14.9 C
Corfu
Πέμπτη, 1 Μαΐου, 2025

Το τέλος της πιο ωραίας περιπέτειας…

Το Corfu Stories εξασφάλισε την αποκλειστική αφήγηση της συγκλονιστικής περιπέτειας του Κερκυραίου, Φρειδερίκου Μαραμπού, που το 1984 διέσχισε με τη μοτοσικλέτα του την έρημο Σαχάρα.

Επιμέλεια: Ηλίας Αλεξόπουλος

Μέρος 11ο (τελευταίο) / Δείτε το 1ο μέρος ΕΔΩ, το 2ο ΕΔΩ, το 3ο ΕΔΩ, το 4ο ΕΔΩ, το 5ο ΕΔΩ, το 6ο ΕΔΩ, το 7ο ΕΔΩ, το 8ο ΕΔΩ, το 9ο ΕΔΩ, το 10ο ΕΔΩ.

ΕΦΥΓΑ απ’ το Μονακό, απογευματάκι. Την κοπέλα δεν την ξανάδα. Ένιωθα, όμως, πως κάτι της έδωσα κι εγώ. Τις αφηγήσεις μου, τελείως παράταιρες για τη δική της τη ζωή, κάτι απ’ την ψυχή μου να την προστατεύει για πάντα…

ΠΡΙΝ εγκαταλείψω το Moνακό, δεν έλειψε άλλο ένα απρόοπτο. Μπροστά απ’ το casino, μου σβήνει η μηχανή. Δεν άντεχε, πλέον, στην πόλη. Το σημειωτόν. «Ξυπνούσε» στις πάνω από 3.000 στροφές. Κατέβηκα να ρυθμίσω το ρελαντί μου, τις «πρώτες βοήθειες». Δεν είχα πάρει χαμπάρι, όμως, πως είχα κλείσει το δρόμο για το casino!

ΟΤΑΝ, λοιπόν, τελείωσα, μετά από 15’-20’,γύρισα το κεφάλι και τι να δω; Εκατοντάδες αυτοκίνητα, μαζεμένα! Mercedes, Jaguar, ό,τι μπορείς να φανταστείς, να περιμένουν. Ούτε μία κόρνα, ούτε μια φωνή, ούτε μια διαμαρτυρία! Μόνο «τι έχει πάθει ο άνθρωπος;» – έβλεπαν, βεβαίως, και τα χάλια μου.

Μοnaco, casino square

ΣΗΚΩΣΑ το χέρι, ο τρόπος μου να τους ευχαριστήσω για την υπομονή και την ευγένεια. Και συνέχισα. Προς το San Remo… Γένοβα…

ΑΠΟ τη Γένοβα, πιάνω Πάντοβα, Αταλάντα – αυτά τα μέρη. Ιταλία, πια. Να μη δω, σκέφτομαι, και τον τάφο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας; Πήγα κι εκεί˙ στο πρώην μοναστήρι των Καπουτσίνων στη Βερόνα.

ΚΑΙ ΤΩΡΑ, πού θα μείνουμε; Βρίσκω ένα βενζινάδικο, βλέπω ένα παρτεράκι, μου λέει ο ιδιοκτήτης (που είχε δίπλα ακριβώς το σπίτι του) «κάτσε εδώ». Ήρθε και το παιδάκι του, του έδωσα κάτι μικρές σοκολάτες που ‘χα πάρει στη Γαλλία. «Acqua», του λέω. Νερό. Και μου φέρνουν εκείνο το «ξινό», που πίνουν στην Ιταλία. Το έπινα και… μ’ έπινε!

ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ, την άλλη μέρα ξύπνησα, φόρτωσα και τηλεφώνησα στην Αθήνα, στον πατέρα ενός φίλου μου, του Γιώργου, που έμενε Τεργέστη. Μου έδωσε τη διεύθυνσή του και κίνησα για εκεί. Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε, μόλις με είδε; «Α, θα με πάρεις μαζί σου στην Αθήνα!»

«ΕΙΣΑΙ τρελός;», του απαντάω. «Κοίτα πώς είμαι, μετά απ’ όσα πέρασα. Ίσα – ίσα που στέκομαι όρθιος στη μηχανή, ούτε φρένα δεν έχει!» Έλα, όμως, που με έπεισε…

ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ, του έδωσα την εξής οδηγία: «Όταν πρόκειται να σταματήσουμε, να μου το λες… κάνα τέταρτο πιο πριν, να κατεβάζω ταχύτητες! Χωρίς φρένα, δε σταματάει η μηχανή!» Μόνο που κάποια στιγμή, στο διήμερο, ακούω ένα «εδώ είναι τα σύνορα!» • «Και τώρα μου το λες;»

ΤΙ ΝΑ κάνω, περάσαμε τα σύνορα αέρα! Βεβαίως, με την πρώτη ευκαιρία σταμάτησα, στο πλάι. Έρχονται οι Ιταλοί συνοριακοί, «τι έγινε, ρε παιδιά;» • «Δεν έχουμε φρένα». • «Και πού πάτε έτσι;» Και να ρίχνει και μια βροχή… Καταρρακτώδη.

Ljubliana

ΤΕΛΙΚΑ, καταφέραμε και φθάσαμε στην τότε Γιουγκοσλαβία, στη Λιουμπλιάνα, μέρα, βρεγμένοι ως το κόκκαλο. Μπήκαμε σ’ ένα πανδοχείο, κοιμηθήκαμε και την άλλη μέρα, βγήκαμε απ’ τα ζεστά μας σκεπάσματα και φορέσαμε ξανά βρεγμένα ρούχα! Πού να στεγνώσουν, με τόσο νερό…

ΝΟΕΜΒΡΗΣ μήνας, του ’84, βρεγμένα ρούχα, Γιουγκοσλαβία, με μια σακατεμένη μοτοσυκλέτα. Συνδυασμός, που… σκοτώνει!

ΑΡΓΑ τη νύχτα συνεχίσαμε το ταξίδι. Για φώτα, φυσικά, στη μηχανή, ούτε λόγος. Οπότε, για να βλέπω, τι έκανα… Με το που έβρισκα ένα αυτοκίνητο, που είχε φώτα, το πήγαινα «κολλητήρι». Άκουγε ο χριστιανός το θόρυβο της μηχανής, αλλά άτομα δεν έβλεπε!

ΟΤΑΝ μπαίναμε σε τούνελ, κάναμε το εξής: ανοίγαμε τα πόδια και, όταν «πιάναμε» τσιμέντο, πηγαίναμε από την άλλη μεριά. Εκεί ήταν που μου έφυγαν τελείως οι σόλες! Γυμνά πόδια στα τσιμέντα, εν κινήσει!

ΠΕΡΑΣΑΜΕ τα Σκόπια και βράδυ πάλι, μπήκαμε, επιτέλους, Ελλάδα. Κατερίνη. Εκεί τι ‘πεθυμήσαμε; Μια πατσά, ζεστή. Μπήκαμε, ξημερώματα, λοιπόν, σε ένα πατσατζίδικο. Αδειάσαμε την… κατσαρόλα, ψιλοζεσταθήκαμε και πήραμε τον κλασικό δρόμο, προς Λάρισα.

ΑΘΗΝΑ φθάσαμε το απόγευμα της άλλης μέρας. Εκεί, είχαν ειδοποιηθεί και μας περίμεναν κάποιοι φίλοι και δικοί μας άνθρωποι. Μου έδωσαν κι ένα ζευγάρι παπούτσια. Εγώ, όμως, είχα ένα θέμα: στην τσάντα που μου είχαν κλέψει στο Μαρόκο, είχα τα κλειδιά του σπιτιού μου.

ΤΙ ΝΑ κάνω, στα χάλια που ήμουν, κίνησα για το Ψυχικό, να βρω μια φίλη μου, που είχε δεύτερα κλειδιά. Τελικά, μετά από 3-4 ώρες, κατάφερα να μπω στο διαμέρισμά μου. Μετά από 2,5 μήνες και 11.500 χλμ.!

ΓΕΜΙΣΑ την μπανιέρα ζεστό νερό, πήρα κι ένα μαξιλάρι, έκλεισα τα μάτια κι έμεινα εκεί. Για ώρες. Σκεπτόμενος πως την επόμενη, αφού ξεκουραζόμουν, ξυριζόμουν και πλενόμουν, θα πήγαινα στο πατρικό μου – γιατί αν με έβλεπε τότε η μάνα μου, έτσι που ήταν, θα… πέθαινε! Σκέφτηκα, με άλλα λόγια, την ηρεμία της. Τι συνέβη, όμως…

Η ΠΡΕΣΒΕΙΑ είχε στείλει ραπόρτο ότι ληστές έχουν χτυπήσει έναν Έλληνα μοτοσικλετιστή. Και πως έχουν τα μέσα, ώστε αυτή η ιστορία να προωθηθεί στον Τύπο. Θυμάσαι το δημοσίευμα του αείμνηστου Γιώργου Γεωργιάδη στην «Ελευθεροτυπία», που μιλήσαμε νωρίτερα; Αυτό ήταν πριν επιστρέψω Ελλάδα. Κι ενώ οι δικοί μου δεν είχαν ιδέα τι έκανα, πώς ήμουν. Βρέθηκαν, λοιπόν, ξαφνικά να διαβάζουν –πρώτος ο θείος μου- πως «Μαχαίρια φρέναραν τη “μοτό”!» Με τ’ όνομά μου και τη φάτσα μου. Τουλάχιστον, έμαθαν ότι ζούσα! Και ήμουν, τότε, κάπου στο Μαρόκο…

ΚΑΠΩΣ έτσι, ολοκληρώθηκε το πρώτο μου ταξίδι στη Σαχάρα – γιατί ακολούθησε και δεύτερο, μικρότερο, μετά από τέσσερα χρόνια. Αν πρέπει να πω ένα συμπέρασμα; Ξέρεις αυτό που συνηθίζουν να λένε πολλοί, ότι πριν φύγεις απ’ τη ζωή, πρέπει να πας εκεί κι εκεί… Ε, πολλοί αναφέρουν ότι ένας απ’ αυτούς τους προορισμούς, είναι η Σαχάρα. Και συμφωνώ απόλυτα.

ΜΟΥ άλλαξε το πνεύμα. Τον τρόπο σκέψης. Να μην «κολλάω» σε κάτι. Σε αδιέξοδα ή «άρρωστες» καταστάσεις. Να μ’ ενδιαφέρουν αυτά που είναι αισθητά στη δημιουργία. Τι είμαι ως άνθρωπος; Απλά τρώω, δουλεύω και κοιμάμαι; Όχι. Και τι είναι το περαιτέρω; Ψάξ’ το. Ταξίδεψε και βρες το. Φιλοσόφησε. Κάνε την αυτοκριτική σου. Μάζεψε γνώση κι εμπειρίες. Ώστε να μην «καταπίνεις» αβίαστα ό,τι ακούς, βλέπεις ή διαβάζεις. Μιζέρια, τέλος. Άβουλος, τέλος. Ελευθερία…

ΤΕΛΟΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ