουλος
Μέρος 6ο / Δείτε το 1ο μέρος ΕΔΩ, το 2ο ΕΔΩ, το 3ο ΕΔΩ, το 4ο ΕΔΩ, το 5ο ΕΔΩ.
ΠΛΗΣΙΑΖΑ, πια, στο τέλος της Αλγερίας. Απ’ τις τελευταίες εικόνες μου, ήταν ένα περίεργο αρχιτεκτονικό δόμημα, στη μέση του πουθενά, διαμορφωμένο κατά τρόπο, ώστε οι γηγενείς να προστατεύονται τη μέρα απ’ τον καυτό ήλιο και το βράδυ ν’ απολαμβάνουν τη δροσιά. Έμοιαζε μ’ ένα τεράστιο θεμέλιο, σαν γούβα, που στα σημεία όπου είχαν βρει πέτρα, έσκαβαν και διαμόρφωναν λαγούμια…
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ έπαιζαν στη γειτονιά. Μόλις με είδαν, βγήκαν άρον – άρον οι μανάδες και τα μάζευαν. Ουρλιάζοντας, με τρόμο. Έτσι που με είδαν, φοβήθηκαν.
ΣΤΑΜΑΤΗΣΑ για λίγο, ώστε να παρατηρήσω τη συμπεριφορά αυτής της μικρής κοινωνίας. Σιγά – σιγά τα παιδιά κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε κίνδυνος. Τους έριξα από μακριά λίγες καραμέλες. Πλησίασαν. Γλυκάθηκαν. Στο τέλος, μαζεύτηκε όλη η γειτονιά. Κάθισα περίπου μια ώρα. Κι όταν έφυγα, έβλεπα τα παιδάκια να τρέχουν από πίσω, ώστε να ανέβουν σε ένα ύψωμα και να με χαιρετούν μέχρι να χαθώ…

MOKTAR, τέλος Αλγερίας. Έφθασα κατά τις 11 το βράδυ – 29 Σεπτεμβρίου του 1984. Θέμα. Καθώς το κράτος και οι συνοριοφύλακες ζητούσαν από μένα 250 δολάρια, που θα τα μετέτρεπαν σε νόμισμα απ’ το Μάλι. Δεν το δέχτηκα. Στο Μάλι με 250 δολάρια αγόραζες σπίτι! Περνώντας από εκεί, είναι ζήτημα αν θα χαλούσα 5. Άρα, μετατρέποντας το νόμισμα, το υπόλοιπο στην ουσία το έχανα (το νόμισμα του Μάλι δεν μετρούσε, π.χ. στην Ευρώπη).
TO ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ (όσο κι αστείο), όμως, ήταν άλλο. «Πού είναι οι άλλοι;» με ρωτά ο Αλγερινός συνοριοφύλακας. Κοιτώντας, κάθε τόσο, απ’ το γραφείο του, αν… οι άλλοι έρχονταν! Δεν ήταν παράλογο. Ήταν τόσο επικίνδυνη η διαδρομή που είχα διανύσει, η… κολασμένη «ζώνη του Tenere», που πολύ πριν, στο Adrar, μια μεγάλη ταμπέλα σε τσιμεντένιο τοίχο, σε προειδοποιoύσε ότι, βάσει νομοθεσίας, έπρεπε, για να τη διασχίσεις, να πας στο αστυνομικό τμήμα, να δηλώσεις ότι θες να την περάσεις και να περιμένεις πότε θα έρθουν κι άλλοι, δημιουργώντας ένα γκρουπ, ώστε, όλους μαζί, να σας οδηγήσει εκεί, με ασφάλεια, ένας οδηγός, ως το τέλος του ταξιδιού, στο Μokhtar.
ΤΟ ΕΙΧΑ, όμως, αγνοήσει! Κι έφθασα στο Mokhtar μόνος, με μια μοτοσικλέτα. Μου έλεγαν μετά ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, μόνο αν είσαι τυχερός γυρίζεις˙ και μάλλον ήμουν.
ΛΟΓΙΚΟ, λοιπόν, ο συνοριοφύλακας να μην πιστέψει ότι ήμουν μόνος. «Περίμενε να έρθουν» μου έκανε νόημα. Μια, δυο, τρεις, προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε, με μια μίξη… γαλλο-αγγλικών, να του δώσω να καταλάβει˙ πιάσαμε, πια, πρωί. Τελικά, τα καταφέραμε. Όταν κατάλαβε πως δεν υπήρχαν άλλοι, τρελάθηκε. Πήρε τηλέφωνο με μια μανιβέλα πίσω, στο Adrar: «Γιατί τον αφήσατε;» • «Μα, δεν τον ξέρουμε!»

ΑΠΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ πλησιάζει, ένα φορτηγό και κατεβαίνουν Γάλλοι στρατιώτες και αξιωματικοί, λεγεωνάριοι. Αυτοί πήγαιναν προς Αλγερία – εγώ έβγαινα. Πάντα, όταν έβλεπαν κάποιον με μηχανή, νόμιζαν πως ήταν Γάλλος. Και ήθελαν να του δώσουν τις απαραίτητες πληροφορίες. Μου λένε, λοιπόν, το εξής: ότι υπάρχει πρόβλημα στο Μάλι. Στην Bamako, την πρωτεύουσα, είχε ξεσπάσει επανάσταση. Κινήματα, στρατός στους δρόμους, ληστείες, επικίνδυνα πράγματα. Πολύ. Και τι κάνω; Να γυρίσω στο Tenere – περνώντας ξανά (και τόσο) άδοξα αυτή την «κολασμένη» διαδρομή;
ΜΟΥ ΛΕΝΕ ότι θα μου φορτώσουν τη μηχανή στο φορτηγό και θα με οδηγήσουν, προς τα πίσω, προς τα εκεί απ’ όπου είχα έρθει (Τouggourt – El Golea – Timimoun – Αdrar – Reggane), μέχρι, όμως, μια συγκεκριμένη διασταύρωση, λίγο μετά το Adrar. Από εκεί, είπαν, θα έκανα αριστερά, και θα πήγαινα στην πόλη Bechar.
ΣΚΕΦΤΗΚΑ, «πάνω που έβγαινα από την Αλγερία, έχοντας περάσει τόσα, πάλι πίσω;» To κίνημα, όμως, με έβαζε σε κίνδυνο. Συν το ότι, η Σαχάρα, βασικά, ήταν αυτή που ήδη ζούσα (από εκεί και κάτω, το έδαφος γινόταν πιο στέρεο και το τοπίο πιο πράσινο).
ΔΕΧΤΗΚΑ. Φόρτωσαν τη μηχανή. Και τα περίπου 1000 χλμ., τη ζώνη του Tenere, που είχα διανύσει, τα ξανάκανα – αυτή τη φορά, πάνω στο φορτηγό.

ΔΕΝ ΕΙΠΑΜΕ πολλά στη διαδρομή. Οι Γάλλοι λεγεωνάριοι είναι κλειστοί, με μοναδικό σκοπό να κάνουν τη θητεία τους και να φύγουν. Δίχως να λείπουν κι αυτοί που εγκατέλειπαν, για να γίνουν ιεροκήρυκες. Μια τέτοια περίπτωση την είχα ζήσει νωρίτερα. Ψάχνοντας τον τάφο του πατέρα Charles de Foucauld ή Sarl Dezezi, στο Tamaransset, για τον οποίο είχε γράψει ο Balzac και είχα διαβάσει.
Ο FOUCAULD ήταν αξιωματικός των σπάχηδων, που εγκατέλειψε το στράτευμα κι έγινε ιεροκήρυκας, γυρίζοντας από το μοναστήρι του Beni – Abbes ως το El Golea (τη δεκαετία του ’20). Ώσπου μια μέρα, ένας μεθυσμένος τον χαράκωσε…
ΦΘΑΣΑΜΕ στη διασταύρωση περίπου 24 ώρες μετά. Βραδάκι, πια. Έστησα το αντίσκηνό μου – κι επειδή δεν είχε πανσέληνο, μέχρι να τελειώσω, μου φώτιζαν με τους προβολείς του φορτηγού. Το πρωί κίνησα γι’ αριστερά, προς Μαρόκο. Έφθασα στο Bechar – πρέπει να ‘ταν Σαββατοκύριακο, γιατί θυμάμαι ότι είχε ποδοσφαιρικούς αγώνες.

ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, η άδεια παραμονής μου στην Αλγερία, ούτως ή άλλως, έληγε. Στα σύνορα δεν υπήρχε τελωνειακή γραμμή. Και κάτι γαλλικά που έγραφαν, δεν τα καταλάβαινα. Δίνω, λοιπόν, μία και περνάω (απ’ ένα σημείο – τρύπα που το έλεγαν Foguig), πιστεύοντας ότι ο αστυνομικός που είχε δεχτεί τα χαρτιά μου κατά την είσοδό μου στη χώρα, είχε σφραγίσει και την έξοδό μου. Ίσχυε. Αλλά για την… αρχική μου έξοδο, προς Μάλι – ποιος να φανταστεί πώς θα εξελισσόταν η ιστορία.
ΜΠΗΚΑ σ’ ένα κανάλι, σκαμμένο δεξιά κι αριστερά, ανώμαλο έδαφος. Και ξαφνικά, όπως πήγαινα, αρχίζει συναγερμός και φώτα από μια μεραρχία τανκς – μαροκινό, πια, στράτευμα. Η νύχτα, μέρα έγινε! Με πλησίασαν γρήγορα μ’ ένα τζιπάκι, 12.30 – 1 το βράδυ. Κατέβηκε ένας αξιωματικός. Μου είπε να αφήσω εκεί τη μηχανή μου και να τον ακολουθήσω. Πήγαμε στ’ αντίσκηνό του. Κι εκεί, έμαθα πως έχει σπουδάσει στη σχολή Ευελπίδων, στην Ελλάδα! Με κέρασε, τσάι και φρυγανιές, μου έλεγε πόσο νοσταλγούσε την Ελλάδα και τους φίλους που είχε εκεί…
ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ, γλίτωσα τις ανακρίσεις και την προβλεπόμενη ποινή, για πέρασμα συνόρων δίχως άδεια. Η μηχανή μου, όμως, έπρεπε να παραμείνει στην «πράσινη γραμμή» – όσο ήταν εκεί, δεν την πείραζε κανείς. Μου είπε να πάω στην πόλη Mouzda, κοντά στη Μεσόγειο. Με λεωφορείο. Να βγάλω την άδεια και να επιστρέψω να πάρω τη μηχανή.
ΞΕΚΙΝΗΣΑ πολύ πρωί, στις 6.00. Αλλά εκεί, υπήρχε κάτι…
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ