Το Corfu Stories εξασφάλισε την αποκλειστική αφήγηση της συγκλονιστικής περιπέτειας του Κερκυραίου, Φρειδερίκου Μαραμπού, που το 1984 διέσχισε με τη μοτοσικλέτα του την έρημο Σαχάρα.
Επιμέλεια: Ηλίας Αλεξόπουλος
Μέρος 8ο / Δείτε το 1ο μέρος ΕΔΩ, το 2ο ΕΔΩ, το 3ο ΕΔΩ, το 4ο ΕΔΩ, το 5ο ΕΔΩ, το 6ο ΕΔΩ, το 7ο ΕΔΩ.
ΒΙΩΝΑ την απόλυτη πεμπτουσία – όπως το ‘χα ζήσει και στο Tenerre: έχοντας την αίσθηση ότι ο κοντινότερός σου είναι 300 ή 500 χλμ. μακριά, σβήνεις κινητήρα, σταματάς και βιώνεις την απόλυτη ησυχία, της ζωής σου. Η ησυχία της γης, σαν να είσαι μόνος στον πλανήτη.
ΘΥΜΑΜΑΙ πόσο αδύναμα ήταν τα χέρια μου –είχα χάσει, συνολικά, 13 κιλά. Το στομάχι μου, πάλι, είχε κλείσει. Δεν μ’ ενδιέφερε, όμως. Λίγο νερό που το έπαιρνα από πηγάδια 3.000 ετών, της ερήμου –ήταν σαν να ‘χε μέσα χώμα, τριμμένο τούβλο, νερό με λάσπη- και μου έφθανε. Άλλωστε, είχα κάνει προκαταβολικά όλα τα εμβόλια, σε σημείο που, όπως μου είχαν πει στο υγειονομικό «και φίδι να καταπιείς, αμάσητο, θα το χωνέψεις».
ΕΚΕΙΝΕΣ, ωστόσο, τις στιγμές βίωσα κάτι το καταπληκτικό: την αναγέννηση των ανθρώπινων αισθήσεων, που ήταν σαν να τις… είχα αφήσει πίσω, στην πόλη. Μπορούσα να μυρίσω στον αέρα τη βροχή, που έπεφτε 50 χλμ. μακριά. Και το πιο σημαντικό: ακοή και βλέμμα. Ένα βλέμμα, που έφθανε πολύ πιο μακριά απ’ ότι «βλέπεις» στην πόλη. Στο απέραντο. Σαν να είσαι ένας πομποδέκτης, που συλλαμβάνεις κύματα από μεγάλη απόσταση˙ ήταν κάτι το εκπληκτικό. Δέος.

ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ, σ’ αυτή την απόλυτη ησυχία, άρχισα, δίχως να το καταλάβω, να κρίνω και τον εαυτό μου. Γιατί πήγα; Τι ήταν αυτό που μ’ έκανε να πάρω το ρίσκο; Άξιζε; Τι έμαθα; Η έρημος μου έβγαλε όλα τα ένστικτα του ανθρώπου. Όλα, όμως.
ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ, έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται γιατί ο Χριστός έζησε τόσα χρόνια στην έρημο. Τι ήταν αυτό που έκανε τις βασίλισσες της ερήμου, Αντιναία και Σεμίραμις, να καλούν τα αρσενικά, αυτά να πηγαίνουν και μετά από μια νύχτα ερωτικής πανδαισίας, να σκοτώνουν τον έρωτα της ζωής του; Γιατί; Ποια ήταν η γλύκα του μυστηρίου της ερήμου. Πώς χτίστηκε ο θρύλος; Τι είναι, τέλος πάντων, η Σαχάρα; Γιατί με γοήτευσε; Γιατί ένιωσα να με καλεί;
ΑΡΧΙΣΑ να κατακρίνω –ή, έστω, να αμφισβητώ- όσα είχα ζήσει 25 χρόνια, ζώντας σ’ ένα αστικό περιβάλλον. Μια ατέρμονα συζήτηση με τον εαυτό σου. Απόλυτη. Τίμια. Τι αξίζει στη ζωή; Τι θα ζητάω μέχρι να γεράσω; Τι κάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη; Άξιζε, π.χ., έχοντας ζήσει όλα αυτά, που τσακώθηκα με έναν φίλο μου για ασήμαντη αφορμή ή που πάλευα για λίγα λεφτά παραπάνω – μα, φαίνονταν πια τόσο ελάχιστα. Βγήκαν όλα τούτα, απλώθηκαν μπροστά μου. Και ήταν, τολμώ να το πω, η μεγάλη προσφορά αυτού του ταξιδιού: η αναγέννησή μου.
ΑΦΗΣΑ κάτι στη Σαχάρα: το άσχημο «ρούχο» που φόραγα ως χθες. Ξεντύθηκα. Ξεπλύθηκε η ψυχή μου. Κάθαρση. Ξεχώρισα το ανούσιο απ’ το πραγματικά ουσιαστικό. Δημιούργησα χώρο για τον καινούργιο μου εαυτό. Αυτόν που αγαπάει το φως, τον ήλιο, αυτόν που θεωρεί σπουδαίο το ότι ξυπνάει και είναι αρτιμελής. Που του αρκεί λίγο φαγητό, λίγο νερό. Γεννήθηκε ένας νέος άνθρωπος στη Σαχάρα…

ΠΑΝΤΑ ΓΥΜΝΟΣ, όπως ήμουν, αρχίζω να κατηφορίζω απ’ το όρος Άτλας προς το Marrakesh – περνώντας ένα ποτάμι, απ’ το Quarzazate. Κάποια στιγμή, καθώς οδηγούσα σε στέρεο έδαφος, πέφτω ξαφνικά πάνω σε τέσσερα – πέντε σπίτια δεξιά κι αριστερά. Ήταν μια υποτυπώδης λαϊκή, ενός μικρού χωριού, που πουλούσαν ζαρζαβατικά, με 25-30 άτομα.
ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ; Αν μ’ έβλεπαν γυμνό οι γυναίκες, οι άνδρες τους θα μ’ έκαναν… σουβλάκι! Στροφή, πάλι, ο δρόμος δεν με έπαιρνε να κάνω. Τυλίγω γύρω μου μια πετσέτα, κάνοντας το σταυρό μου, να περάσω γρήγορα δίχως να σβήσει η μηχανή. Με κοίταξαν λίγο περίεργα, αλλά ευτυχώς, πέρασα.
ΦΘΑΝΩ στο Marrakesh – μια μεγάλη αγορά, σαν το Μοναστηράκι του ’60 ήταν. Τέντες, χαμηλόσπιτα, κάποια υπαίθρια μαγαζιά, διάφορα χρώματα, τρόφιμα, προϊόντα…
ΚΟΙΤΑΞΑ το χάρτη μου. Είχα φθάσει, όντως, σε μια πλατεία που είχα στοχεύσει και η οποία λεγόταν «Η Συνέλευσις των Νεκρών». Γιατί μάζευαν εκεί καταδικασμένους σε θάνατο, έφτιαχναν κάποια αγωνίσματα σε στιλ «Μονομάχου» και οι μελλοθάνατοι, περιμένοντας το μοιραίο, εξομολογούνταν ψιθυριστά ο ένας στον άλλο τον πόνο του.
ΣΤΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ του Marrakesh, ήταν η πύλη που οδηγούσε στο Agadir, στα παράλια του Ατλαντικού. Τότε ήταν που έγινε ένα μικροεπεισόδιο. Ήμουν, πλέον, ένας άνθρωπος που είχα χάσει το χιούμορ μου, «αγρίμι», σαν άμαθος πια με τους ανθρώπους, τα είχα ζήσει όλα – και ό,τι άκουγα το έπαιρνα τις μετρητοίς.

ΖΗΤΗΣΑ, λοιπόν, κάποια στιγμή από κάποιους να μου πουν από πού πάνε για το Agadir. Κάτι είπε ένας Άραβας και οι υπόλοιποι 15 έβαλαν τα γέλια. Το πήρα στραβά, ότι με κορόιδεψε. Και του τράβηξα χαστούκι.
ΑΚΟΥΣΤΗΚΕ μια φωνή έκπληξης και πήγε να γίνει συμπλοκή. Βλέποντας την κατάσταση, πριν κάνουν ο,τιδήποτε, τραβάω ένα γιαταγάνι (τουλάχιστον 70 εκατοστών, με 18 εκ. λάμα) που είχα αγοράσει στην Τυνησία (το ‘χα ανάμεσα στο κοντέρ της μηχανής), κάνοντας ότι θα έκοβα κάτι σχοινάκια – βασικά, για να το δουν. Το ’δαν. Και σκόρπισαν. Πάντως, στενοχωρήθηκα πολύ μ’ εκείνη μου την αντίδραση. Δεν ήταν σωστή, ήμουν έξω απ’ τον εαυτό μου.
ΕΦΥΓΑ γρήγορα, σκεπτόμενος μήπως γύριζαν με ενισχύσεις. Με προορισμό το Agadir, κάπου 200 χλμ. απόσταση. Για την ιστορία, το γιαταγάνι δεν διεσώθη. Δεν το ‘βαλα καλά στη θήκη και στην πορεία, έκοψε ένα πλαστικό, έπεσε, χάθηκε. Για πάντα…
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ